Η «μέση λύση» για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η «μέση λύση» για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας

Οι προσεγγίσεις K. Καραμανλή και A. Παπανδρέου στον θεσμό και οι σημερινές ανάγκες

Αξίζει να σημειωθεί, εν προκειμένω, ότι η αφαίρεση των προεδρικών «υπερεξουσιών» το 1986 δεν συνοδεύτηκε (και) με την αλλοίωση του τρόπου ανάδειξης και της διαδικασίας εκλογής του ρυθμιστή του πολιτεύματος. Διαφορετικά το αξίωμα αυτό ίσως δεν θα κατέληγε παρά «μια αδειανή πολυθρόνα», όπως επεσήμαινε ο Αρ. Μάνεσης.

Από την άλλη πλευρά, η εναλλακτική πρόταση που διατυπώθηκε στον χώρο της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης (Νέα Δημοκρατία) για την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα, χωρίς να διαλύεται αναγκαστικά η Βουλή, απορρίφθηκε αναφανδόν από την τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία (ΠΑΣΟΚ) με το επιχείρημα ότι έτσι θα αλλοιωνόταν η μορφή του πολιτεύματος.

Μολονότι ο φόβος αυτός είναι υπερβολικός, η άμεση εκλογή του αρχηγού του κράτους, αν γινόταν αποδεκτή ως μέθοδος ανάδειξής του, είναι εύλογο ότι θα έπρεπε να συνοδεύεται από μερική, τουλάχιστον, ενίσχυση των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του. Ίσως όχι στην έκταση της προ του 1986 καταστάσεως, αλλά πάντως σε περισσότερα και ουσιαστικότερα σημεία.

Τελικά, εκείνο όπου συνέβη υπό τις συγκεκριμένες τότε συνθήκες (κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001) δεν ήταν παρά μια «παθητική» αντίδραση: ούτε η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας μεταβλήθηκε, ούτε οι ρυθμιστικές του αρμοδιότητες διευρύνθηκαν. Μολονότι τούτο είναι το μικρότερο κακό από όσα θα μπορούσαν να συμβούν, δεν είναι όμως και το καλύτερο δυνατόν για τη διαμόρφωση μεγαλύτερης θεσμικής ισορροπίας στο πολίτευμα.

ΘΕΣΜΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

Μια «μέση λύση», η οποία θα συνέβαλλε στη μεγαλύτερη εξισορρόπηση των συντεταγμένων θεσμών και οργάνων της Πολιτείας και τη βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας, θα μπορούσε ίσως να αναζητηθεί προς την κατεύθυνση, αφενός, της μερικής ενίσχυσης των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας και, αφετέρου, της υιοθέτησης ενός «μικτού» συστήματος εκλογής του.
Ειδικότερα, δεν θα μειωνόταν η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, εάν αναγνωριζόταν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η δυνατότητα να συγκαλεί με δική του πρωτοβουλία διάσκεψη των αρχηγών των κομμάτων σε περίπτωση σοβαρής εθνικής κρίσης ή διακύβευσης κρίσιμων εθνικών συμφερόντων. Ούτε θα ήταν υπερβολή να δοθεί σε αυτόν η δυνατότητα να απευθύνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, διάγγελμα προς τον λαό μετά από γνώμη (απλή, όχι σύμφωνη) του Πρωθυπουργού [5].
Εξάλλου, ως προς τη διαδικασία της εκλογής του, δεν θα αλλοίωνε τη μορφή του πολιτεύματος η πρόβλεψη ότι, εάν δεν κατάφερνε η εκάστοτε θητεύουσα Βουλή να εκλέξει Πρόεδρο με την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, τότε και μόνο τότε θα μπορούσε αυτός να εκλέγεται απευθείας από το εκλογικό σώμα, δίχως να διαλύεται η Βουλή και να προκηρύσσονται γενικές εκλογές.

Η «ΜΕΣΗ ΛΥΣΗ»

Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι οι συνθήκες έχουν ωριμάσει ώστε κατά την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση να υπάρξει σχετική διόρθωση ως προς τον καθορισμό των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του αρχηγού του Κράτους, αλλά και τον τρόπο εκλογής του. Ειδικότερα, παρέχεται η ευκαιρία διαμόρφωσης μιας «μέσης λύσης» μεταξύ του συστήματος των «υπερεξουσιών» (Σύνταγμα 1975) και αυτού της «αδειανής καρέκλας» (Σύνταγμα 1986) επιφέροντας μεγαλύτερη θεσμική ισορροπία στη λειτουργία του πολιτεύματος (και δίχως να μεταβάλλεται η φυσιογνωμία του συστήματος της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας προς αμιγώς «προεδρικές» κατευθύνσεις και επιλογές).
Καταρχάς, ως προς την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 32 του Συντάγματος, θα μπορούσε να υιοθετηθεί μια λιγότερο περίπλοκη διαδικασία από αυτή που ορίζεται στην παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου, ούτως ώστε να αποφεύγεται αφενός μεν η διάλυση της Βουλής – που αποτελεί μια μάλλον ακραία επιλογή – αφετέρου δε η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από την εκάστοτε θητεύουσα Βουλή – που αποτελεί εξίσου ακραία λύση. Μια ενδιάμεση λύση, η οποία αντιστοιχεί και στον ρυθμιστικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας ως εγγυητή της εξισορρόπησης των εξουσιών της Πολιτείας, θα ήταν η πρόβλεψη για την άμεση εκλογή του από το εκλογικό σώμα, αν αποβεί άκαρπη και η τρίτη ψηφοφορία.

Οπότε, η σχετική διάταξη του άρθρου 32 παράγραφος 4 του Συντάγματος θα μπορούσε να προσλάβει την ακόλουθη μορφή: «Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη αυτή πλειοψηφία, προκηρύσσονται εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας από το ίδιο το εκλογικό σώμα. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας».
Εξάλλου, η μερική, έστω, ενίσχυση των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, «ώστε η (μία) εξουσία να αναχαιτίζει την (άλλη) εξουσία», κατά τη σχετική απόφανση του Μοντεσκιέ, μπορεί να περιλαμβάνει τη δυνατότητα αφενός μεν να συγκαλεί διάσκεψη των αρχηγών των κομμάτων υπό την προεδρία του για την αντιμετώπιση σοβαρών θεμάτων εθνικής σημασίας [6], αφετέρου δε να απευθύνει προς τον Λαό διάγγελμα και δίχως την προϋπόθεση της σύμφωνης γνώμης της Κυβέρνησης [7].

Με τον τρόπο αυτό εκτιμάται ότι το πολίτευμα θα αποκτήσει τα αναγκαία θεσμικά αντίβαρα όσον αφορά στον προεδρικό θεσμό, κάτι που αναμένεται ότι θα ενισχύσει την ποιότητα της δημοκρατίας χωρίς να μειώνει την αποτελεσματικότητα και τη λειτουργικότητά της. Κοντολογίς, η προτεινόμενη «μέση λύση» αποκαθιστά τον ρυθμιστικό χαρακτήρα του προεδρικού θεσμού σε υψηλότερο επίπεδο από τη «λύση Παπανδρέου» αν και σε χαμηλότερο επίπεδο από τη «λύση Καραμανλή». Ίσως είναι όμως, το καταλληλότερο επίπεδο που προσιδιάζει στο σύστημα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που διαμορφώθηκε με το Σύνταγμα του 1975 και με βάση την πολιτική και ιστορική εμπειρία που αποκτήθηκε έκτοτε στο πλαίσιο λειτουργίας της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.