«ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 2020»: ΑΞΟΝΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ «ΗΠΙΑΣ ΙΣΧΥΟΣ» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

«ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 2020»: ΑΞΟΝΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ «ΗΠΙΑΣ ΙΣΧΥΟΣ»

ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ

Δύο χαρακτηριστικά που διέπουν σήμερα το διεθνές πλαίσιο είναι αφενός μια μετατόπιση μέρους της παγκόσμιας ισχύος και επιρροής προς τον Ανατολικό Κόσμο, σε αντιδιαστολή με εκείνον της Δύσης, και αφετέρου η ανάπτυξη ταυτόχρονων πολλαπλών πλεγμάτων σχέσεων μέσα σε ένα πολυ-πολικό διεθνές σύστημα όπου δρα μια πληθώρα διεθνών παικτών. Η μετατόπιση προς την Ασία και τις αναπτυσσόμενες, μη δυτικές κοινωνίες (BRICS) σημαίνει την υποχώρηση της «Δύσης» και κυρίως της ΕΕ και των ΗΠΑ με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαχείριση πόρων (resource governance) και την καταναλωτική ισχύ [6]. Οι αναδυόμενες οικονομίες αναπτύσσουν σχέσεις και συγκροτούν θεσμικές διαδικασίες πολλές από τις οποίες στοχεύουν στην έμμεση αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοταξίας, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ταυτόχρονα, η συστημική αυτή μετατόπιση προς τον Ανατολικό Κόσμο σημαίνει και την στροφή του πολιτικού, στρατιωτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ και της ΕΕ προς την Ασία.

Παράλληλα, όπως αναφέρθηκε, παρατηρείται η ανάπτυξη νέων ευέλικτων και πολλαπλών συνεργασιών και συμφωνιών κυρίως σε επίπεδο εμπορίου και οικονομίας (π.χ. Συμφωνίες Ελευθέρου Εμπορίου) μεταξύ όλων των μεγάλων παγκόσμιων οικονομικών δυνάμεων ακόμα και ανταγωνιστριών, τόσο σε πολυμερές όσο και σε διμερές επίπεδο. Οικονομική συνεργασία και ανταγωνισμός αποτελούν πλέον πεδία με αρκετά δυσδιάκριτα όρια. Τέλος, παρατηρούμε μια ποιοτική μετατόπιση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων σε επίπεδο διεθνούς οργάνωσης (παγκόσμια διακυβέρνηση) από θεσμική (π.χ. Γύροι Διαπραγματεύσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου) σε λιγότερο θεσμική, όπως φόρα και συνέργειες, π.χ. G20, Δι-ειρηνική Οικονομική Σύμπραξη (TPP), με σημαντική εμπλοκή των οικονομικά αναδυόμενων χωρών (μεταξυ άλλων, Cooper, 2010).

Σε αυτό το πλαίσιο, το μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα διανοίγει περισσότερες δυνατότητες ελιγμού στα κράτη και τους διεθνείς δρώντες, ανεξαρτήτως μεγέθους ή ισχύος, γεγονός που αυξάνει τις δυνατότητες και της Ελλάδας να διαμορφώσει σε αυτή τη βάση μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Κατά συνέπεια, η κορυφαία πρόκληση για την προσαρμογή της Ελληνικής Στρατηγικής και τη μεγιστοποίηση εθνικών ωφελημάτων είναι η στροφή προς την Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό, ως την ‘σύγχρονη Μεσόγειο’.

Την ίδια στιγμή, σειρά δομικών κι άλλων παραγόντων δίδουν στη χώρα πλεονεκτήματα τα οποία οφείλει να αξιοποιήσει και να κεφαλαιοποιήσει ακόμα περισσότερο. Επί μακρόν η γεωγραφική της θέση έχει αναδείξει την Ελλάδα σε «σταυροδρόμι» μεταξύ Ανατολής και Δύσης, κάτι ιδιαίτερα εμφανές στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η δυτική της ταυτότητα και το πλέγμα πατροπαράδοτων σχέσεών της με τη Δύση (ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΟΗΕ), τον Αραβικό Κόσμο αλλά και εσχάτως το Ισραήλ συνεπάγονται ότι η διπλωματία της θα μπορούσε να προσαρμοσθεί ώστε να επιτελεί το ρόλο διαμεσολαβητή-διαιτητή στα διεθνή δρώμενα. Τα φαινόμενα που πυροδότησε η «Αραβική Άνοιξη» καθώς και η στρατηγική αξιοποίηση της Ελλάδας από τις δυτικές δυνάμεις στην περίπτωση της Λιβύης υποδεικνύουν την ανάγκη μιας τέτοιας στρατηγικής επιλογής. Ένας τέτοιος προδραστικός ρόλος, όμως, επιτάσσει μακρόπνοο σχεδιασμό, διάθεση ανθρώπινου δυναμικού και πόρων, και επανάκτηση εμπιστοσύνης, που αποτελεί μια βραδεία και αμφίδρομη διαδικασία.

Εξάλλου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι πολιτισμικά η Ελλάδα βρίσκεται εγγύτερα στην Κίνα, την Ινδία, αλλά και την Αίγυπτο, απ’ ότι οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και οι ΗΠΑ (λόγω της αρχαιότητας πολιτισμών, της κομβικής σημασίας του θεσμού της οικογένειας, κλπ.). Είναι ενδεικτικό ότι την ίδια στιγμή που το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας δεν διαθέτει ειδικούς για την Κίνα, στο Υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας υπάρχουν 14 ειδικοί με μεταπτυχιακά και διδακτορικά για την Ελλάδα, οι οποίοι μιλούν άπταιστα την Ελληνική.

ΗΠΙΑ ΙΣΧΥΣ

Όπως διαπιστώνεται από την προηγούμενη ανάλυση, τα Ελληνικά πλεονεκτήματα και οι ευκαιρίες που η Ελληνική διπλωματία έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί –μέσα σε μια δύσκολη περίοδο- περιστρέφονται γύρω από ζητήματα «ήπιας ισχύος». Μέσα στο διεθνές πλαίσιο, η χρήση της «ήπιας ισχύος» γίνεται όλο και περισσότερο μεγάλη σε ένταση από όλο και περισσότερους δρώντες. Οι οικονομικά αναδυόμενες χώρες όλο και περισσότερο χρησιμοποιούν τον όρο στην άσκηση της διπλωματίας τους [7]. Το 2007, ο τότε Κινέζος Πρόεδρος Χου Τζιντάο είχε δηλώσει: «πρέπει να ενδυναμώσουμε τον πολιτισμό ως μέρος της ήπιας ισχύος της χώρας μας, ώστε να εγγυηθούμε καλύτερα τα συμφέροντα της Κίνας» [8]. Ο όρος αρχικά επινοήθηκε από τον Joseph Nye, στο βιβλίο του «Ήπια Ισχύς: Το μέσο επιτυχίας στη διεθνή πολιτική». Η ήπια ισχύς αναφέρεται «στην ικανότητα μιας χώρας να προσελκύει και να πείθει, δηλαδή να πετυχαίνει τους σκοπούς της, με τη δύναμη των συμμαχιών (διπλωματία), των πολιτικών ιδανικών (ιδεολογία) και της ικανότητας να εμπνεύσει άλλα έθνη (πολιτισμός)» (Νye, 2004).
Αποτελεί πλέον μονόδρομο για την Ελλάδα η έμφαση της ήπιας ισχύος σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού και όχι ρητορικής. Σε συνδυασμό με μια περισσότερο ενεργή Εξωτερική Πολιτική που θα δίνει έμφαση στις διμερείς και πολυμερείς συνεργασίες και συνέργειες, η διπλωματία ως εργαλείο ήπιας ισχύος μπορεί να δώσει άμεσα οφέλη τόσο σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο εσωτερικής οικονομικής και κοινωνικής ανασύνταξης μετά την πρόσφατη Κρίση.

ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ 2020»

Υπό αυτή την έννοια, ο εξορθολογισμός στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής μέσω της εφαρμογής πρακτικών ήπιας ισχύος που προτείνεται με το παρόν Κείμενο Θέσεων αντιτίθεται τόσο στο status quo της πολιτικής αδράνειας όσο και της «πυροσβεστικής» και εκ των υστέρων αντιδραστικής πολιτικής προσέγγισης, που είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα της άσκησης Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, ιστορικά. Ουσιαστικά, οι προτεινόμενες προτεραιότητες αλλάζουν την παραδοσιακή αντίληψη στην άσκηση Εξωτερικής Πολιτικής, όπως αυτή ήταν γνωστή ως σήμερα, προσφέροντας τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα εθνικά οφέλη μέσω μιας ενεργού άσκησης εξωτερικής πολιτικής με έμφαση την δημιουργία προστιθέμενης αξίας στην ανάπτυξη της Ελληνικής κοινωνίας (εργαλειακή Εξωτερική Πολιτική [9]).

Η «Στρατηγική 2020» προτείνει ο νέος στρατηγικός σχεδιασμός της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής να εστιάσει σε ένα άξονα τριών θεματικών προτεραιοτήτων σχετιζομένων με την ήπια ισχύ.

Α. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ

Πρώτον η Ελλάδα μπορεί να θέσει ως προτεραιότητα την άσκηση συγκροτημένης «οικονομικής διπλωματίας». Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Διπλωματία μπορεί να προσλάβει τη μορφή «Εθνικού Αντιπροσώπου» της Ελληνικής Οικονομίας σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο με έναν πιο συντονιστικό, συγκροτημένο και ενεργό ρόλο.
Ο όρος οικονομική διπλωματία περιλαμβάνει μια ευρεία γκάμα δραστηριοτήτων (είτε με θετικά είτε με αρνητικά μέσα) που η Εξωτερική Πολιτική μπορεί να χρησιμοποιήσει (δες, Τσαρδανίδης, 2008). Η Ελληνική διπλωματία που ήδη δραστηριοποιείται στον τομέα αυτό, παραδοσιακά, μπορεί να αποτελέσει στρατηγικό κλειδί για την ανάπτυξη τόσο της πρωτογενούς και δευτερογενούς, όσο και της τριτογενούς παραγωγής (κλάδος υπηρεσιών) της χώρας. Αυτό προϋποθέτει τη διπλωματική προώθηση οικονομικών συμφερόντων σε στοχευμένες χώρες, όπου η Ελληνική αγορά διατηρεί συγκριτικά πλεονεκτήματα. Στόχος είναι η σύναψη συμφωνιών-πακέτων αμοιβαία επωφελών, τόσο με χώρες στρατηγικά ισχυρές όσο και με χώρες μικρού οικονομικού βεληνεκούς, όπου η Ελληνική αγορά επιθυμεί να ενεργοποιηθεί δυναμικά.

Εν προκειμένω, είναι επιτακτικός ο οριζόντιος συντονισμός του Υπουργείου Εξωτερικών με άλλα υπουργεία και δημόσιους φορείς σε θέματα, όπως η αγροτική ανάπτυξη, η βιοτεχνία και βιομηχανία, η ναυτιλία, ο τουρισμός, η εκπαίδευση και η έρευνα, και η ενέργεια. Αυτό συσχετίζεται πρώτιστα με την αντίστοιχη αναδιάρθρωση των υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και με τη στελέχωσή του με κατάλληλο προσωπικό (π.χ. πρόσληψη περισσότερων εμπειρογνωμόνων με οικονομικές γνώσεις και εμπειρία) και κατ’αυτήν την έννοια τον εξορθολογισμό της οικονομικής διπλωματίας σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού.

Προσπάθειες προς μια εξορθολογισμένη κατεύθυνση, όπως η πρόσφατη πρόταση δημιουργίας Συντονιστικού Συμβουλίου Εξωστρέφειας είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο, ο οριζόντιος συντονισμός υπουργείων δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα κατακερματισμό υπηρεσιών και δράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε μια πολυφωνία (και κακοφωνία) στην προώθηση των Ελληνικών οικονομικών συμφερόντων. Για τον λόγο αυτό, προκρίνεται ο απαραίτητος αυτός συντονισμός να είναι ενταγμένος στην –κατά τον Drezner—«γραμμή εντολών» που θα πηγάζει από έναν κεντρικό στρατηγικό σχεδιασμό της Ελληνικής διπλωματίας.

Παράλληλα, στο πλαίσιο της «Στρατηγικής 2020» για την οικονομική διπλωματία, προτείνεται η θεσμοθέτηση μεγαλύτερης εμπλοκής οικονομικών ενδιαφερομένων μερών (όπως είναι οι μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παραγωγικοί συνεταιρισμοί και πρότυπες μονάδες) στον στρατηγικό σχεδιασμό αλλά και στην εφαρμογή του. Έναν συναφή τομέα που οφείλει να ενσωματωθεί σε έναν κεντρικό στρατηγικό σχεδιασμό αποτελούν οι διασυνοριακές/διαπεριφερειακές εμπορικές σχέσεις, και για τον λόγο αυτόν η Ελληνική διπλωματία οφείλει να αξιοποιήσει, θεσμικά, ενδιαφερόμενα μέρη σε επίπεδο περιφερειών και τοπικής αυτοδιοίκησης.

Β. ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ

Η δεύτερη εστίαση είναι στη θεσμοθέτηση και στρατηγική ενσωμάτωση της «δημόσιας διπλωματίας» στην Εξωτερική Πολιτική, η οποία συνιστά μια νευραλγικής σημασίας διάσταση στην άσκηση της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής και περιλαμβάνει την στρατηγική επικοινωνία της τελευταίας με ξένα ακροατήρια όπως η κοινή γνώμη, τα ΜΜΕ, οι ΜΚΟ, τα πανεπιστήμια και η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η τοπική αυτοδιοίκηση και άλλοι φορείς της κοινωνίας πολιτών. Ένα μέρος της δημόσιας διπλωματίας συνίσταται στη σύνδεση των φορέων αυτών με τους αντίστοιχους ελληνικούς. Σε κάθε περίπτωση, «η δημόσια διπλωματία οφείλει να είναι διηνεκής και ολιστική για να είναι αποτελεσματική στη παγκόσμια πάλη αντιλήψεων και θελήσεων» (Armstrong, 2009).

Οι μορφές που μπορεί να πάρει η άσκηση δημόσιας διπλωματίας χρειάζονται, ουσιαστικά, την συγγραφή ενός ξεχωριστού Κειμένου Θέσεων για να παρουσιαστούν στο σύνολό τους. Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε, το ισχυρό όπλο της Ελληνικής διπλωματίας, που είναι ο Ελληνικός Πολιτισμός και η Ελληνική γλώσσα. Η Ελληνική δημόσια διπλωματία οφείλει να στηρίζει ιδιωτικές πρωτοβουλίες διάδοσης του Ελληνικού κλασσικού και σύγχρονου Πολιτισμού με την βαρύτητα που διαθέτει η Ελληνική Δημοκρατία. Ιδιαίτερης σημαντικότητας είναι η προώθηση της «Διπλωματίας των Πολιτών», ο στρατηγικός συντονισμός προγραμμάτων μαθητικών και φοιτητικών ανταλλαγών, και η εν γένει ακαδημαϊκή συνεργασία και συνέργεια με άλλα πανεπιστήμια χωρών στρατηγικού ενδιαφέροντος (π.χ. κοινά ακαδημαϊκά προγράμματα, κοινά μετα-διδακτορικά ερευνητικά έργα και στοχευμένη συνεργασία με ερευνητικά κέντρα και δεξαμενές σκέψης χωρών γεωγραφικού ενδιαφέροντος), κάτι που θα ονομάζαμε «ακαδημαϊκή διπλωματία» και εντάσσεται στην δημόσια διπλωματία. Τέλος, ένα ισχυρό όπλο της Ελληνικής διπλωματίας είναι η Ελληνική διασπορά, η οποία μπορεί να διαδραματίσει νευραλγικό ρόλο και συγκριτικό πλεονέκτημα στην άσκηση δημόσιας διπλωματίας της Ελλάδας. Προτείνεται η ενσωμάτωση της ομογενειακής και προξενικής πολιτικής στο θεσμικό πλαίσιο της Ελληνικής δημόσιας διπλωματίας.

Επιπλέον, οφείλει να αλλάξει η πρόσληψη της έννοιας της «χαμηλής πολιτικής» (και, πιθανώς, να αντικατασταθεί ως όρος), όπως αυτή παρουσιάζεται και στα πρόσφατα σχέδια μεταρρύθμισης της δομής του Υπουργείου Εξωτερικών. Από ένα επικουρικό, τριτεύουσας σημασίας στοιχείο πρέπει να αναδειχθεί σε ένα σημαντικό εργαλείο, το οποίο θα πρέπει να ελέγχεται στη βάση ενός ενιαίου στρατηγικού οικονομικού-πολιτικού σχεδιασμού και, προκειμένου να είναι αποτελεσματικό, να υπάγεται σε μια επιτελική Υπηρεσία Δημόσιας Διπλωματίας.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι πρέπει να υπάρξει μια λεπτή ισορροπία: αφενός οι διπλωματικές και προξενικές Aρχές δεν μπορούν να διαχειρίζονται εθνικούς πόρους σε επί μέρους ενέργειες/δραστηριότητες που δεν είναι ευθυγραμμισμένες με τον στρατηγικό σχεδιασμό και άρα οικονομικά επιζήμιες, και, για ευνόητους λόγους, ο οικονομικός έλεγχος όσον αφορά τέτοιες δράσεις «χαμηλής πολιτικής» πρέπει να είναι σημαντικός. Αφετέρου, όπως έχει διαπιστωθεί, οι τοπικές διπλωματικές αρχές οφείλουν να διαθέτουν ένα ποσοστό διακριτικής ευχέρειας, όχι σε στρατηγικό, αλλά σε τακτικό επίπεδο, για να προσαρμόζουν τις στρατηγικές δημόσιας διπλωματίας στη χώρα που οι κατά τόπους αρχές από πείρας γνωρίζουν περισσότερο –κάτι που θα ονομάζαμε «εντοπικότητα» της δημόσιας διπλωματίας (localized diplomacy, δες Kiehl, 2009).

Γ. ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ

Τέλος, προτείνεται ο στρατηγικός σχεδιασμός της Εξωτερικής Πολιτικής στο επίπεδο της «πολυμερούς διπλωματίας», πιθανώς υπό μια ενισχυμένη ποιοτικά Γενική Διεύθυνση Πολυμερούς Διπλωματίας (ΕΕ & Διεθνείς Οργανισμοί). Αποτελεί γενική ομολογία ότι η Ελληνική διπλωματία οφείλει να συντονίζει κεντρικά και να καθιστά αποτελεσματικότερη την πολιτική της δράση μέσα από θεσμοθετημένους διεθνείς οργανισμούς και φόρα, αλλά και να είναι ακόμα περισσότερο ενεργή στο να συνάπτει νέες επωφελείς διμερείς συνεργασίες σε πολυμερές επίπεδο.

Είναι αναγκαία μια αλλαγή μοντέλου στην εμπλοκή της Ελληνικής διπλωματίας σε ζητήματα παγκόσμιας εμβέλειας (παγκόσμιες προκλήσεις), αλλά και στον τρόπο υπεράσπισης Ελληνικών εθνικών θέσεων και εθνικών θέσεων τρίτων χωρών. Οι δυνατότητες που δίνει η πολυμερής διπλωματία σε επίπεδο διασκέψεων και λειτουργίας διεθνών και περιφερειακών οργανισμών οφείλουν να τύχουν μιας σύγχρονης αντιμετώπισης, σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση αλλά και χειραφέτηση του ανθρώπινου δυναμικού της Ελληνικής διπλωματίας. Αυτό μπορεί να γίνει σε επίπεδο άσκησης πιέσεων (lobbying), άτυπων και θεσμοθετημένων διαδικασιών διαβουλεύσεων (caucusing), διπλωματικών συμβιβασμών και ανταλλαγμάτων σε πολυμερείς διαπραγματεύσεις (trade-off).

Είναι πολύ σημαντικός ο εξορθολογισμός στον στρατηγικό σχεδιασμό συμμετοχής (και στην επιλογή και ιεράρχηση συμμετοχών με υψηλού επιπέδου εκπροσώπηση) σε διεθνείς διασκέψεις και διαδικασίες, στην αποστολή εξειδικευμένων αξιωματούχων, οι οποίοι θα συμμετέχουν με προετοιμασμένη Ελληνική ατζέντα. Ένα σημαντικό μέρος της πολυμερούς διπλωματίας είναι η συστηματοποίηση και ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων της πολυμερούς διπλωματίας στο στάδιο του ελέγχου και της αξιολόγησης. Ενώ, τέλος, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στον εξορθολογισμό διαδικασιών διεκδίκησης υποψηφιοτήτων είτε θέσεων σε διεθνείς οργανισμούς, είτε ανάληψης οργάνωσης διασκέψεων, προεδριών και fora, ώστε να επιτελούν στο γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό της Ελληνικής διπλωματίας και να μην αποβαίνουν επιζήμιες ή πενιχρές στα αποτελέσματά τους.

Τέλος, η προώθηση των «πάγιων ελληνικών θέσεων» και απαιτήσεων ως αυτοσκοπός είναι μια παρωχημένη προσέγγιση της Ελληνικής πολυμερούς διπλωματίας. Η Ελληνική διπλωματία μπορεί να επιτύχει σοβαρά οφέλη στα πάγια αυτά ζητήματα εάν τα δει υπό τη πρίσμα της ταυτόχρονης ενδελεχούς υπεράσπισης αντίστοιχων πάγιων θέσεων τρίτων χωρών (και ενδελεχούς εξειδίκευσης πάνω σε αυτές). Κατ’ αυτήν την έννοια, επιτυχίες σε εθνικά κρίσιμα ζητήματα μπορούν να προκύψουν πιο εύκολα ως επιστέγασμα «συνεργασιών και συνεργιών εμπιστοσύνης» στο επίπεδο της Διεθνούς Οργάνωσης, π.χ. στο πλαίσιο του Συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, ή στα διακυβερνητικά Κοινοτικά Όργανα.

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ & ΗΠΙΑ ΙΣΧΥΣ

Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε δυο πράγματα σχετικά με τα εργαλεία ήπιας ισχύος. Αφενός ότι η χρήση της ήπιας ισχύος μέσα από δράσεις των τριών εστιάσεων της Διπλωματίας δεν συνεπάγεται αλόγιστη διαχείριση και επιζήμιο επιμερισμό πόρων μέσα από προγράμματα στρατηγικής επικοινωνίας ή πολιτιστικών προγραμμάτων. Αντιθέτως, προϋποτίθεται κεντρική διαχείριση και προγραμματισμός επιμερισμού πόρων που θα ευθυγραμμίζεται με τον επιτελικό στρατηγικό σχεδιασμό. Με αυτόν τον τρόπο είναι προς το συμφέρον της Ελληνικής διπλωματίας, οι στοχεύσεις να μην περιλαμβάνουν καμπάνιες, ταξίδια κορυφής και προγράμματα ανταλλαγών εάν δεν υπάρχει σχηματική ποσοτικοποίηση οφελημάτων μέσω μιας ανάλυσης κόστους-οφέλους της κάθε ενέργειας ξεχωριστά.

Αφετέρου, όπως αναφέρει σε πρόσφατο άρθρο του ο J. Nye σχετικά με την ήπια ισχύ της Κίνας & της Ρωσίας, «είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση είναι το κύριο όργανο ήπιας διπλωματίας» και δεύτερον ότι «η ανάπτυξη της ήπιας διπλωματίας δεν πρέπει να είναι ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος» [10]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική οφείλει να εμπλέξει θεσμικά στον στρατηγικό σχεδιασμό των προταθέντων προτεραιοτήτων της μια σειρά από ενδιαφερόμενα μέρη, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «ακαδημαϊκή διπλωματία» με χώρες ενδιαφέροντος.

Γεωγραφικές προτεραιότητες της «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ 2020»

Αυτές οι τρεις θεματικές εστιάσεις της «Στρατηγικής 2020», που, ουσιαστικά, δίνουν έμφαση στην ήπια ισχύ της Ελλάδας, θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με έναν εξορθολογισμό των γεωγραφικών προτεραιοτήτων της Ελληνικής διπλωματίας σύμφωνα με την πολιτική ανάλυση, την αξιολόγηση και τις στρατηγικές προσαρμογές. Η Στρατηγική 2020 περιλαμβάνει τρεις γεωγραφικές προτεραιότητες στρατηγικής εστίασης στην Ανατολική Ασία και τις αναδυόμενες χώρες, στην Ελληνική Περιφέρεια που νοείται ως Εθνικός Ζωτικός Χώρος (Βαλκάνια, Ανατολική Μεσόγειος και Μαύρη Θάλασσα) και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Α. Ασία & Αναδυόμενος Κόσμος

Η Ελληνική διπλωματία οφείλει να δράσει επιτελικά προσπαθώντας να πετύχει το στοίχημα της «στροφής προς την Ασία», και άλλες αναδυόμενες χώρες του Νότου, πολιτικά, οικονομικά, πολιτισμικά και θεσμικά. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα προς την σωστή κατεύθυνση κυρίως προς χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Ινδία (χώρες της ομάδας BRIC), δεν είναι, όμως, αρκετά, καθώς χρειάζεται να εμπεδωθούν στέρεες βάσεις σχέσεων και όραμα στην σχέση με κάθε μια χώρα από αυτές.

Η Ελλάδα, όπως ήδη εννοήθηκε, έχει ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα με αρκετές Αναδυόμενες Οικονομίες, αλλά και δυναμική ανάπτυξης σχέσεων. Η προτεραιότητα της (Ανατολικής) Ασίας στον στρατηγικό σχεδιασμό της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, ουσιαστικά, αποτελεί την εφαρμογή των εργαλείων της ήπιας ισχύος στην περιοχή αυτή. Τόσο σε επίπεδο οικονομικής διπλωματίας (Ελληνικός Τουρισμός, εξαγωγή Ελληνικών Προϊόντων ποιότητας), όσο και σε επίπεδο δημόσιας διπλωματίας (ανάπτυξη Έρευνας και Τεχνολογίας μέσω της ακαδημαϊκής διπλωματίας και στρατηγική επικοινωνία με την κοινή γνώμη), η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική μπορεί να παράξει βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά και να επενδύσει σε μακροπρόθεσμους επωφελείς δεσμούς. Το πεδίο της πολυμερούς διπλωματίας οφείλει κι αυτό να ενσωματώσει τις χώρες αυτής της γεωγραφικής προτεραιότητας.

Όπως έχει ήδη τονιστεί, στο πλαίσιο της στροφής προς την Ασία, η Ελληνική διπλωματία πρέπει να εντάξει στον λειτουργικό εξορθολογισμό της την ενσωμάτωση ανθρώπινου δυναμικού εξειδικευμένου με σπουδές ή γλωσσικές δεξιότητες σχετικές με χώρες της Ασίας.

Β. Περιφέρεια

Δεύτερον, όπως κάθε άλλη χώρα, η Ελλάδα πρέπει να διατηρήσει και να επεκτείνει την δραστηριότητά της με βάσει τους θεματικές προτεραιότητες της «Στρατηγικής 2020» ως προς τον ζωτικό χώρο που την περιβάλλει και είναι πολλαπλά σημαντικός για αυτήν.
Η Ελλάδα ανήκει γεωγραφικά στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου οφείλει να διατηρήσει και διευρύνει την επιρροή και τις δραστηριότητές της. Προς αυτή την κατεύθυνση, παρίσταται αναγκαίος ένας ουσιώδης επαναπροσδιορισμός του Ελληνικού Ζωτικού Χώρου (ΕΖΧ). Ο ΕΖΧ δεν αφορά μόνο θέματα ασφάλειας αλλά και ζητήματα επιρροής, δηλαδή, αφορά τον χώρο στον οποίο μια χώρα έχει την αίσθηση ότι μονοπωλεί, ή επιδιώκει να μονοπωλεί, στο κοινωνικό, το πολιτικό και το οικονομικό επίπεδο. Η «Στρατηγική 2020» περιλαμβάνει στον ΕΖΧ τα Βαλκάνια, το υπογάστριο της Ανατολικής Μεσογείου και την ευρύτερη Μαύρη Θάλασσα. Λόγω εγγύτητας και ιστορικών σχέσεων, η Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να επενδύσει σε αυτές τις περιοχές με την ανάπτυξη ποικίλων διακρατικών δραστηριοτήτων και προώθηση σχέσεων που βασίζονται σε ένα βιώσιμο, και όχι ευκαιριακό, μοντέλο εντασσόμενο στη «Στρατηγική 2020».

Η χώρα μας μπορεί να επιδοθεί σε πολιτικά σημαντική δραστηριότητα στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Μέσω των θεματικών εστιάσεων της «Στρατηγικής 2020», μπορεί να επεκτείνει σταδιακά την επιρροή της, βοηθώντας παράλληλα στην άμβλυνση των εθνικών στερεοτύπων (μέσω της δημόσιας διπλωματίας) κάτι που θα έχει μεσοπρόθεσμα οφέλη για τους λαούς, τις οικονομίες τους και την ειρήνη στην περιοχή. Είναι σαφές ότι αυτό μπορεί να γίνει σε πολυεπίπεδη βάση, στο πλαίσιο περιφερειακών και πολυμερών πρωτοβουλιών και διμερών σχέσεων (μέσω της πολυμερούς διπλωματίας), με καθοριστικής σημασίας την ενσωμάτωση στην ΕΕ των Δυτικών Βαλκανίων, αλλά και την εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής πολιτικής γειτνίασης στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας/Καυκάσου, μέσα από στοχευμένες πρωτοβουλίες της Ελληνικής διπλωματίας και λιγότερο μέσω διακηρύξεων. Ειδικό βάρος θα πρέπει να δοθεί στην περίπτωση της Τουρκίας, η οποία θα ωφεληθεί πολλαπλώς εφόσον εγκαταλείψει την προσδοκία να διαδραματίσει το ρόλο «επικυρίαρχου» στις περιοχές κοινού ενδιαφέροντος (Δυτικά Βαλκάνια, ΝΑ Ευρώπη, Μαύρη Θάλασσα).

Σε κάθε περίπτωση, βασικό προαπαιτούμενο για την εφαρμογή μιας πολυδιάστατης Εξωτερικής Πολιτικής με άξονα τον επαναπροσδιορισμό του ΕΖΧ θα πρέπει να είναι αφενός η θεσμική αναδιάρθρωση και, αφετέρου, η διοικητική μεταρρύθμιση των αρμόδιων πολιτικών και υπηρεσιακών φορέων επεξεργασίας και προώθησής της.

Γ. Ευρωπαϊκή Ένωση

Τέλος, η Ελλάδα οφείλει να αναθεωρήσει την άσκηση Ευρωπαϊκής Εξωτερικής Πολιτικής στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα βασίζεται στον εξορθολογισμό όπως αυτός προτείνεται από αυτό το Κείμενο Θέσεων, με βασικό στόχο την μεγιστοποίηση των οφελημάτων από το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Σε επίπεδο οικονομικής διπλωματίας, η Ελλάδα οφείλει να υποστηρίξει της εξαγωγικές της δραστηριότητες, δεδομένου ότι το διακοινοτικό εμπόριο αποτελεί μεγάλη μερίδα του εξωτερικού εμπορίου των κρατών-μελών. Η ΕΕ εξακολουθεί να αποτελεί την μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και οι χώρες-μέλη της αποτελούν σημαντικές πολιτικά και οικονομικά χώρες σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατ’ αυτήν την έννοια, η ΕΕ δεν πρέπει να πάψει από το να είναι γεωγραφική προτεραιότητα στον στρατηγικό σχεδιασμό της οικονομικής & δημόσιας διπλωματίας. Όντας ένας sui generis διεθνής οργανισμός, η ΕΕ είναι ένας θεσμικός χώρος όπου η πολυμερής διπλωματία μπορεί να προσφέρει ιδιαίτερα αποτελέσματα, δεδομένης της σχετικά μέτριας απόδοσης της Ελλάδας ως χώρας-μέλους σε επίπεδο συμμετοχής στις διαμορφώσεις και λήψεις αποφάσεων ιστορικά.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[6] Chatham House Report on Resources Futures, Δεκέμβριος 2012. http://www.chathamhouse.org/publications/papers/view/187947
[7] Σχετικά με την ήπια ισχύ της Κίνας ως ‘Επίθεση Γοητείας’, δες Kurlantzick, 2007. Επίσης, σχετικά με την δημόσια διπλωματία και διεθνή επικοινωνία της Κίνας ως εργαλεία ήπιας ισχύος, δες Wang, 2010.
[8] ‘Hu Jintao calls for enhancing "soft power" of Chinese culture’, China View, Special Report, at http://news.xinhuanet.com/english/2007-10/15/content_6883748.htm.
[9] Απόδοση του αγγλικού όρου «instrumental/instrumentalism».
[10] J. Nye, ‘What China and Russia Don't Get About Soft Power. Beijing and Moscow are trying their hands at attraction, and failing – miserably’, Foreign Policy Magazine, April 29, 2013, at http://www.foreignpolicy.com/articles/2013/04/29/what_china_and_russia_d...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr