Το πλεονέκτημα μιας δίκης στην Λιβύη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πλεονέκτημα μιας δίκης στην Λιβύη

Γιατί το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει την υπόθεση Καντάφι
Περίληψη: 

Παρά τις διαμαρτυρίες από τη Λιβύη, η απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου να δικάσει τον Σαΐφ αλ-Ισλάμ, γιο τού Λίβυου δικτάτορα Μουαμάρ αλ-Καντάφι, μπορεί να φαίνεται ότι προσφέρει μια ευκαιρία για πραγματική δικαιοσύνη. Δεν ισχύει.

Ο TIMOTHY WILLIAM WATERS είναι Καθηγητής Δικαίου στη Νομική Σχολή Maurer στο Πανεπιστήμιο της Indiana. Ο ίδιος βοήθησε να προετοιμαστεί το κατηγορητήριο του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς κι επιμελήθηκε έναν τόμο για αυτή την δίκη ο οποίος θα δημοσιευθεί τον Νοέμβριο από τον Oxford University Press.

Είναι πιθανόν, ο Σαΐφ αλ-Ισλάμ αλ-Καντάφι, ο γιος τού Λίβυου δικτάτορα Μουαμάρ αλ – Καντάφι, να οδηγηθεί σύντομα σε δίκη, όπως έχει επανειλημμένα υποσχεθεί η κυβέρνηση της Λιβύης. Αλλά πάλι, ίσως όχι: πριν από μερικές μέρες, η πολιτοφυλακή που κρατά τον αλ-Ισλάμ αρνήθηκε να τον παραδώσει στα δικαστήρια της Τρίπολης.

Η νομική δικαιοσύνη δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη στη Λιβύη αυτές τις μέρες, αν και η άλλη, η σκληρότερη, μερικές φορές είναι: οι δικηγόροι τού αλ-Ισλάμ έχουν προειδοποιήσει ότι ο πελάτης τους αντιμετωπίζει την θανατική ποινή ή ένα λιντσάρισμα, χωρίς να ακολουθείται η δέουσα διαδικασία είτε για το ένα είτε για το άλλο. Αυτός είναι ο λόγος που υποστηρίζουν την πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) να συνεχίσει τη δική του υπόθεση εναντίον του. Και αυτός είναι και ο λόγος που, παρά τις διαμαρτυρίες από τη Λιβύη, η απόφαση του δικαστηρίου τής Χάγης μπορεί να είναι ευπρόσδεκτη, παρέχοντας την ευκαιρία για μια πραγματική δίκη, σε ένα πραγματικό δικαστήριο με πλήρως διασφαλισμένες διαδικασίες.

Αλλά αυτό δεν ισχύει, και οι λόγοι για τους οποίους δεν ισχύει, θα πρέπει να μας κάνουν να καταλάβουμε τους κινδύνους της ποινικοποίησης της παγκόσμιας πολιτικής, ιδιαίτερα σε κράτη και κοινωνίες που βρίσκονται σε κίνδυνο.

Στον Σαΐφ αλ-Ισλάμ, ο οποίος ηγήθηκε της βίαιης αντίστασης στην επανάσταση του 2011, απευθύνθηκαν κατηγορίες [1], αφότου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ παρέπεμψε την υπόθεσή του στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, μεσούντος του πολέμου που ανέτρεψε το καθεστώς τού πατέρα του. Συνελήφθη από την πολιτοφυλακή που έδρευε στην λιβυκή πόλη, Ζιντάν, όπου και κρατείται έκτοτε, χωρίς να έχει εκεί πρόσβαση το λιβυκό κράτος και η Χάγη (ο ίδιος εμφανίστηκε πρόσφατα [2] ενώπιον δικαστηρίου στο Ζιντάν με άσχετες κατηγορίες, αλλά η υπόθεση αναβλήθηκε μέχρι τον Δεκέμβριο).

Η βάση για την απόφαση του ΔΠΔ να συνεχίσει με τη δική του υπόθεση ήταν η αδυναμία τής Λιβύης να δικάσει τον αλ-Ισλάμ. Σαφώς, η έλλειψη ικανότητας των λιβυκών δικαστηρίων είναι αναμφισβήτητη – ανταποκρίνονται σχεδόν πλήρως στο πρότυπο του Δικαστηρίου τής Χάγης που απαιτεί μια «πλήρη ή ουσιαστική κατάρρευση ή μη διαθεσιμότητα του εθνικού συστήματος δικαιοσύνης» για να δεχτεί να αναλάβει μια υπόθεση.

Αλλά, είναι η ανικανότητα αρκετά καλός λόγος για να αναλάβει την υπόθεση της Λιβύης εναντίον τού αλ-Ισλάμ; Το ερώτημα αν η υπόθεση αλ - Ισλάμ πληροί τις τεχνικές απαιτήσεις τής δικαιοδοσίας του ΔΠΔ δεν έχει νόημα. Αν το δικαστικό σύστημα της χώρας είναι τόσο προβληματικό - και είναι -, τότε ο υπόλοιπος κόσμος θα πρέπει να κοιτάξει να διορθώσει τα δικαστήρια τής Λιβύης, τις φυλακές και τα αστυνομικά τμήματα, αντί να προσβλέπει σε μια δίκη στη Χάγη που δεν θα κάνει τίποτα για την αντιμετώπιση των βαθύτερων προβλημάτων τής Λιβύης.

ΠΡΟΘΥΜΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ

Αξίζει να εξετάσει κανείς τους λόγους για τους οποίους το δικαστήριο κράτησε την υπόθεση στη δικαιοδοσία του. Είναι μια άσκηση σε έναν αφηρημένο διεθνισμό: δικαιοσύνη προς χάρη τής Χάγης.

Ένα μεγάλο μέρος τής πρόσφατης 91σέλιδης απόφασης του ΔΠΔ [3] είναι αφιερωμένο στην εξέταση του αν η υπόθεση της Λιβύης εναντίον τού αλ - Ισλάμ είναι «ουσιωδώς ίδια» με εκείνη του ΔΠΔ. Το ΔΠΔ έχει συμπληρωματική αρμοδιότητα, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να παρέμβει μόνο αν ένα κράτος είναι ανίκανο ή απρόθυμο να δικάσει κάποιον. Αλλά μόλις μια υπόθεση έρχεται στην δικαιοδοσία τού ΔΠΔ, το δικαστήριο υψώνει τον πήχη. Λέει κυρίως σε χώρες όπως η Λιβύη, «Έχουμε τώρα μια υπόθεση, οπότε αν θέλετε να την πάρετε πίσω, η δική σας πρέπει να είναι ουσιωδώς ίδια».

Αυτό είναι ένα δόγμα που διαβάζεται και ανάποδα. Το ότι χάνεται σε ελέγχους ομοιότητας είναι η προφανής απόδειξη ότι το ΔΠΔ ήταν εξαρχής, υποτίθεται, προορισμένο να αποτελέσει δικλείδα ασφαλείας για αποτυχημένες, ψεύτικες ή μη δικαιολογημένες διώξεις. Είναι το ΔΠΔ που πρέπει να αποδείξει την αναγκαιότητα των παρεμβάσεων του, όχι το αντίστροφο. Αλλά δεν είναι αυτός ο τρόπος να επιχειρηματολογήσουν οι θεσμοί όταν έχουν μια υπόθεση στα συρτάρια τους και αγωνιούν για την έκβασή της.

Η λιβυκή υπόθεση διαφέρει για βάσιμους λόγους: οι κατηγορίες τού ΔΠΔ καλύπτουν μόνο ένα περιορισμένο φάσμα εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν μετά τον Φεβρουάριο του 2011. Η υπόθεση της Λιβύης καλύπτει ευρύτερα χρονικά όρια και θέματα, όπως «υποκίνηση σε εμφύλιο πόλεμο» και οικονομικά εγκλήματα, σε μια δίκη που περιλαμβάνει ακόμη 37 αξιωματούχους τού πρώην καθεστώτος. Επικεντρώνοντας αποκλειστικά στο πόσο ταιριάζουν οι λιβυκές έρευνες με τις δικές του, το ΔΠΔ αδυνατεί να κατανοήσει την σημασία που έχει για τους Λίβυους η διεξαγωγή μιας δίκης η οποία θα αποκαλύπτει το πλήρες φάσμα των ζημιών που προκλήθηκαν από την φατρία τού Καντάφι για πάνω από 40 χρόνια. Αντ' αυτού, το ΔΠΔ πράττει, και στη συνέχεια κοιτάζει να δει αν η Λιβύη το έχει αντιγράψει αρκετά καλά.

Το συμπέρασμα είναι ότι η Λιβύη δεν πρέπει να μιμηθεί μόνο την δίκη τού ΔΠΔ, αλλά και να μεταρρυθμίσει ολόκληρο το σύστημά της ώστε να πληροί τα πρότυπα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Η απόφαση του δικαστηρίου, απηχώντας αναλύσεις οργανώσεων σαν την Διεθνή Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διανθίστηκε με (ακριβείς) επικρίσεις ως προς τη νομική διαδικασία στην Λιβύη: δυσκολίες στην εξασφάλιση συνηγόρου, κατηγορίες για βασανιστήρια [4] (όπως καταγράφονται λεπτομερώς σε μια νέα έκθεση των Ηνωμένων Εθνών [5]) και εφαρμογές τού νόμου τής σαρία ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ειδικότερα, το δικαστήριο φαίνεται να επιμένει πολύ στο γεγονός ότι η Λιβύη δεν έχει αντιμετωπίσει ισότιμα τους νικητές επαναστάτες και τα πρώην μέλη τού ηττημένου καθεστώτος. Και οι ανησυχίες σχετικά με τη θανατική ποινή διατρέχουν την υπόθεση σαν μια ανατριχίλα.