Σπάζοντας τη σιωπή στη Βραζιλία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Σπάζοντας τη σιωπή στη Βραζιλία

Οι θεατρικοί συγγραφείς που προηγήθηκαν των διαδηλωτών
Περίληψη: 

Οι μαζικές διαδηλώσεις των τελευταίων εβδομάδων έδειξαν πόσο βαθιά αισθάνονται οι Βραζιλιάνοι το δικαίωμα να εκφράζονται εναντίον της κυβέρνησής τους. Αλλά ακριβώς πριν από 30 χρόνια, η χώρα κυβερνιόταν από μια σκληρή δικτατορία που εμπόδιζε την ελεύθερη έκφραση. Μια ομάδα νέων θεατρικών συγγραφέων επιδίωξε να το αλλάξει αυτό.

Η EMMA SOKOLOFF-RUBIN είναι δημοσιογράφος για την GothamSchools [1] και συγγραφέας του Sustaining Activism: a Brazilian Women’s Movement and a Father-Daughter Collaboration. (Συντηρώντας τον Ακτιβισμό: ένα κίνημα γυναικών της Βραζιλίας και μια συνεργασία πατέρα – κόρης [2]). Ακολουθήστε την στο Twitter @ emmarsr.

Το 1983, περίπου 30 χρόνια προτού η Βραζιλία εγκαινιάσει μια επιτροπή για να διερευνήσει τα εγκλήματα της βάναυσης στρατιωτικής δικτατορίας, επτά φοιτητές έκαναν τη ζωή τους θεατρικό έργο. Η δικτατορία ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλά το μόνο που γνώριζε αυτή η ομάδα ήταν το στρατιωτικό καθεστώς.

Ο Χούλιο Κόντε και οι φίλοι του σπούδαζαν θέατρο στο Πόρτο Αλέγκρε, μια πόλη στη νότια Βραζιλία. Είχαν μάθει να είναι προσεκτικοί όταν μιλούσαν δυνατά. Στη διάρκεια της ζωής τους, περίπου 500 Βραζιλιάνοι είχαν σκοτωθεί και 20.000 βασανιστεί από την κυβέρνηση. Ο Κόντε είχε κουραστεί να περιμένει τη δημοκρατία. «Η λογοκρισία σε κάνει να αγωνίζεσαι να εκφραστείς», είπε ο φίλος του Φλάβιο Μπίκα Ρόχα, σε πρόσφατη συνέντευξή του.

Οι φοιτητές κατάφεραν να εκφράσουν την αβεβαιότητα και την ελπίδα στη Βραζιλία της εποχής λέγοντας τις δικές τους ιστορίες σε ένα θεατρικό έργο, το Bailei na Curva. Ο τίτλος σημαίνει, «χόρεψα στη στροφή», και στην αργκό περιγράφει κάποιον που πληγώθηκε ή έχασε το δρόμο του. Ένας από τους κύριους χαρακτήρες του έργου, του οποίου ο πατέρας έχει απαχθεί από τη στρατιωτική αστυνομία, θα έχει, αργότερα στο έργο, την ίδια μοίρα. Άλλοι χαρακτήρες προσπαθούν να κατανοήσουν τη συνεργασία των γονιών τους με το στρατό, και όλοι τους έχουν να αντιμετωπίσουν το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που ακούν στο ραδιόφωνο και σε αυτό που βλέπουν στην πραγματικότητα.

Η έμπνευση ήταν ξεκάθαρη: ο πατέρας τού Κόντε, ένας εκ των πολιτικών αντιφρονούντων, ήταν πάντοτε οπλισμένος. Ο πατέρας τού Ρόχα ήταν στον στρατό. Η οικογένεια μιας άλλης μαθήτριας, της Κλαούντια Ακούρσο, εστάλη στην εξορία μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα.

Τα μέλη του αρχικού καστ θα ανέβουν πάλι στη σκηνή αυτό τον Οκτώβριο, σε ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό σκηνικό. Οι μαζικές διαδηλώσεις των τελευταίων εβδομάδων, με πρωτοστάτες εκείνους που παραμένουν οικονομικά εκτεθειμένοι παρά την άνθηση της οικονομίας της χώρας, κατέδειξαν πόσο βαθιά αισθάνονται οι Βραζιλιάνοι το δικαίωμα να μιλήσουν εναντίον της κυβέρνησής τους.

Οι κινήσεις συμβιβασμού της προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ δείχνουν κάποια αναγνώριση της υποχρέωσης της κυβέρνησης να ακούσει τους πολίτες της. «Η Βραζιλία αγωνίστηκε πολύ για να γίνει μια δημοκρατική χώρα», είπε σε τηλεοπτική ομιλία της, δύο εβδομάδες πριν, «και αγωνίζεται πολύ για να γίνει ακόμη περισσότερο». Τρεις μέρες αργότερα, συναντήθηκε με τους ηγέτες των διαδηλώσεων και στη συνέχεια συζήτησε τα αιτήματά τους με τους τοπικούς κυβερνήτες και τους δημάρχους σε όλη την χώρα.

Παρά τη δύναμη της δημοκρατίας της, ωστόσο, η Βραζιλία έχει μείνει πίσω από πολλές άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής στην αντιμετώπιση του δικτατορικού της παρελθόντος. Μέχρι η Ρούσεφ να εγκαινιάσει μια επιτροπή έρευνας το 2012, η Βραζιλία ήταν μία από τις λίγες μετα-δικτατορικές χώρες της Λατινικής Αμερικής που δεν είχε ιδρύσει μια επιτροπή έρευνας ή δεν είχε προχωρήσει στη δίωξη πρώην αξιωματούχων τού καθεστώτος για τα εγκλήματά τους. Λέγεται ότι το Bailei προβαλλόταν στους κινηματογράφους της Βραζιλίας και στα λύκεια για 30 χρόνια. Οι εκπαιδευτικοί έχουν χρησιμοποιήσει το έργο για να διδάξουν στους μαθητές μια ιστορία που τα σχολεία σπάνια ανέφεραν.

Το Bailei αποκτά διαφορετική σημασία τώρα που η χώρα, η οποία κάποτε κυβερνιόταν από στρατιωτικούς, έχει στο τιμόνι της μια πρόεδρο η οποία βασανίστηκε όταν εναντιώθηκε στην εξουσία τους. Οι σημερινοί Βραζιλιάνοι φοιτητές έχουν γνωρίσει μόνο τη δημοκρατία. Αλλά οι ερωτήσεις στον πυρήνα τού Bailei -για το πότε να μιλήσουν, πώς, γιατί και σε ποιον - ηχούν εξίσου έντονα σήμερα.

«ΑΠΛΑ ΘΕΛΑΜΕ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ»

Στη δεκαετία του 1970 και του 1980, η νότια Βραζιλία ήταν το φυτώριο της μη βίαιης αντίστασης κατά της δικτατορίας που άγγιξε πολλές από τις ζωές νέων θεατρικών συγγραφέων. Ο Χερμές Μάντσιλα, ένα από τα αρχικά μέλη του καστ, μπήκε για πρώτη φορά στο θέατρο όταν ήταν οκτώ ετών. Πήγε να δει μια γειτόνισσα ηθοποιό, κι εκείνο που αντίκρυσε ήταν να την σέρνει από τη σκηνή η στρατιωτική αστυνομία. Αλλά όταν διδάχθηκε την πολιτική ιστορία τής Βραζιλίας στο σχολείο, δεν βρήκε καμία αναφορά στη βία που είχε δει με τα ίδια του τα μάτια.

«[Στο κολέγιο,] διαβάζαμε βιβλία ιστορίας, και πέφταμε σε ονόματα και γεγονότα που δεν μας λέγανε τίποτα», θυμάται η Μαρία ντο Κάντο, η οποία ήταν τότε παντρεμένη με τον Κόντε. Μαζί με τους συμμαθητές τους, Ρόχα, Ακούρσο, Μαντσίλα, Λουτσία Σέρπα και Ρεγκίνα Γκουλάρτ, δημιούργησαν ένα αυτοσχεδιαστικό θέατρο με τις δικές τους εμπειρίες και τη δική τους πολιτική ματιά. Οι έξι κύριοι χαρακτήρες του Bailei είναι παιδιά όταν ξεκινά η δικτατορία το 1964, έφηβοι όταν εντείνεται η καταστολή και ενήλικοι όταν το έργο τελειώνει.

«Ζούσαμε σε μια περίοδο κατά την οποία όλα λέγονταν χαμηλόφωνα», λέει η Κάντο - χαμηλόφωνα ή και καθόλου. Το Bailei γράφτηκε τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, κατά τη διάρκεια αυτού που ο ιστορικός Τζέιμς Γκριν αποκαλεί «επιστροφή στη δημοκρατία σε αργή κίνηση». Εκείνη την εποχή, όμως, δεν υπήρχε καμία βεβαιότητα ότι η δικτατορία θα τελείωνε. Ήταν ασφαλέστερο να ανεβάσει κάποιος ένα πολιτικά ευαίσθητο έργο το 1983 από ό, τι θα ήταν πριν από δέκα χρόνια, όταν η καταστολή ήταν πιο βάναυση και οι καλλιτέχνες συχνά συλλαμβάνονταν. Αλλά, παρέμενε μια εποχή επικίνδυνη για να λέγονται τέτοιες ιστορίες, εν μέρει επειδή ο στρατός ήταν ακόμα στην εξουσία κι εν μέρει επειδή οι ιστορίες ήταν τόσο ωμές.