Το νόημα των δημοτικών εκλογών στην Βενεζουέλα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το νόημα των δημοτικών εκλογών στην Βενεζουέλα

Γράμμα από το Καράκας
Περίληψη: 

Καθ΄ όλο το φθινόπωρο, το κόμμα τού προέδρου τής Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο φαινόταν να χάνει τις τοπικές εκλογές τού Σαββατοκύριακου. Στη συνέχεια, όμως, ανάγκασε τα ιδιωτικά καταστήματα να μειώσουν τις τιμές τους και προέτρεψε τον λαό να αδειάσει τα ράφια τους.

Ο BORIS MUÑOZ είναι Βενεζουελάνος δημοσιογράφος και συγγραφέας, πιο πρόσφατα, του βιβλίου με τίτλο Despachos del imperio [1] (Random House, 2007).

Καθ’ όλο το φθινόπωρο, τα πράγματα φαίνονταν άσχημα για τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο. Η δημοτικότητά του καταβαραθρωνόταν. Οι περισσότεροι Βενεζουελάνοι κατηγορούσαν την κυβέρνησή του για την οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα από το τέλος τού 2012. Σε μόλις ένα χρόνο, ο πληθωρισμός είχε εκτοξευθεί από το 20% σε περισσότερο από 50% και οι ελλείψεις ηλεκτρικής ενέργειας, τροφίμων, καθώς και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης είχαν γίνει μέρος τής καθημερινής ζωής. Ούτε οι προσπάθειες για τον έλεγχο της πανδημίας τής εγκληματικής βίας είχαν αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα. Η πλειοψηφία των κατοίκων τής Βενεζουέλας πίστευαν ότι η χώρα τους κατευθυνόταν προς την λάθος κατεύθυνση. Κάποιος θα μπορούσε να σκεφθεί ότι η κυβέρνηση Μαδούρο ήταν καταδικασμένη να χάσει τις επερχόμενες τοπικές εκλογές στις 8 Δεκεμβρίου - και μάλιστα εντυπωσιακά.

Στη συνέχεια, στις αρχές Νοεμβρίου, ο Μαδούρο ξεκίνησε μια επιθετική εκστρατεία για να διορθώσει τα προβλήματα της εικόνας του. Διακήρυξε έναν «οικονομικό πόλεμο» εναντίον των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Τις ανάγκασε να μειώσουν τις τιμές των εμπορευμάτων τους και προέτρεψε το κοινό να «αδειάσει τα ράφια». Μεγάλες ουρές καταναλωτών έκαναν ακριβώς αυτό, αδειάζοντας καταστήματα ηλεκτρονικών ειδών και συσκευών, ρούχων, ακόμη και παιχνιδιών. Σίγουρα, η εκστρατεία τού Μαδούρο απευθύνθηκε στις πραγματικές ανάγκες εκείνων που ψάχνουν να αγοράσουν τηλεοράσεις πλάσματος σε εξευτελιστικές τιμές, και τον βοήθησε να πάρει τον έλεγχο μιας από τις μεγαλύτερους εισαγωγικές εταιρείες ηλεκτρονικών τής Βενεζουέλας. Αλλά έτσι στοιχηματίζει ότι το σχέδιό του θα είναι αρκετό για να πείσει τον πληθυσμό ότι είναι ικανός να σταθεροποιήσει την παραπαίουσα οικονομία τής χώρας του και να προστατεύσει τα δικαιώματα μη προνομιούχων.

Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τής λαϊκιστικής στρατηγικής τού Μαδούρο δεν έχουν ακόμη φανεί. Όμως, ο πόλεμος στον ιδιωτικές επιχειρήσεις φαίνεται να έχει αποδώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο Μαδούρο ενδέχεται να έχει την δυναμική που χρειάζεται για να κερδίσει τις εκλογές αυτού του Σαββατοκύριακου και να δώσει στον τσαβισμό μια πολυπόθητη ώθηση.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΤΣΑΒΕΣ

Ο Μαδούρο συνηθίζει να μην αφήνει περιθώρια. Το 2012, ο ετοιμοθάνατος πρόεδρος Ούγκο Τσάβες κληροδότησε στον Μαδούρο μια σταθερή εκλογική πλειοψηφία, ένα κόμμα με μια τεράστια μηχανή πολιτικής προπαγάνδας, και την δηλητηριώδη ρητορική τού κινήματος του Τσάβες. Για τον Τσάβες, ο Μαδούρο ήταν ένας προφανής διάδοχος. Ήταν ο πιο κοντινός βοηθός του και είχε περάσει περισσότερο χρόνο με τον Τσάβες από κάθε άλλο μέλος τού εσωτερικού του κύκλου κατά την διάρκεια της μακράς θεραπείας για τον καρκίνο του στην Αβάνα. Αλλά τίποτε από αυτά δεν ήρθε λόγω χαρίσματος ή στρατηγικού οράματος. Στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν λίγες μόλις εβδομάδες μετά την φαραωνική κηδεία τού Τσάβες, ο Μαδούρο κέρδισε μόνο το 50,61% των ψήφων.

Μόλις πήρε την εξουσία, ο Μαδούρο προσπάθησε να επανορθώσει την ζημιά που είχε γίνει από την χλιαρή νίκη του. Ο αρχικός στόχος του ήταν να εξουδετερώσει την αντιπολίτευση. Προσπάθησε να το κάνει με δύο τρόπους: πρώτον, πείθοντας τυχόν επίδοξους διαδηλωτές ότι θα είναι στοχοποιημένοι και ότι οι ηγέτες τους θα πληρώσουν το κόστος (συμπεριλαμβανομένης της φυλάκισης) και, αφετέρου, πείθοντας πολιτικούς και στρατιωτικούς τής ελίτ τού Τσάβες ότι δεν επρόκειτο να ανεχθεί οποιεσδήποτε απειλές για το σύστημα που τους κρατά στην εξουσία. Μετά από αυτό, ο Μαδούρο προσπάθησε να ενισχύσει τον έλεγχό του σχεδόν σε κάθε πτυχή τής ζωής στην Βενεζουέλα.

Τον Απρίλιο, λίγες μόλις ημέρες μετά την εκλογή τού Μαδούρο, η κυβέρνησή του ενέκρινε την αγορά τής Globovision, ενός μικρού ειδησεογραφικού σταθμού από τα τελευταία προπύργια των μέσων ενημέρωσης της αντιπολίτευσης, από μια ομάδα επιχειρηματιών που συνδέονται με την αποκαλούμενη boli-bourgeoisie, την οικονομική τάξη που έχει ακμάσει υπό την προστασία τού κινήματος του Τσάβες. Από τότε, η αντιπολίτευση σχεδόν εξαφανίστηκε από τις οθόνες τής τηλεόρασης. Για παράδειγμα, μια πορεία χιλιάδων ατόμων στο Καράκας πριν από δύο εβδομάδες έμεινε ασχολίαστη. Το 2013, υπήρξαν περισσότερες από 160 δηλωμένες επιθέσεις σε δημοσιογράφους και σε προσωπικό των μέσων ενημέρωσης. Οι περισσότερες από τις περιπτώσεις συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με την κυβέρνηση. Και έτσι ο Μαδούρο έχει καταφέρει να κατασκευάσει μια συναινετική εικόνα γύρω από την επίσημη εκδοχή του για την πραγματικότητα.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου, η Βενεζουέλα αποσύρθηκε επίσημα από την Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, εμποδίζοντας έτσι το Δι-αμερικανικό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου από το να ασχοληθεί με τυχόν παραβιάσεις στην Βενεζουέλα. Ο Τσάβες είχε ανακοινώσει την αποχώρηση της χώρας από το σώμα τον Ιούνιο του 2012, αφότου το δικαστήριο εξέδωσε μια απόφαση υπέρ τού Raul Diaz, ενός Βενεζουελάνου τον οποίο το καθεστώς είχε κατηγορήσει ότι έβαλε βόμβα στην Πρεσβεία τής Ισπανίας και στο Προξενείο τής Κολομβίας στο Καράκας το 2003. Το δικαστήριο έκρινε ότι η Βενεζουέλα τον είχε αντιμετωπίσει απάνθρωπα ενώ ήταν στη φυλακή.

Στο τέλος τού περασμένου Σεπτεμβρίου, ο Μαδούρο δημιούργησε με διάταγμα το Στρατηγικό Κέντρο για την Άμυνα της Πατρίδας (CESPPA), μια οργάνωση πληροφοριών και αντικατασκοπείας που υποτίθεται ότι «προβλέπει και εξουδετερώνει πιθανές απειλές για τα ζωτικά συμφέροντα [της Βενεζουέλας]». Η αποστολή τού CESPPA είναι να λογοκρίνει τις πληροφορίες και τα γεγονότα που μπορεί να θεωρηθούν ως απειλή για την ασφάλεια της χώρας. Εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης κατήγγειλαν τον οργανισμό ως μέσο για κατασκοπεία εναντίον τους.