Ο μύθος του παντοδύναμου κεντρικού τραπεζίτη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο μύθος του παντοδύναμου κεντρικού τραπεζίτη

Η νομισματική πολιτική και τα όριά της

Ο λόγος για όλη αυτή την διαφωνία είναι ότι οι μακροοικονομικές προβλέψεις δεν είναι μόνο εγγενώς ασαφείς, αλλά και κάπως επικριτικές. Οι κεντρικές τράπεζες δεν διαθέτουν μοντέλα που απλώς εξάγουν προβλέψεις. Ευτυχώς, ο Irwin περιγράφει λεπτομερώς τις διαδικασίες με τις οποίες πραγματοποιούνται οι προβλέψεις και οι συστάσεις από τις διάφορες τράπεζες, όπως η παραγωγή του Teal Book, το οποίο παρουσιάζει την αντίληψη των στελεχών της Federal Reserve και αποτελεί τη βάση για τις συζητήσεις τής Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς. Τέτοιες ασκήσεις βασισμένες σε οικονομικά μοντέλα είναι χρήσιμες ως σημείο εκκίνησης για συνομιλίες, επειδή αναγκάζουν τα μέλη της επιτροπής να διευκρινίσουν τις θέσεις τους και να προσδιορίσουν το πού διαφέρουν οι υποθέσεις τους. Και αξίζουν εύκολα τις χιλιάδες ώρες που χρειάζονται για να παραχθούν, δεδομένου ότι οι αναλύσεις μπορεί να βοηθήσουν την επιτροπή να επιλέξει τις καλύτερες πολιτικές. Αλλά, όπως ο Irwin απεικονίζει με ακρίβεια, οι προβλέψεις των στελεχών αποτελούν μόνο την αρχή της συζήτησης και σπάνια καθορίζουν τις αποφάσεις επί της πολιτικής.

Η άποψη που έχουν οι κεντρικοί τραπεζίτες για τις εθνικές και τις παγκόσμιες οικονομίες είναι μερική, συχνά παραπλανητική, και συνεχώς μεταβαλλόμενη. Σημαντικά οικονομικά στοιχεία καταγράφονται με κάποια χρονική υστέρηση, και τα στοιχεία υπόκεινται σε ριζικές αναθεωρήσεις πολύ καιρό αφότου πρέπει να λαμβάνονται οι αποφάσεις. Επιπλέον, από τη στιγμή που λαμβάνονται οι αποφάσεις, η νομισματική πολιτική μπορεί να πάρει ένα ή δύο χρόνια για να έχει πλήρη επίπτωση – τυπικά, αρκετά μετά τους δυο επόμενους γύρους αποφάσεων που έχουν ήδη οριστικοποιηθεί. Λαμβάνοντας υπόψη όλους τους άλλους παράγοντες που παίζουν ρόλο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθεί ακόμα και εκ των υστέρων ο αντίκτυπος της νομισματικής πολιτικής σε μια οικονομία. (Αυτός είναι ο λόγος που οι Thomas Sargent και Christopher Sims κέρδισαν το βραβείο Νόμπελ στα Οικονομικά το 2011 για τη συμβολή τους «στον προσδιορισμό των επιδράσεων των σοκ της νομισματικής πολιτικής»). Στην πραγματικότητα, οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν σχεδόν καμία εμπιστευτική πληροφορία στην οποία οι αγορές ή και τα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν πρόσβαση - εκτός από την γνώση τού πώς οι ίδιοι σκέφτονται σχετικά με τα δεδομένα.

Τελικά, βέβαια, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τα δεδομένα χωρίς να επιλέξουν ένα θεωρητικό πλαίσιο ως οδηγό τους, αλλά ακόμη και εδώ, η διαφωνία βασιλεύει δεδομένου ότι δεν υπάρχει ενιαία θεωρητική συναίνεση επί της μακροοικονομίας. Ο Irwin συλλαμβάνει πολύ όμορφα τις δυσκολίες τής πραγματοποίησης μακροοικονομικών εκτιμήσεων σε πραγματικό χρόνο στα κεφάλαια του βιβλίου του σχετικά με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στη δεκαετία του 1970 και την Τράπεζα της Ιαπωνίας στη δεκαετία του 1990. Άγχος, αγωνία και επιδείνωση αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της δουλειάς ενός κεντρικού τραπεζίτη. Το να είναι κανείς μέλος με δικαίωμα ψήφου σε μια επιτροπή νομισματικής πολιτικής είναι ένα σπάνιο προνόμιο, αλλά μπορεί και πρέπει να προκαλεί την διάνοιά του και το εγώ του.

ΟΙ ΕΚΛΕΓΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟΙ

Το βιβλίο «Οι Αλχημιστές» προσφέρει μια καλή εικόνα για το πώς η γενική πολιτική επηρεάζει την λήψη αποφάσεων νομισματικής πολιτικής: είναι πάντα εκεί στο παρασκήνιο, μερικές φορές αποσπά την προσοχή και επιβάλλει αλλαγές τακτικής, αλλά είναι αποφασιστική μόνο όταν ο πρόεδρος της επιτροπής θέλει να είναι. Άλλοι σχολιαστές έχουν εξάρει δίκαια την εξιστόρηση του Irwin για το πώς οι πρόεδροι της Federal Reserve Bank παρενέβησαν στις διαπραγματεύσεις για την νομοθεσία τής οικονομικής μεταρρύθμισης Dodd-Frank προκειμένου να σώσει το ρόλο της Fed όσον αφορά την εποπτεία επί των μικρότερων τραπεζών. Ωστόσο, η ιστορία αποκαλύπτει ότι οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ελήφθησαν εκεί όπου οδηγούσε η εμπεριστατωμένη συζήτηση. Δηλαδή, δεν είχαν τροποποιηθεί για να προκαταλάβουν ενέργειες του Κογκρέσου σχετικά με τη διάρθρωση της Fed.

Τα πολιτικά ήταν κρίσιμα, όμως, στις σχέσεις της Τράπεζας της Αγγλίας το 2010 και της ΕΚΤ την περίοδο 2010-12. Κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων, οι ηγέτες των δύο κεντρικών τραπεζών επέλεξαν να διακινδυνεύσουν τη φήμη τους σε δημόσιες συζητήσεις για τα δημόσια ελλείμματα και τη δημοσιονομική πολιτική - κάτι που όπως δείχνει ο Irwin, ο Bernanke αποφεύγει προσεκτικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όταν η ΕΚΤ άλλαξε πρόεδρο το Νοέμβριο του 2011, από τον Jean-Claude Trichet στον Mario Draghi, οι αυξήσεις επιτοκίων που είχαν τεθεί σε ισχύ την προηγούμενη άνοιξη αντιστράφηκαν γρήγορα με περικοπές - παρά τη μεγαλύτερη πολιτική πίεση στον νεοεγκατεστημένο και Ιταλό Draghi από όση είχε υπάρξει στον Γάλλο Trichet για να τηρήσει την αντιπληθωριστική γραμμή της Γερμανίας.

Ο Irwin ξοδεύει έξυπνα πολλά από τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου του, ιδιαίτερα αυτά που ασχολούνται με την κρίση του ευρώ, με την αλληλεπίδραση μεταξύ της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής (καθώς και την ευρύτερη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους εκλεγμένους πολιτικούς και τους μη εκλεγμένους κεντρικούς τραπεζίτες). Αυτή η δύσκολη δυναμική παραμένει μείζον θέμα σήμερα και θέμα μεγάλης ανησυχίας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ορισμένοι ανησυχούν ότι η Federal Reserve κάνει πάρα πολλά και καλύπτει το Κογκρέσο και την κυβέρνηση Ομπάμα για τις αποτυχίες επί του προϋπολογισμού, ενώ στην Ευρώπη, κάποιοι φοβούνται ότι η ΕΚΤ σφετερίζεται τη δημοκρατία με την επιβολή λιτότητας υπερκεράζοντας εκλεγμένους αξιωματούχους.