Η τελευταία ευκαιρία τής Ιαπωνίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η τελευταία ευκαιρία τής Ιαπωνίας

Ο Άμπε υιοθετεί τον νεοφιλελευθερισμό
Περίληψη: 

Τα προβλήματα που συνήθως αποδίδονται στην επιχειρηματική κουλτούρα τής Ιαπωνίας - ισχυρές, αλλά αναποτελεσματικές εταιρείες, χαμηλή κινητικότητα εργασίας και μια αγορά εργασίας που είναι σε μεγάλο βαθμό εις βάρος των γυναικών - είναι, στην πραγματικότητα, τα αποτελέσματα της αποτυχίας τής χώρας να αγκαλιάσει τον νεοφιλελευθερισμό. Άμεσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να βγάλουν την χώρα από την μακρά πτώση της.

Ο NOAH SMITH είναι επίκουρος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Stony Brook. Το μπλογκ του είναι το Noahpinion [1].

Αντιμέτωπες με την οικονομική στασιμότητα στα τέλη τής δεκαετίας τού 1970 και στις αρχές τής δεκαετίας τού 1980, οι περισσότερες από τις πλούσιες χώρες του κόσμου έκαναν μια μοιραία επιλογή. Μείωσαν τους φόρους. Περιέστειλαν τις κυβερνητικές ρυθμίσεις στον τομέα τής εργασίας, στον χρηματοοικονομικό τομέα, και σε άλλες αγορές. Άνοιξαν τις οικονομίες τους στο παγκόσμιο εμπόριο και την χρηματοδότηση. Και ιδιωτικοποίησαν λειτουργίες τής κυβέρνησης. Οι ιστορικοί τής οικονομίας πιθανώς ποτέ δεν θα συμφωνήσουν πλήρως σχετικά με το μέγεθος των συνεπειών τού νεοφιλελευθερισμού, όπως είναι γνωστός στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά οι περισσότεροι συμφωνούν ότι οι μεταρρυθμίσεις τουλάχιστον συνέβαλαν στην αύξηση των ανισοτήτων, την αύξηση της οικονομικής ανασφάλειας, και, τουλάχιστον προσωρινά, ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη.

Οι ρέκτες των δεδομένων θα περάσουν σίγουρα τις επόμενες δεκαετίες εξετάζοντας όλους αυτούς τους ισχυρισμούς. Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε τα αποτελέσματα είναι να κοιτάξουμε σε μια χώρα που έχασε το πλοίο τού νεοφιλελευθερισμού: την Ιαπωνία. Ευημερώντας με την τελευταία έξαρση της μεταπολεμικής αναπτυξιακής προσαρμογής της, η Ιαπωνία κατάφερε να πλεύσει μέσα από την δεκαετία τού 1980 χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσει δύσκολες επιλογές σχετικά με την δομή τής οικονομίας της. Ως αποτέλεσμα, οι αγορές εργασίας της εφαρμόζουν ακόμα σφικτές ρυθμίσεις, με αυστηρή προστασία για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των αυστηρών κανονισμών για την απόλυση των εργαζομένων. Οι εταιρικοί φόροι της παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, και πολλές από τις εγχώριες αγορές εξακολουθούν να προστατεύονται από τις εισαγωγές πίσω από ένα ευρύ δάσος μη δασμολογικών εμπορικών φραγμών. Το χρηματοπιστωτικό της σύστημα παραμένει επικεντρωμένο στις μεγάλες τράπεζες που υποστηρίζονται από το κράτος αντί από τις κεφαλαιαγορές, και οι επιθετικές εξαγορές εξακολουθούν να εμποδίζονται από τα δικαστήρια. Δεν υπάρχουν «Gordon Gekko» στην Ιαπωνία.

Πολλά χαρακτηριστικά τής ιαπωνικής οικονομίας που συνήθως αποδίδονται στον ιαπωνικό πολιτισμό είναι, στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα μιας Ιαπωνίας που προσπαθεί να λειτουργήσει μια σύγχρονη οικονομία χωρίς νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις: ισχυρές αλλά αναποτελεσματικές εταιρείες, μικρή κινητικότητα στον τομέα τής εργασίας, χαμηλή ανεργία, μια σχετικά ίση κατανομή του εισοδήματος, και μια αγορά εργασίας που είναι σε μεγάλο βαθμό εις βάρος των γυναικών. Η Ταϊβάν, η οποία είναι πιθανότατα η πιο κοντινή χώρα στην Ιαπωνία από πολιτιστική άποψη, έχει πολύ μεγαλύτερη ανισότητα, μεγαλύτερη κινητικότητα στο εργατικό δυναμικό, περισσότερη ισότητα των φύλων και ένα υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ιαπωνία. Η Ταϊβάν, βέβαια, είναι μια χώρα χαμηλής φορολογίας, χαμηλής ρύθμισης, και με μεγάλη έκθεση στο εμπόριο με την Κίνα.

Τα οικονομικά προβλήματα της Ιαπωνίας είναι, πλέον, γνωστά – όπως και οι προσπάθειες του δυναμικού πρωθυπουργού της, Σίνζο Άμπε, να θέσει την χώρα σε υγιέστερη οικονομική βάση. Τα Abenomics, όπως είναι γνωστό το σχέδιό του, έχουν μια στρατηγική «τριών αξόνων», με τον πρώτο άξονα να είναι το πιο συχνό θέμα συζήτησης, μια δραματική έκρηξη της μη συμβατικής νομισματικής χαλάρωσης. Ο Shinichi Kuroda, ο δυναμικός νέος διοικητής τής Τράπεζας της Ιαπωνίας που διορίστηκε από τον Άμπε, έχει ορκιστεί ότι η τράπεζα θα συνεχίσει να αγοράζει ένα ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών προϊόντων μέχρις ότου ο πληθωρισμός ανέλθει στο 2%. Η προσπάθεια αυτή, που πολλοί περιμένουν να επιτύχει την ενίσχυση του πληθωρισμού, φαίνεται να έχει ήδη ανεβάσει τα χρηματιστήρια, την κατανάλωση, τις προσλήψεις και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Αλλά, παντού εκτός από την χρηματιστηριακή αγορά, η άνοδος ήταν μέτρια. Ο πρώτος άξονας επρόκειτο να ακολουθηθεί από έναν δεύτερο – τα φορολογικά κίνητρα - τα οποία ουσιαστικά θυσιάστηκαν όταν ο Άμπε στράφηκε υπέρ μιας αύξησης του φόρου κατανάλωσης σε μια προσπάθεια να μειώσει σημαντικά το δημόσιο χρέος τής Ιαπωνίας. (Δεν είναι σαφές κατά πόσο η αύξηση των φόρων ήταν η επιλογή τού Άμπε ή αν πιέστηκε για αυτό, αλλά τούτο είναι λίγο έξω από το θέμα μας).

Έτσι, μένει μόνο ο τρίτος άξονας: οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ο Άμπε υποσχέθηκε σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά υπάρχει ευρύτατος σκεπτικισμός στον δυτικό Τύπο [2] σχετικά με την προθυμία τού πρωθυπουργού και την ικανότητά του να προχωρήσει. Και υπάρχει σοβαρός λόγος για τον σκεπτικισμό. Προκειμένου να θεσπίσει ουσιαστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ο Άμπε θα πρέπει να αντιστρέψει την πιο σημαντική απόφαση της οικονομικής πολιτικής τής Ιαπωνίας του τελευταίου μισού αιώνα. Θα πρέπει να αγκαλιάσει τον νεοφιλελευθερισμό.

Η μακρόχρονη οικονομική στασιμότητα της Ιαπωνίας μπορεί να κατηγορηθεί για τρία πράγματα. Πρώτον, την κατάρρευση της ζήτησης που προκλήθηκε από το σκάσιμο της φούσκας παγίων γύρω στο 1990 και στη συνέχεια επιδεινώθηκε από πολιτικά λάθη, και είχε επί το πλείστον ολοκληρώσει την πορεία της μέχρι το 2000. Δεύτερον, έναν πληθυσμό που γηράσκει [3], και που σκιάζει την κατά κεφαλήν ανάπτυξη που ήταν ισχυρότερη από όσο αποκαλύπτουν οι αριθμοί του συνολικού ΑΕΠ. Ο τρίτος ένοχος είναι ο πιο ανησυχητικός: η χαμηλή παραγωγικότητα. Οι οικονομολόγοι Takeo Hoshi του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και Anil Kashyap του Πανεπιστημίου τού Σικάγου έδειξαν [4] ότι «η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής» τής Ιαπωνίας - ένα κοινό μέτρο τής αποτελεσματικότητας με την οποία η εργασία και το κεφάλαιο χρησιμοποιούνται σε μια οικονομία - έχει ισοπεδωθεί από τα τέλη τού 1980, πριν ακόμα σκάσουν οι φούσκες. Εν τω μεταξύ, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής των Ηνωμένων Πολιτειών έχει αυξηθεί. Αν και οι δύο χώρες ήταν σχεδόν ισοδύναμες το 1990, η Ιαπωνία είναι τώρα μόνο περίπου κατά 70% αποτελεσματική σε σύγκριση με τους δυτικούς ομολόγους της.