Γιατί η σύγκλιση θρέφει την σύγκρουση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η σύγκλιση θρέφει την σύγκρουση

Η εξομείωση θα απομακρύνει την Κίνα από τις ΗΠΑ
Περίληψη: 

Πολλοί φοβούνται ότι ο κόσμος θα διχαστεί όσο διευρύνεται το χάσμα που χωρίζει την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά είναι καιρός να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε ότι οι δύο χώρες προέρχονται από διαφορετικούς πλανήτες και ότι οι μεταξύ τους εντάσεις είναι προϊόν των διαφορών τους. Στην πραγματικότητα, μέχρι πρόσφατα, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες τα πήγαιναν αρκετά καλά - ακριβώς επειδή τα συμφέροντα και τα χαρακτηριστικά τους διέφεραν. Σήμερα, είναι η αύξηση των ομοιοτήτων τους που τις απομακρύνουν.

Ο MARK LEONARD είναι συνιδρυτής και διευθυντής του European Council on Foreign Relations και Bosch Public Policy Fellow στην Transatlantic Academy.

Πολλοί φοβούνται ότι στο όχι πολύ μακρινό μέλλον ο κόσμος θα διχαστεί όσο διευρύνεται το χάσμα που χωρίζει την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πώς, ρωτούν, μπορεί μια κομμουνιστική δικτατορία και μια καπιταλιστική δημοκρατία να γεφυρώσουν τις μεταξύ τους διαφορές; Αλλά είναι καιρός να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε ότι οι δύο χώρες προέρχονται από διαφορετικούς πλανήτες και ότι οι μεταξύ τους εντάσεις είναι προϊόν των διαφορών τους. Στην πραγματικότητα, μέχρι σχετικά πρόσφατα, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες τα πήγαιναν αρκετά καλά - ακριβώς επειδή τα συμφέροντα και τα χαρακτηριστικά τους διέφεραν. Σήμερα, είναι η αύξηση των ομοιοτήτων τους που τις απομακρύνουν.

Η σχέση ΗΠΑ-Κίνας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με εκείνη μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, της τελευταίας χώρας που ανταγωνίστηκε την αμερικανική δύναμη. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν η γεωπολιτική ήταν πάνω απ' όλα μια σύγκρουση ιδεολογιών, η πύκνωση των επαφών και η αυξανόμενη σύγκλιση μεταξύ των δύο απομακρυσμένων κοινωνιών ενίσχυσε την ύφεση.

Όμως, η σύγχρονη εποχή τής διεθνούς αλληλεξάρτησης έχει αντιστρέψει την δυναμική αυτή. Σήμερα, ο ανταγωνισμός έχει να κάνει περισσότερο με το κύρος παρά με την ιδεολογία. Ως εκ τούτου, οι διαφορές μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων συχνά οδηγούν σε συμπληρωματικότητα και συνεργασία, ενώ η σύγκλιση είναι συχνά η αιτία της σύγκρουσης. Καθώς επανεξισορροπούν τις οικονομίες τους και επαναρυθμίζουν την εξωτερική τους πολιτική, το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον ανταγωνίζονται όλο και περισσότερο για κοινά συμφέροντα. Και όπως θα μπορούσε να προβλέψει ο Σίγκμουντ Φρόυντ, όσο περισσότερο θα μοιάζουν η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο λιγότερο θα αρέσει ο ένας στον άλλον. Ο Φρόυντ το ονομάζει αυτό «ο ναρκισσισμός των μικρών διαφορών»: η τάση των ουσιαστικά παρεμφερών ανθρώπων να καθηλώνουν το βλέμμα στις μικρές μεταξύ τους διαφορές, προκειμένου να δικαιολογήσουν εχθρικά αισθήματα. Φυσικά, οι δύο χώρες δεν είναι με τίποτα ταυτόσημες. Όμως, το χάσμα που τις χώριζε πριν από μια γενιά έχει μειωθεί, και όσο συγκλίνουν, γίνονται όλο και πιο ευεπίφορες σε συγκρούσεις.

Όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ήρθε στην εξουσία το 2009, ήλπιζε να ενσωματώσει την Κίνα στα παγκόσμια θεσμικά όργανα και να την ενθαρρύνει να προσδιορίσει τα συμφέροντά της με βάση τη διατήρηση του μεταπολεμικού, καθοδηγούμενου από τη Δύση διεθνούς συστήματος. Αλλά, σχεδόν πέντε χρόνια αργότερα, σύμφωνα με αξιωματούχο των ΗΠΑ με τον οποίο μίλησα νωρίτερα αυτό το χρόνο, ο οποίος γνωρίζει πώς σκέπτεται ο πρόεδρος, η στάση του Ομπάμα προς τους Κινέζους περιγράφεται καλύτερα ως «απογοήτευση». Σύμφωνα με τον αξιωματούχο, ο Ομπάμα πιστεύει ότι οι Κινέζοι απέρριψαν την προσπάθειά του να διαμορφώσει μια άτυπη διευθέτηση «G–2» κατά το πρώτο ταξίδι του στην Κίνα, το Νοέμβριο του 2009, και ότι οι διαφωνίες μεταξύ τού Πεκίνου και της Ουάσιγκτον για την κλιματική αλλαγή, για ναυτιλιακά ζητήματα και για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο έχουν πείσει τον Ομπάμα ότι η Κίνα είναι περισσότερο ένα πρόβλημα παρά ένας εταίρος.

Οι Κινέζοι, από την πλευρά τους, δεν προτίθενται να διατηρήσουν μια υπό δυτική ηγεσία διεθνή τάξη, στη διαμόρφωση της οποίας δεν είχαν κανένα ρόλο. Γι’ αυτό, στην πορεία προς τη συνάντησή του με τον Ομπάμα, τον Ιούνιο στο κτήμα Sunnylands στην Καλιφόρνια, ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ προέτρεψε την δημιουργία «μιας νέου τύπου σχέσης των μεγάλων δυνάμεων» - έναν κωδικοποιημένο τρόπο για τους Κινέζους να πουν στους Αμερικανούς να σεβαστούν την Κίνα ως ισότιμη, να συμβιβαστούν με τις κινεζικές εδαφικές διεκδικήσεις και να περιμένουν ότι η Κίνα θα προσδιορίσει τα δικά της συμφέροντα και όχι ότι θα στηρίξει την δυτική ατζέντα στις διεθνείς σχέσεις.

Καθώς οι δύο μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις θα ξεδιπλώνουν τις νευρώσεις τους, ο υπόλοιπος κόσμος θα πνίγεται στο άγχος. Σε μια σειρά από σημαντικά οικονομικά και γεωπολιτικά ζητήματα, το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον προσπαθούν όλο και περισσότερο να παρακάμψουν ο ένας τον άλλον, και όχι να επενδύσουν σε κοινά θεσμικά όργανα. Οι συνέπειες για τον κόσμο θα είναι βαθιές. Παρά το γεγονός ότι το παγκόσμιο εμπόριο θα επεκταθεί και οι παγκόσμιοι θεσμοί θα επιβιώσουν, η διεθνής πολιτική θα κυριαρχείται όχι από ισχυρά κράτη ή διεθνείς οργανισμούς, αλλά μάλλον από ομάδες κρατών που θα συνενώνονται επειδή μοιράζονται παρόμοιο παρελθόν και επίπεδα πλούτου, και θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους είναι συμπληρωματικά. Αυτές οι πραγματιστικές, κάπως ad hoc ομαδοποιήσεις χωρών θα επιδιώκουν να βγαίνουν ενισχυμένες προς τα έξω, και οι αλληλεπιδράσεις της μιας με την άλλη θα επισκιάσουν τον σχηματισμό μιας ενοποιημένης, πολυμερούς φιλελεύθερης τάξης την οποία επιδιώκουν να οικοδομήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους από το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου και μετά.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ «ΚΙΝΑΜΕΡΙΚΗΣ»

Για το μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων δύο δεκαετιών, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες απολάμβαναν μια σχεδόν τέλεια συμβίωση. Οι κινεζικές αποταμιεύσεις χρηματοδοτούσαν την κατανάλωση στις ΗΠΑ. Οι κινεζικές εταιρείες κατασκεύαζαν προϊόντα σχεδιασμένα και οργανωμένα από μεταβιομηχανικές εταιρείες των ΗΠΑ. Και η εσωστρεφής εξωτερική πολιτική τής Κίνας δεν υπονόμευε ουσιαστικά την ηγεμονία των ΗΠΑ. Ο ιστορικός Niall Ferguson και ο οικονομολόγος Moritz Schularick θεωρούσαν τις δύο χώρες τόσο αλληλένδετες που άρχισαν να αναφέρονται σε αυτές ως μια ξεχωριστή οντότητα: «Κιναμερική».