Η Ελλάδα θύμα τής λιτότητας ή της «ολλανδικής ασθένειας»; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα θύμα τής λιτότητας ή της «ολλανδικής ασθένειας»;

Τι αποκαλύπτει η διάκριση μεταξύ διεθνώς «εμπορευσίμων» και «μη-εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών

Η δεύτερη περίπτωση είναι διαφορετική. Αφορά τις χώρες που δεν συναλλάσσονται επί τη βάσει ενός δικού τους εθνικού νομίσματος διότι είναι μέλη μιας νομισματικής ενώσεως και συνεπώς δεν μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Εάν, για κακή τους τύχη, είναι μικρές οικονομίες, δεν διαθέτουν ούτε και την δυνατότητα να επηρεάσουν την νομισματική πολιτική της νομισματικής ένωσης, αφού αυτή «ζυγοσταθμίζεται» και εφαρμόζεται από την Κεντρική Τράπεζα με βάση κάποιους μέσους όρους στην διαμόρφωση των οποίων η συνεισφορά των μεγάλων οικονομιών -οι οποίες πιθανόν να διέρχονται διαφορετική φάση του επιχειρηματικού κύκλου τους απ’ ότι η μικρή οικονομία - έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος.

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2000-2009

Όταν η Ελλάδα συνδέθηκε με την ζώνη του ευρώ, το έτος 2000, ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας [2], αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ. Επρόκειτο για ένα πολύ χαμηλό ποσοστό - το χαμηλότερο στην ΕΕ των 15 την στιγμή εκείνη. Εν τούτοις, αντί για ένα πολύ υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας που θα μπορούσε να εξηγήσει το χαμηλότατο ποσοστό εμπορευσίμων, η Ελλάδα είχε επίσης και την χαμηλότερη παραγωγικότητα του μεταποιητικού τομέα στην ΕΕ των 15 (βλ. Manganelli, 2000). Επιπλέον, η αδυναμία της Ελλάδας όσον αφορά τα εμπορεύσιμα ήταν εμφανής και στην αδυναμία της να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές της ανάγκες με μια αντίστοιχη εγχώρια παραγωγή. Το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίαζαν, αμφότερα, σημαντικά ελλείμματα (τα οποία για το 2000 ήταν -9,5% και -11,2% του ΑΕΠ αντιστοίχως). Η ισχνότητα του τομέως των διεθνώς εμπορευσίμων τής ελληνικής οικονομίας, κατά συνέπεια, δεν ήταν αποτέλεσμα υψηλής παραγωγικότητας αλλά μιας, γνωστής από καιρό, διαρθρωτικής της αδυναμίας. Υπό το πρίσμα αυτό η διαδικασία της σύγκλισης στο ξεκίνημα της ευρωζώνης, τουλάχιστον όσον αφορά την Ελλάδα, δεν γινόταν κατανοητή ως μια πορεία προς ακόμη λιγότερα εμπορεύσιμα αλλά, αντιθέτως, ως μια πορεία προς έναν πιο ρωμαλέο τομέα διεθνώς εμπορευσίμων και, γενικότερα, ως μια πορεία προς μια πιο ισορροπημένη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.

Τι συνέβη έκτοτε; Το 2009, όταν κατέστη εμφανές ότι η ελληνική οικονομία κατέρρεε, ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων είχε συρρικνωθεί στο 20,5% του ΑΕΠ. Και εγείρεται το ερώτημα: συνδέεται η συρρίκνωση αυτή, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, με την αποτυχία της ελληνικής οικονομίας; Ή μήπως είναι κάτι εντελώς άσχετο, και αποτελεί απλώς φυσικό αποτέλεσμα της βελτίωσης του επιπέδου της παραγωγικότητάς της, σύμφωνα και με τις προδιαγραφές της οικονομικής θεωρίας, χωρίς καθόλου να συναρτάται με την καταβύθιση του επιπέδου του εισοδήματος και με την σοβαρότατη διαρθρωτική κατάρρευση η οποία ήδη διανύει το έκτο της έτος;

Σύμφωνα με μια ορισμένη αφήγηση, σωστή απάντηση είναι η δεύτερη: η τρέχουσα κρίση είναι ασυσχέτιστη με τους διαρθρωτικούς μετασχηματισμούς που έλαβαν χώρα στην ελληνική οικονομία τα προηγούμενα έτη. Αποτελεί, απλώς, προϊόν λανθασμένων χειρισμών εκ μέρους της τριμερούς (βλ. τρόικα: ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ), η οποία εφάρμοσε μια λανθασμένης συλλήψεως συσταλτική δημοσιονομική πολιτική σε υφεσιακές συνθήκες. Παρά δε το γεγονός ότι η αφήγηση αυτή δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με διαρθρωτικά θέματα (διότι πιστεύει ότι μόνο οι «ροές» έχουν σημασία στην οικονομία και όχι τα «αποθέματα»), μπορούμε να υποθέσουμε ότι η επέκταση των ισχυρισμών της θα ήταν μια ερμηνεία στο πνεύμα του «αποτελέσματος Baumol»: καθώς η οικονομία της Ελλάδας αναπτυσσόταν, με ένα ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγικότητας ο οποίος εμετρείτο να είναι ανώτερος του μέσου ευρωζωνικού, ήταν απολύτως φυσικό ότι ο τομέας των εμπορευσίμων συρρικνωνόταν ενώ ο τομέας των μη-εμπορευσίμων διογκωνόταν. (Αυτό δηλαδή που είναι το κλασικό σύμπτωμα της «ασθένειας Baumol»). Είναι, όμως, η άποψη αυτή ορθή;

Για να απαντηθεί το ερώτημα αλλά και για να γίνει καλύτερα κατανοητή η εξέλιξη του τομέα των εμπορευσίμων στην διάρκεια της περιόδου 2000-2009, μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια επιπλέον διαίρεσή του σε δύο νέες υπο-κατηγορίες. Η πρώτη αποτελείται από εκείνα τα αγαθά τα οποία παράγονται με τεχνολογικές μεθόδους οι οποίες δεν βελτιώνονται δραματικά στο πέρασμα του χρόνου και, λιγότερο ή περισσότερο, ανήκουν στην πολιτισμική ή φυσική προικοδότηση της εθνικής οικονομίας. Η προσφορά τους και η τιμή τους δεν προσδιορίζονται κυρίως από την τεχνολογική εξέλιξη αλλά, μάλλον, από την παγκόσμια ζήτηση. Συνεπώς, η πορεία της καμπύλης προσφοράς τους είναι στενά συσχετισμένη με την τάση και την κυκλικότητα της παγκόσμιας οικονομίας. Αποκαλούμε τα αγαθά αυτά, αγαθά της «ολλανδικής ασθένειας». Στην εξεταζόμενη περίπτωση θεωρούμε ότι η υπο-κατηγορία αυτή της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνει τους κλάδους των ορυχείων, των διεθνών ναυτιλιακών μεταφορών και του τουρισμού - κλάδοι οι οποίοι κινούνται ακολουθώντας τον κύκλο της παγκόσμιας οικονομίας αλλά επίσης και την μακροχρόνια τάση της.

Δεύτερη υποκατηγορία είναι εκείνη η οποία παράγει αγαθά τα οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε «αγαθά Baumol». Αναφέρεται στους κλάδους όπου οι βελτιώσεις της παραγωγικότητας είναι κεφαλαιώδους σημασίας και όπου ο παραγωγός, προκειμένου να παραμείνει στην αγορά, πρέπει να λειτουργεί μονίμως πλησίον του «τεχνολογικού συνόρου». Αυτοί είναι οι μεταποιητικοί κλάδοι, αλλά επίσης και οι κλάδοι που σχετίζονται ποικιλοτρόπως με την πληροφορική και με τις υπηρεσίες τεχνολογικής αιχμής. Ο τομέας των «αγαθών Baumol», όπου το «μανθάνειν δια του πράττειν» είναι ο μόνος εφικτός τρόπος λειτουργίας, μπορεί να θεωρηθεί και το τμήμα εκείνο της οικονομίας στο οποίο είναι δυνατόν να εκτιμηθούν το σφρίγος και το επίπεδο της ενδογενούς αναπτυξιακής δυναμικής της.