Πώς το εμπάργκο πετρελαίου το 1973 έσωσε τον πλανήτη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς το εμπάργκο πετρελαίου το 1973 έσωσε τον πλανήτη

Ο ΟΠΕΚ έδωσε στον υπόλοιπο κόσμο την αρχική ώθηση για τον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής
Περίληψη: 

Η πετρελαϊκή κρίση τού 1973 έδωσε κατά λάθος στον κόσμο μια σωτήρια εναρκτήρια ώθηση στον αγώνα για να αποφύγει ή τουλάχιστον να μετριάσει την απειλή τής καταστροφικής κλιματικής αλλαγής.

Ο MICHAEL L. ROSS είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Λος Άντζελες και συγγραφέας τού The Curse Oil: How Petroleum Wealth Shapes the Development of Nations.

Αυτή την εβδομάδα κλείνουν σαράντα χρόνια από τότε που έξι παραγωγοί πετρελαίου στον Περσικό Κόλπο ψήφισαν την αύξηση της τιμής τού πετρελαίου κατά 70%. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο μηνών, τα αραβικά μέλη τού Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ ) μείωσαν την παραγωγή και σταμάτησαν τις αποστολές πετρελαίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες που υποστήριζαν το Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Μέχρι την στιγμή τής άρσης τού εμπάργκο, τον Μάρτιο του 1974, οι τιμές τού πετρελαίου είχαν σταθεροποιηθεί γύρω στα 12 δολάρια το βαρέλι - σχεδόν τέσσερις φορές πάνω από τις προ κρίσης τιμές. Το 1973, η πετρελαϊκή κρίση έμοιαζε με θρίαμβο για τον ΟΠΕΚ και καταστροφή για τον υπόλοιπο κόσμο. Ο ΟΠΕΚ απολάμβανε το «λαχείο» που είχε κερδίσει και τη νέα του γεωπολιτική επιρροή, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι εισαγωγείς πετρελαίου είχαν πληγεί από το πρωτοφανές κόστος των καυσίμων και την επώδυνη ύφεση.

Όμως, κατά την διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, η κατάσταση έχει αντιστραφεί: οι υψηλότερες τιμές τού πετρελαίου από τα κράτη του ΟΠΕΚ έχουν οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση της διαφθοράς, στασιμότητα και πολιτική καταπίεση. Στον υπόλοιπο κόσμο, το ακριβό πετρέλαιο προκάλεσε αύξηση των επενδύσεων σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας και δραστικές βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση. Η πετρελαϊκή κρίση τού 1973 αποτελεί μια, ακόμη μεγαλύτερη, ειρωνεία. Ο πανικός που προκάλεσε, οδήγησε σε σαρωτικές αλλαγές στην παγκόσμια ενεργειακή πολιτική, στην δεκαετία τού 1970 και του 1980, στο πλαίσιο τής προετοιμασίας για την επικείμενη εξάντληση των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, η οποία αποδείχθηκε ότι ήταν απατηλή. Η προσπάθεια να αποφευχθεί η υποτιθέμενη κρίση βοήθησε τις εκτός ΟΠΕΚ χώρες να αντιμετωπίσουν μια πραγματική κρίση, οδηγώντας σε εξοικονόμηση ενέργειας και σε επενδυτικές πολιτικές οι οποίες επέφεραν συμπτωματικά τεράστιες μειώσεις των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Τα μέλη τού ΟΠΕΚ που δημιούργησαν την κρίση τού πετρελαίου έδωσαν κατά λάθος στον υπόλοιπο κόσμο μια σωτήρια αρχική ώθηση στον αγώνα για να αποφύγει ή τουλάχιστον να μετριάσει την απειλή τής καταστροφικής κλιματικής αλλαγής.

Η ΠΑΥΣΗ ΣΤΗΝ ΡΟΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ

Η πετρελαϊκή κρίση τού 1973 συγκλόνισε τους περισσότερους Αμερικανούς, γιατί ήταν μια αμφισβήτηση της αυξανόμενης ευημερίας τής μεταπολεμικής εποχής, η οποία χτίστηκε σε έναν ωκεανό φθηνής ενέργειας. Από το τέλος τού Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η πραγματική τιμή τού πετρελαίου μειωνόταν σταθερά. Ένα βαρέλι αργού κόστιζε λιγότερο το 1970 από ό,τι σε οποιαδήποτε στιγμή μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Μέχρι το 1971, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανησυχούσε περισσότερο για τους κινδύνους από την υπερβολική ροή ξένου πετρελαίου, αντί για τους κινδύνους από πολύ λίγη ροή. Για την προστασία των εγχώριων πετρελαϊκών συμφερόντων, οι εισαγωγές πετρελαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες περιορίστηκαν μέσω ενός συστήματος ποσοστώσεων που θεσπίστηκε το 1959 υπό τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Ξένοι ηγέτες από συμμαχικούς εξαγωγείς πετρελαίου όπως ο Καναδάς, το Ιράν και η Βενεζουέλα πίεσαν τον Λευκό Οίκο για να πάρουν την άδεια να πουλήσουν περισσότερο πετρέλαιο σε Αμερικανούς καταναλωτές.

Εκ των υστέρων, είναι εύκολο να δει κανείς τα σημάδια που φανέρωναν ότι οι παγκόσμιες αγορές ενέργειας ήταν στα πρόθυρα μιας επανάστασης. Για έναν αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο και ο μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου. Μέχρι το 1947, παρήγαγε περισσότερο από ό,τι κατανάλωνε, και ήταν καθαρός εξαγωγέας πετρελαίου στον υπόλοιπο κόσμο. Μετά το 1947, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν καθαρός εισαγωγέας καθώς η αυξανόμενη κατανάλωση ξεπέρασε την επιβραδυνόμενη παραγωγή. Παρά την εξάρτησή της από τις εισαγωγές, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν ο βασικός παίκτης στις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου, χάρη στην πολιτική τού περιορισμού τής παραγωγής στα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου τού ανατολικού Τέξας. Η στρατηγική αυτή επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να λειτουργήσουν ως «εναλλασσόμενος παραγωγός» που είναι σε θέση να ενισχύει ή να περικόπτει την παραγωγή ώστε να σταθεροποιούνται τα παγκόσμια αποθέματα και οι τιμές (όπως κάνει σήμερα η Σαουδική Αραβία).

Όταν διακόπηκε η προμήθεια πετρελαίου από άλλες χώρες - λόγω του δυτικού εμπάργκο κατά του Ιράν το 1953, της κρίση τού Σουέζ το 1956, και του αραβικού εμπάργκο που ακολούθησε τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το 1967 - οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσαν την δική τους παραγωγή, αντισταθμίζοντας οποιοδήποτε έλλειμμα και διατηρώντας τις παγκόσμιες τιμές σταθερές. Όμως, τον Οκτώβριο του 1970, η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου έφθασε στο όριό της. Δεν είχε μείνει άλλη παραγωγική δυνατότητα στο ανατολικό Τέξας. Ξαφνικά, οι μόνες χώρες με αποθέματα, και συνεπώς με την δύναμη να καθορίσουν τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου, ήταν τα μέλη τού ΟΠΕΚ. Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, αυτές οι κυβερνήσεις τού ΟΠΕΚ δεν ήταν σε θέση να επωφεληθούν από τη νέα τους δύναμη επί των αγορών. Από την δεκαετία τού 1930, ένα τραστ αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών, οι λεγόμενες Επτά Αδελφές, ήλεγχαν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών, των εισαγωγών και της μεταφοράς πετρελαίου στον μη κομμουνιστικό κόσμο.