Ακόμα και τα καλά πραξικοπήματα είναι κακά… | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ακόμα και τα καλά πραξικοπήματα είναι κακά…

Διδάγματα για την Αίγυπτο από τις Φιλιππίνες, τη Βενεζουέλα και άλλες χώρες
Περίληψη: 

Τα πρόσφατα γεγονότα στην Αίγυπτο δεν είναι σε καμία περίπτωση μοναδικά. Στην πραγματικότητα, μάλλον ταιριάζουν απόλυτα στην παράδοση των πραξικοπημάτων της κοινωνίας των πολιτών, τα οποία είναι συνήθη στις νέες δημοκρατίες. Δυστυχώς για την Αίγυπτο, αυτά τα πραξικοπήματα σπάνια, αν όχι ποτέ, δεν τελειώνουν καλά.

Ο OMAR ENCARNACIÓN είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Bard College.

Για να κατανοήσουμε την ταχεία και δραματική κατάρρευση του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου ηγέτη τής Αιγύπτου και το τι θα μπορούσε αυτό να προμηνύει για το μέλλον της χώρας, θα ήταν χρήσιμο αν είχαμε μια ευρεία συγκριτική θέαση των πραγμάτων. Ο τρόπος με τον οποίο ο στρατός της χώρας έριξε τον Μοχάμεντ Μόρσι, του κόμματος της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης που συνδέεται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Στην πραγματικότητα, ταιριάζει μάλλον απόλυτα στο μοντέλο ενός πραξικοπήματος της κοινωνίας των πολιτών, μια έννοια που περιέγραψα για πρώτη φορά σε ένα δοκίμιο του World Policy Journal, το 2002 [1], εξηγώντας τη σύντομη απομάκρυνση του Ούγκο Τσάβες από την εξουσία της Βενεζουέλας, από ένα συνασπισμό επιχειρηματικών, συνδικαλιστικών και άλλων ομάδων πολιτών. Διάφοροι μελετητές εφάρμοσαν εν συνεχεία την ιδέα σε άλλα πραξικοπήματα, όπως σε εκείνο στις Φιλιππίνες το 2001, στον Ισημερινό το 2002, στην Ταϊλάνδη το 2006 και στην Ονδούρα το 2009. Όλες αυτές οι περιπτώσεις δείχνουν ότι τα πραξικοπήματα της κοινωνίας πολιτών δεν είναι η διόρθωση υπέρ της δημοκρατίας όπως φιλοδοξούν, κάτι που φαίνεται να ισχύει και στην Αίγυπτο.

Τα πραξικοπήματα της κοινωνίας των πολιτών είναι ενδημικά στις νέες δημοκρατίες και συνεπάγονται την απομάκρυνση του εκλεγμένου ηγέτη από την εξουσία, μέσα από συνεχείς διαδηλώσεις, συνήθως με τη βοήθεια του στρατού. Πράγματι, η συνεργατική σχέση μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και του στρατού – χωρίς να είναι συνήθως γνωστό ότι ενεργούν σε συνεννόηση – είναι που διακρίνει ένα πραξικόπημα της κοινωνίας των πολιτών από ένα συνηθισμένο πραξικόπημα. Τις περισσότερες φορές, δικαιολογούν το πραξικόπημα με τον ισχυρισμό ότι προτίθενται να σώσουν τη δημοκρατία, κάτι που συνιστά παραδοξολογία δεδομένου ότι στην πραγματικότητα προσπαθούν να την ξεριζώσουν. Έτσι, η κοινωνία των πολιτών του Τοκβίλ (Alexis de Toqueville, Γάλλος πολιτικός διανοητής και ιστορικός, 1805 – 1859) μετατρέπεται σε κοινωνία αχρείων. Αντί να εργάζεται υπομονετικά και διακριτικά προς την βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας, αποδεικνύεται μισαλλόδοξη, ανήσυχη κι εχθρική, εξυφαίνοντας σχέδια για μια ξαφνική και ριζική πολιτική αλλαγή.

Στο αρχικό μου δοκίμιο για την απομάκρυνση του Τσάβες από την εξουσία, είχα εντοπίσει τρεις προϋποθέσεις για ένα πολιτικό πραξικόπημα της κοινωνίας των πολιτών. Η πρώτη είναι η άνοδος στην εξουσία ενός ηγέτη του οποίου η δημοκρατική δέσμευση είναι στην καλύτερη περίπτωση ύποπτη. Η δεύτερη είναι ένας πολιτικός μηχανισμός στελεχών που αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών για οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα, συνήθως λόγω της διαφθοράς, της ανικανότητας και της παραμέλησης των βασικών αναγκών της χώρας. Η τρίτη είναι η ανάδειξη της κοινωνίας των πολιτών - συνδικαλιστικές οργανώσεις, θρησκευτικές οργανώσεις και ομάδες πολιτών – και όχι η τυπική ανάπτυξη οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων (οι οποίες είτε έχουν διαλυθεί ή δεν είχαν ποτέ αναπτυχθεί πλήρως), ως η κύρια αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών είναι η εμφάνιση μιας εχθρικής σχέσης μεταξύ μιας ενισχυμένης κοινωνίας πολιτών και ενός απονομιμοποιημένου πολιτικού συστήματος, με φόντο τη γενικότερη κοινωνική δυσαρέσκεια και την κατάρρευση του Κράτους Δικαίου. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι διαφωνίες και οι πολιτικές κρίσεις λύνονται στους δρόμους και όχι μέσα από τη νομοθεσία.

Στην Αίγυπτο πραγματώθηκαν όλες αυτές οι συνθήκες. Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Μόρσι δεν έχασε χρόνο μέχρι να δείξει την αμφιθυμία του για τη δημοκρατία. Τον περασμένο Νοέμβριο, επιχείρησε να αποδώσει στον εαυτό του εξωδικαστικές εξουσίες που θα τον έθεταν ουσιαστικά υπεράνω του νόμου. Ισχυρίστηκε ότι χρειαζόταν αυτές τις εξουσίες για να απαλλαχθεί από ένα εχθρικό δικαστικό σώμα που εξακολουθεί να στελεχώνεται κυρίως από υποστηρικτές τού προηγούμενου καθεστώτος. Αλλά οι Αιγύπτιοι το είδαν απλούστατα ως κατάχρηση εξουσίας. Τον επόμενο μήνα, όταν ο Μόρσι προώθησε ένα νέο σύνταγμα που ανακαλούσε τα δικαιώματα των γυναικών και ενίσχυσε την εξουσία του στρατού, μεταξύ άλλων, πολλοί Αιγύπτιοι αισθάνθηκαν προδομένοι.

Το σύντομο χρονικό διάστημα του Μόρσι στην εξουσία αμαυρώθηκε επίσης από την οικονομική κρίση. Οι συνθήκες διαβίωσης στην Αίγυπτο είναι χειρότερες σήμερα από ό, τι ήταν υπό τον Μουμπάρακ. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, πριν από την επανάσταση, το 40% της χώρας ζούσε σε συνθήκες φτώχειας. Τώρα, ζει έτσι το 50%. Και στις εβδομάδες που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος, η οξεία έλλειψη τροφίμων, καυσίμων και άλλων βασικών αναγκών ερχόταν κατά κύματα. Βέβαια, ο Μόρσι κληρονόμησε μια πολύ προβληματική οικονομία. Όπως το έθεσε ο Ιμπραήμ Σαΐφ, οικονομολόγος του Carnegie Endowment, η επανάσταση άφησε «ένα εχθρικό περιβάλλον για τις επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα» που τροφοδοτήθηκε από τον πιθανό κίνδυνο της απαλλοτρίωσης, ενώ επίσης δημιούργησε προβλήματα «στην φορολογία, στην επιβολή αυστηρότερων κανόνων, στις εξαγωγές και τις επιδοτήσεις στην παραγωγή, και κατέστησε υψηλότερο το κόστος των συναλλαγών που συνδέονται με την γραφειοκρατία». Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οι πολιτικές του Μόρσι επιδείνωσαν την πολιτική αστάθεια και την αβεβαιότητα. Αυτό, με τη σειρά του, κατέστησε σχεδόν αδύνατο να αποκατασταθεί ο άλλοτε δυναμικός τομέας του τουρισμού, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να πεισθούν οι διεθνείς χορηγοί, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα ότι η νέα δημοκρατία ήταν σε σταθερή βάση.