Κατασκοπεία μεταξύ φίλων... | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κατασκοπεία μεταξύ φίλων...

Γιατί οι σύμμαχοι παρακολουθούν αλλήλους
Περίληψη: 

Παρά τα ρεπορτάζ «με κομμένη την ανάσα» για τις αποκαλύψεις ότι η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (NSA) παρακολουθούσε ξένους συμμάχους ηγέτες, η κατασκόπευση των συμμάχων –ακόμα και των πλέον φιλικών- δεν είναι κάτι καινούργιο στην διεθνή πολιτική. Και υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι για να συνεχιστεί.

Η JENNIFER SIMS είναι βασική συνεργάτις για θέματα Εθνικής Ασφάλειας στο Chicago Council on Global Affairs και επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πρόγραμμα Μελετών Ασφαλείας στο Πανεπιστήμιο Georgetown.

Βάζοντας κατά μέρος την «χωρίς ανάσα» δημοσιογραφική κάλυψη των αποκαλύψεων ότι η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA) έχει παρακολουθήσει ξένους συμμάχους ηγέτες, η κατασκοπεία στους συμμάχους - ακόμα και στους φιλικούς - δεν είναι κάτι νέο στην διεθνή πολιτική. Στα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα, ο ευσεβής βασιλιάς Φίλιππος Β’ της Ισπανίας και ο Πάπας παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλον στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τον απόπλου τής ισπανικής αρμάδας ενάντια στη Μεγάλη Βρετανία. Ο λόγος; Ο πάπας πίστευε ότι ο βασιλιάς ήταν αναποφάσιστος, και ο βασιλιάς πίστευε ότι ο Πάπας αντιστάθμιζε το διακύβευμα.

Αιώνες αργότερα, στις αρχές τού 1917, η βρετανική κυβέρνηση ήθελε τις τότε ουδέτερες Ηνωμένες Πολιτείες να εισέλθουν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της. Σύμφωνα με τον Keith Jeffery, τον επίσημο ιστορικό τής MI6, της υπηρεσίας πληροφοριών τού Λονδίνου, οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν ένα «ευρύ φάσμα» απροκάλυπτων και παράνομων μεθόδων για να συγκεντρώσουν πληροφορίες και να διευθύνουν τις επιχειρήσεις επιρροής. Για παράδειγμα, χάρη στη μυστική παρακολούθηση του αμερικανικού υπερατλαντικού καλωδίου, η MI6 έμαθε για ένα γερμανικό σχέδιο προσέλκυσης του Μεξικού ως συμμάχου με την υπόσχεση ότι θα του παραδοθεί ένα μεγάλο κομμάτι τής επικράτειας των ΗΠΑ. Καλύπτοντας τις πηγές της, η MI6 προώθησε την ανησυχητική είδηση στον πρόεδρο των ΗΠΑ Woodrow Wilson και έτσι ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την κήρυξη του πολέμου.

Οι παρακολουθήσεις σημάτων δεν ήταν η μόνη πηγή πληροφοριών τού Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τον σύμμαχο που ήλπιζε να αποκτήσει: ο Sir William Wiseman, ένας Βρετανός, στέλεχος της υπηρεσίας πληροφοριών, διείσδυσε στον Λευκό Οίκο, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τού Wilson και του πιο στενού συμβούλου του, του συνταγματάρχη Edward House. Ενώ έτρεχε κι άλλες παράνομες μυστικές επιχειρήσεις στο έδαφος των ΗΠΑ, ο Wiseman συγκέντρωνε πληροφορίες σχετικά με τις απόψεις τής Ουάσινγκτον για την διεξαγωγή τού πολέμου, τις προτιμήσεις για το πώς μερικά εδαφικά ζητήματα θα πρέπει να επιλυθούν μεταπολεμικά και την στρατηγική της για την Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν τα ίδια, παρακολουθώντας τις επικοινωνίες φιλικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Ακόμη και καθώς ο Wilson ευαγγελιζόταν δημόσια την ανοικτή διπλωματία, οι στενότεροι σύμβουλοί του είχαν προσλάβει τον κρυπτογράφο Herbert Yardley να λειτουργήσει μια μονάδα κρυπτογράφησης σημάτων που μάζευε πληροφορίες για τις άλλες αντιπροσωπείες. Ο Yardley παρείχε μια παρόμοια υπηρεσία στη Ναυτική Διάσκεψη της Ουάσινγκτον, κατά την διάρκεια της οποίας, χάρη στην εργασία του, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε θέση να κερδίσουν σημαντικούς περιορισμούς για την παρουσία ξένων στόλων στον Ειρηνικό. Συγκλονισμένος μόλις έμαθε για τις δραστηριότητες του Yardley, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Στίμσον, έκλεισε το «Μαύρο Τμήμα» το 1929, δηλώνοντας ότι «οι κύριοι δεν διαβάζουν το ταχυδρομείο του άλλου». Αλλά ο Στίμσον άλλαξε γνώμη αμέσως μετά, υποστηρίζοντας την δημιουργία ενός διαδόχου, της NSA, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι φίλοι δεν παγιδεύουν μόνο τα τηλέφωνα των φίλων τους και διαβάζουν την αλληλογραφία τους. Σε μια ιδιαίτερα διαβόητη υπόθεση, η ισραηλινή κυβέρνηση αγόρασε ευαίσθητες πληροφορίες από έναν Αμερικανό αναλυτή, τον Jonathan Pollard, ο οποίος έλαβε ποινή ισόβιας κάθειρξης για κατασκοπεία το 1987. Παρά τις εκκλήσεις από τα υψηλότερα επίπεδα στο Τελ Αβίβ, ο Pollard παραμένει σε φυλακή στην Βόρεια Καρολίνα. Εν τω μεταξύ, το 2003, οι Ηνωμένες Πολιτείες πιάστηκαν να κατασκοπεύουν στην Ιταλία, επειδή ήθελαν να βγάλουν έναν τρομοκράτη έξω από τη χώρα. Οι Ιταλοί δεν χάρηκαν και, το 2009, καταδίκασαν τον Αμερικανό σταθμάρχη και 22 άλλους. Για να πιάσουν τους πράκτορες, οι ιταλικές διωκτικές αρχές είχαν παρακολουθήσει τα κινητά τηλέφωνα μιας φιλικής υπηρεσίας πληροφοριών.

Το ότι ο καθένας το κάνει, φυσικά, δεν αποτελεί δικαιολογία για να πάθει κανείς αμόκ με την κατασκοπεία, όπως οι γνώστες υποστηρίζουν ότι συνέβη με την κατασκοπεία τού Pollard. Η ισραηλινή κυβέρνηση είχε προσλάβει και ανταμείψει τον Pollard για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις αραβικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά δέχτηκε προφανώς και τις πληροφορίες του για τις αμερικανικές πηγές και μεθόδους. Η επέκταση αυτή δύσκολα θα μπορούσε να συμβάλλει προς το συμφέρον τού Ισραήλ δεδομένων των κινδύνων για την ευρύτερη σχέση του με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Υπάρχουν, ωστόσο, πολλοί σοβαροί λόγοι για τους οποίους οι σύμμαχοι κατασκοπεύουν οι μεν τους δε: για να προστατεύσουν τα συμφέροντά που ένας σύμμαχος παραβλέπει, για να προφυλαχθούν κατά της διγλωσσίας ή από προδοσία, για να προστατευθούν από τρωτά σημεία των συμμάχων, για να προφυλαχθούν από εκπλήξεις που απορρέουν από αποκλίνοντα συμφέροντα, και για να προστατευθούν από ένα καλό «φίλο» που απλά κάνει τα πράγματα με λάθος τρόπο. Ο ρόλος τού Wiseman στην πορεία των Ηνωμένων Πολιτειών προς την είσοδό τους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας ρόλος που επαναλήφθηκε από τον William Stephenson στην πορεία μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, θα μπορούσε να τεθεί στην τελευταία αυτή κατηγορία. Παρά το γεγονός ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ ήταν με το Ηνωμένο Βασίλειο και στις δύο περιπτώσεις, η είσοδος των ΗΠΑ στους πολέμους ήταν αβέβαιη. Η αποστολή τού Λονδίνου ήταν να μάθει τον αμερικανικό σκεπτικό και να ωθήσει την Ουάσιγκτον να προχωρήσει μαζί του.