Γιατί εξακολουθεί να υφίσταται η ελονοσία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί εξακολουθεί να υφίσταται η ελονοσία

Μια θεραπεία για το «κοινό κρυολόγημα» της Αφρικής
Περίληψη: 

Η κύρια πρόκληση για την εξάλειψη της ελονοσίας είναι η έλλειψη βούλησης να τελειώσει αυτή η δουλειά - και τούτο δεν αφορά στις δωρήτριες χώρες. Παρά την τεράστια επιβάρυνση στις πληγείσες κοινωνίες, η ελονοσία, στα πιο μολυσμένα μέρη θεωρείται ως μια «σχετικά ήσσονος σημασίας ασθένεια», κάτι ανάλογο με το κοινό κρυολόγημα.

Η SONIA SHAH είναι επιστημονική δημοσιογράφος και συγγραφέας τού βιβλίου με τίτλο The Fever: How Malaria Has Ruled Humankind for 500,000 Years.

Κατά τη μακρά πορεία τής ανθρώπινης ιστορίας, καμιά μολυσματική ασθένεια δεν σκότωσε περισσότερους ανθρώπους από όσους η ελονοσία. Αποκαλούμενη από τους αρχαίους Κινέζους ως η «μητέρα των πυρετών», η ελονοσία μαστίζει τους ανθρώπους από τότε που εξελίχθηκαν από τους πιθήκους και κάποτε επηρέαζε το μεγαλύτερο μέρος τού πλανήτη. Με το γύρισμα του εικοστού αιώνα, χάρη σε ένα συνδυασμό εκβιομηχάνισης, αστικοποίησης και γεωργικής ανάπτυξης στον εύκρατο κόσμο, η νόσος είχε περιοριστεί στους εξαθλιωμένους τροπικούς. Ως σήμερα, παρά την παγκόσμια εκστρατεία κόστους 2 δισ. δολαρίων ετησίως, η ασθένεια από τα κουνούπια προσβάλλει ακόμα περίπου 300 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο σε εκείνα τα μέρη τού κόσμου και προκαλεί πάνω από μισό εκατομμύριο θανάτους, οι περισσότεροι από αυτούς, μεταξύ παιδιών και εγκύων γυναικών.

Η ιστορία τής ελονοσίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία τής φτώχειας. Οι συνθήκες φτώχειας αυξάνουν τον κίνδυνο μόλυνσης από ελονοσία. Η ασθένεια επιβραδύνει την αύξηση του ΑΕΠ στις πληγείσες κοινωνίες κατά 1,3% κάθε χρόνο, σύμφωνα με μια μελέτη τού οικονομολόγου Jeffrey Sachs. Η απαλλαγή από την ασθένεια αυτή μπορεί να μειώσει ταυτόχρονα τα ποσοστά θνησιμότητας και να αναστείλει μια σημαντική διαρροή οικονομικής ανάπτυξης. Γι’ αυτό η προσπάθεια για εξάλειψη της ελονοσίας έχει προσελκύσει επί χρόνια τούς ειδικούς επί της ανάπτυξης. Ακούγεται σαν να είναι ένας εύκολος στόχος, καθώς η επιστημονική κοινότητα έχει μάθει το πώς να προλαμβάνει την ελονοσία ήδη από το 1897 και το πώς να την θεραπεύει από το 1600. Στην πραγματικότητα, η ελονοσία είναι ακόμα σημαντική εξαιτίας τής πολύπλοκης αλληλεπίδρασης πολιτικών, βιολογικών και πολιτισμικών παραγόντων.

Η κύρια πρόκληση είναι η συνένωση της πολιτικής βούλησης για να ολοκληρωθεί αυτή η δουλειά. Παρά την τεράστια επιβάρυνση στις πληγείσες κοινωνίες, η ελονοσία, στα πιο μολυσμένα μέρη θεωρείται ως μια «σχετικά ήσσονος σημασίας ασθένεια», σύμφωνα με τα λόγια μιας έκθεσης της Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) το 2003. Αυτό μπορεί να φαίνεται αντιφατικό, αλλά είναι θέμα μιας απλής αντίληψης κινδύνου. Σε μέρη όπως το Μαλάουι, όπου ο μέσος όρος τού χωρικού τής υπαίθρου δέχεται εκατοντάδες τσιμπήματα κάθε χρόνο από κουνούπια μολυσμένα με ελονοσία, ένα παιδί μπορεί να υποφέρει 12 επεισόδια ελονοσίας πριν από την ηλικία των δύο ετών. Αν επιβιώσει, θα έχει ελονοσία σε όλη την ζωή του, αλλά, χάρη στην ανοσία που αποκτάται μέσω τής συνεχούς έκθεσης, είναι πολύ λιγότερο πιθανό να πεθάνει από αυτό. Για εκείνο το παιδί και για εκατομμύρια άλλους ενήλικες στην μαστιζόμενη από ελονοσία καρδιά τής υποσαχάριας Αφρικής, η ασθένεια γίνεται κάτι που έρχεται και φεύγει από μόνο του.

Ως εκ τούτου, μεγάλο μέρος τής ελονοσίας στον κόσμο εμφανίζεται σε άτομα με κάποιον βαθμό επίκτητης ανοσίας και δεν έχει ποτέ διαγνωσθεί ή θεραπευθεί – ή καταγραφεί επισήμως. Αυτές οι περιπτώσεις γίνονται ανεκτές και ξεχνιούνται, με τον τρόπο που εμείς στην Δύση αντέχουμε τις ετήσιες εξάρσεις τής γρίπης και του κρυολογήματος. Αυτό που σημαίνει από πλευράς χάραξης πολιτικής, είναι ότι οι άνθρωποι που υποφέρουν από την υψηλότερη επιβάρυνση ελονοσίας, όπως οι χώρες στην υποσαχάρια Αφρική, τείνουν να έχουν το λιγότερο κίνητρο για να κάνουν το οτιδήποτε γι’ αυτό. Δεν τρέχουν για διάγνωση και θεραπεία αμέσως μόλις αρρωστήσουν. Δεν μπαίνουν πάντα στον κόπο να κοιμούνται κάτω από κουνουπιέρες. Το πιο σημαντικό, δεν πιέζουν τους ηγέτες τους, ούτε διαδηλώνουν στους δρόμους για την συνεχιζόμενη επιβάρυνση από την ελονοσία. Ως εκ τούτου, ελλείψει οικονομικής ανάπτυξης, υπάρχει λίγη πολιτική βούληση εντός των μολυσμένων από ελονοσία χωρών για να επιτεθούν στην ασθένεια.

Αυτός ο πολιτικός γρίφος οδηγεί σε έναν αντίστοιχο οικονομικό. Λόγω τής έλλειψης εγχώριας πολιτικής βούλησης, οι πιο συντονισμένες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της ελονοσίας έχουν χρηματοδοτηθεί από εξωτερικούς χορηγούς από χώρες που δεν επηρεάζονται από την ελονοσία, ως τμήμα τής εξωτερικής βοήθειας που δίνουν και των φιλανθρωπικών προγραμμάτων που εφαρμόζουν. Οι προσπάθειες αυτές, οι οποίες περιλαμβάνουν την διάδοση εντομοκτόνων που να μπορούν να αποκρούσουν και να σκοτώσουν τα κουνούπια και η διανομή φάρμακων κατά τής ελονοσίας, δεν είναι τεχνικά δύσκολη και μπορεί να μειώσει δραματικά την ελονοσία, για κάποιο διάστημα. Όμως, η διατήρηση αυτών των ωφελειών στην πάροδο του χρόνου είναι μια διαφορετική ιστορία. Η πραγματική πρόκληση είναι μειωθεί ο αριθμός των περιπτώσεων ελονοσίας μέχρι το μηδέν και να διατηρηθεί εκεί αρκετό καιρό, έτσι ώστε να πεθάνει κάθε κρυμμένο παράσιτο που μένει απαρατήρητο στο ήπαρ κάποιου (όπως συνηθίζουν να κάνουν τα παράσιτα της ελονοσίας) ή μέσα σε κάποιο κουνούπι. Αλλά η περίοδος της αποτελεσματικότητας των εντομοκτόνων είναι άμεσα συνδεδεμένη με το πόσο έντονα χρησιμοποιείται: όσο περισσότερα φάρμακα και χημικά ρίχνονται κατά τής νόσου, τόσο πιο γρήγορα τα κουνούπια και τα παράσιτα αναπτύσσουν αντιστάσεις. Το πρόβλημα δεν είναι ανυπέρβλητο: Νέα φάρμακα και εντομοκτόνα, ή συνδυασμοί τους, μπορούν να εφαρμοστούν. Αλλά, η διαχείριση της αντίστασης είναι χρονοβόρα και δαπανηρή, και για να λειτουργήσει, θα πρέπει να γίνει με μελετημένο και συντονισμένο τρόπο. Διαφορετικά, μπορεί να αποδειχθεί μάταιη.