Η πλάνη για το Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πλάνη για το Ιράν

Με το βλέμμα στην Δαμασκό, με την σκέψη στην Τεχεράνη
Περίληψη: 

Στο διάγγελμά του την Τρίτη, ο Ομπάμα υποστήριξε ότι μια αποτυχία να γίνει κάτι για τα χημικά όπλα της Συρίας θα ενθαρρύνει το Ιράν. Το επιχείρημα αυτό είναι επιφανειακά συναρπαστικό και πολιτικά ελκυστικό. Συμβαίνει επίσης να είναι λάθος.

Η SUZANNE MALONEY είναι βασική συνεργάτις στο Κέντρο Saban για την πολιτική για την Μέση Ανατολή στο Ινστιτούτο Brookings.

Το Ιράν δεσπόζει στη συζήτηση για το πώς να απαντηθεί η επίθεση με χημικά όπλα που έγινε την 21η Αυγούστου και άφησε νεκρούς εκατοντάδες αμάχους. Για τους υποστηρικτές μιας ισχυρής αμερικανικής απάντησης, τα χτυπήματα θα χρησιμοποιηθούν ως αποτρεπτικός μοχλός προς το Ιράν όσο και ως τιμωρία για το καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ. «Μια αποτυχία να σταθούμε ενάντια στη χρήση χημικών όπλων», έλεγε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα στο διάγγελμά του προς την χώρα την Τρίτη, «θα εξασθενούσε τις απαγορεύσεις εναντίον άλλων όπλων μαζικής καταστροφής και θα αποθράσυνε τον σύμμαχο του Άσαντ, το Ιράν, το οποίο θα πρέπει να αποφασίσει αν θα αγνοήσει το διεθνές δίκαιο μέσω της κατασκευής ενός πυρηνικού όπλου ή θα πάρει μια πιο ειρηνική πορεία». Εν τω μεταξύ, η Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Σούζαν Ράις και ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι έχουν αμφότεροι εστιάσει όλο και περισσότερο στο Ιράν στην δημόσια υποστήριξή τους για ένα χτύπημα των ΗΠΑ στη Συρία.

Σύμφωνα με την άποψη αυτή, μια αποτυχία να επιβληθεί με αυστηρότητα η «κόκκινη γραμμή» τής Ουάσιγκτον σχετικά με την χρήση χημικών όπλων θα ισοδυναμούσε με το κούνημα της λευκής σημαίας προς την Τεχεράνη. Κάποιοι θα το πάνε τόσο μακριά ώστε να πουν ότι η επιλογή τού ρωσικού σχεδίου – να παραδοθούν στην διεθνή κοινότητα τα χημικά όπλα της Συρίας - θα σημάνει το ίδιο, δεδομένου του βαθέος σκεπτικισμού για τις ρωσικές προθέσεις και τις διεθνείς επιθεωρήσεις γενικότερα. Θα δώσει το σήμα στην ηγεσία του Ιράν ότι τα αμερικανικά τελεσίγραφα είναι ανίσχυρα και ότι η λαϊκή αποστροφή προς άλλη μια στρατιωτική εμπλοκή στην Μέση Ανατολή τελικά σημαίνει ότι η Ισλαμική Δημοκρατία μπορεί να την γλιτώσει αψηφώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η διασύνδεση που κάνει η Ουάσιγκτον μεταξύ τού Ιράν και της Συρίας δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως έκπληξη: Είναι εκ πρώτης όψεως συναρπαστική και πολιτικά ελκυστική. Συμβαίνει επίσης να είναι λάθος.

Για δεκαετίες, το μπααθικό καθεστώς τής Συρίας υποστήριζε την μοναχική ιδιότητά του ως του μοναδικού συμμάχου της Ισλαμικής Δημοκρατίας στον αραβικό κόσμο. Ο Άσαντ δεν έκανε άλλο από το να ενισχύει αυτούς τους δεσμούς. Το Ιράν, επίσης, μετρά σε μεγάλο βαθμό στη σκέψη ενός Αμερικανού προέδρου ο οποίος έχει δεσμευτεί προσωπικά για την μη διάδοση (στμ: των όπλων μαζικής καταστροφής, όπως τα πυρηνικά) ως κεντρικό στοιχείο της κληρονομιάς του.

Η εστίαση στο Ιράν έχει άλλο ένα πλεονέκτημα, επίσης: Το Ιράν προκαλεί έναν ασυνήθιστο υψηλό βαθμό δικομματικής συνεργασίας σε μια ιδιαίτερα διασπασμένη και πολωμένη Ουάσιγκτον. Ο Stephen Hadley, ο οποίος υπηρέτησε ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας τού George W. Μπους, υποστήριξε στην Washington Post ότι μια αποτυχία να χτυπηθεί η Συρία θα αποτελέσει στοιχείο κοροϊδίας για την αποφασιστικότητα της Αμερικής [1] να αποτρέψει μια ιρανική πυρηνική ικανότητα. Και ο Dennis Ross, ο οποίος έχει υπηρετήσει ως απεσταλμένος για την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή από δύο προέδρους των ΗΠΑ και από τα δύο κόμματα, προχώρησε τον ισχυρισμό ότι οι Ιρανοί υποστηρικτές τής διπλωματίας χρειάζονται ένα αμερικανικό χτύπημα [2] στην Συρία για να διευκολύνουν μια διπλωματική επίλυση της ιρανικής πυρηνικής κρίσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία, λοιπόν, ότι καθώς ο σκεπτικισμός τής κοινής γνώμης και του Κογκρέσου σχετικά με την εμπλοκή των ΗΠΑ στη Συρία έχει αυξηθεί, το Ιράν παίρνει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο επιχείρημα τής κυβέρνησης Ομπάμα.

Υπάρχει μόνο ένα θέμα: η σκέψη ότι ένα χτύπημα στη Συρία θα στείλει μήνυμα προς το Ιράν αποτελεί θεμελιώδη παρανόηση της ιρανικής ψυχής. Το να γίνει κάτι στη Συρία μπορεί να έχει νόημα επί της ουσίας, ειδικά αν αυτό θα βοηθήσει στην επίλυση του εμφυλίου πολέμου. Αλλά το να χρησιμοποιηθεί το Ιράν ως δικαιολογία θα ήταν υποκριτικό, ακόμη και επικίνδυνο. Θα ήταν σχεδόν τόσο ανεύθυνο όσο οι χαλκευμένες πληροφορίες που ο προκάτοχος του Ομπάμα χρησιμοποίησε για να συγκεντρώσει υποστήριξη για τον πόλεμο στο Ιράκ πριν από μια δεκαετία.

Η στρατηγική προοπτική τής Τεχεράνης έχει όντως γνώση για τις αμερικανικές αντιδράσεις στη χρήση χημικών όπλων. Ωστόσο, το σχετικό προηγούμενο δεν έγκειται στα πρόσφατα γεγονότα στη Συρία αλλά και στην ιστορία τής εμπλοκής των ΗΠΑ (ή την έλλειψη της εμπλοκής) στο Ιράκ. Καλώς ή κακώς, η άποψη του Ιράν επί του διεθνούς δικαίου και των κανόνων σχετικά με τα όπλα μαζικής καταστροφής αποκρυσταλλώθηκε στη δεκαετία τού 1980, όταν η διεθνής κοινότητα μόλις που μπήκε στον κόπο να διαμαρτυρηθεί για την χρήση χημικών όπλων από τον Σαντάμ Χουσεΐν εναντίον του λαού του, καθώς και στο πεδίο τής μάχης με το Ιράν. Η Δύση ρητά και σκόπιμα κοίταζε από την άλλη μεριά, και σε ορισμένες περιπτώσεις διευκόλυνε αυτή την βαρβαρότητα. Για το Ιράν, εκείνη ήταν μια διαμορφωτική εμπειρία που έδωσε σχήμα στην Χομπεσιανή προσέγγισή της (στμ: η αναφορά παραπέμπει στον Άγγλο φιλόσοφο και πολιτικό θεωρητικό Τόμας Χόμπες, 1588-1679) για τον κόσμο και τις αλληλεπιδράσεις του με τις παγκόσμιες δυνάμεις και τους διεθνείς οργανισμούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη. Όπως μια σκληροπυρηνική ιρανική εφημερίδα έγραψε πριν από μερικά χρόνια, «Ο κόσμος μας δεν είναι δίκαιος και ο καθένας παίρνει τόση ισχύ όση μπορεί, όχι από την δύναμη της λογικής του ή την προσαρμογή των επιθυμών του προς τους διεθνείς νόμους, αλλά από τον εκφοβισμό που ασκεί».