Τα πραγματικά συμφέροντα της Γαλλίας στην Αφρική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα πραγματικά συμφέροντα της Γαλλίας στην Αφρική

Το παράδοξο των γαλλικών ανθρωπιστικών παρεμβάσεων
Περίληψη: 

Αυτά που η Γαλλία δηλώνει ως αιτίες για παρέμβαση έχουν αλλάξει με την πάροδο των ετών. Αλλά εάν η Γαλλία επιθυμεί πραγματικά να καθιερωθεί ως ηγέτιδα στις καθαρά ανθρωπιστικές επεμβάσεις, πρέπει να τις κάνει οπουδήποτε αλλού εκτός από την Αφρική.

Ο DAVID A. BELL είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Princeton. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του έχει τίτλο The First Total War.

Για χρόνια, η τάση τής Γαλλίας να παραδίδεται υπήρξε ένα διαρκές αστείο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν πάντα μια καρικατούρα, αλλά αυτές τις μέρες το αστείο έχει λιγότερο νόημα από ποτέ. Το 2011, η Γαλλία ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην εκστρατεία για την εκδίωξη του ηγέτη τής Λιβύης, Μουαμάρ αλ-Καντάφι, από την εξουσία. Πέρυσι, παρενέβη για να υποστηρίξει την κυβέρνηση του Μάλι εναντίον των ισλαμιστών ανταρτών. Και τώρα η Γαλλία έχει αναπτύξει στρατεύματα στο έδαφος της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της διεθνούς δύναμης που προσπαθεί να τερματίσει την καταστροφική εθνοτική σύγκρουση. Για τους Αμερικανούς, αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια περίεργη τροπή των γεγονότων. Η Γαλλία ξαφνικά ξανα-ανακάλυψε την ναπολεόντια στρατιωτική της ευρωστία; Μήπως έχει στόχο να ξεπεράσει τις προσφάτως στρατιωτικά διστακτικές Ηνωμένες Πολιτείες ως η κορυφαία παρεμβατική δύναμη της Δύσης;

Η απάντηση στην κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις είναι ένα σαφές, σταθερό «όχι». Στην πραγματικότητα, μεταπολεμικά η Γαλλία σπάνια είχε σοβαρούς ενδοιασμούς σχετικά με την χρήση βίας στο εξωτερικό. Αλλά, είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι οι παρεμβάσεις τής Γαλλίας έχουν την τάση να συγκεντρώνονται στο -ή κοντά στο- έδαφος της πρώην αποικιακής αυτοκρατορίας της. Από το 1960, η Γαλλία έχει στείλει στρατεύματα στην βόρεια και δυτική Αφρική δεκάδες φορές, υπό γκωλικές και σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. Η αποικιακή ιστορία τής Γαλλίας ακόμα χρωματίζει την στρατιωτική στρατηγική της με τρόπους που η γαλλική ρητορική τείνει πλέον να συσκοτίζει. Πράγματι, ο ενθουσιασμός τού σοσιαλιστή προέδρου Φρανσουά Ολάντ υπέρ των παρεμβάσεων εντάσσεται σε μια μακρά και όχι τόσο ένδοξη γαλλική παράδοση.

Σίγουρα, οι λόγοι που δηλώνει η Γαλλία για μια παρέμβαση έχουν αλλάξει με την πάροδο των ετών. Όταν η Γαλλία έστειλε αλεξιπτωτιστές για να σώσουν τον αυταρχικό πρόεδρο της Γκαμπόν, Λεόν Μπα, από μια απόπειρα πραξικοπήματος το 1964, ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ δεν κατέφυγε σε υψιπετή ρητορική για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εκπρόσωποί του μίλησαν για τις υποχρεώσεις τής Γαλλίας στην Γκαμπόν βάσει υπογεγραμμένων Συνθηκών και την ανάγκη να προστατευθούν οι Γάλλοι πολίτες στην χώρα. Πιο κυνικοί παρατηρητές σημείωσαν γρήγορα το μεγάλο μερίδιο της Γαλλίας στα πετροχημικά αποθέματα της Γκαμπόν - και το άμεσο οικονομικό συμφέρον κάποιων στον εσωτερικό κύκλο τού ντε Γκωλ από την επιχείρηση αυτή. Οι ίδιοι οι Αφρικανοί κατηγόρησαν την Γαλλία για νεοαποικιοκρατία. Η εφημερίδα West African Pilot υποστήριξε ότι η Γαλλία, παρά την φαινομενική παράδοση της εξουσίας, ήταν «ακόμα το πραγματικό αφεντικό σε ορισμένες αφρικανικές χώρες».

Αυτή η νεοαποικιακή σχέση ονομάστηκε κοροϊδευτικά - και όχι μόνο μεταξύ των Αφρικανών - ως Françafrique. Τόσο πρόσφατα όσο το 1985, κυρίως χάρη στις δραστηριότητες του γαλλικού ενεργειακού ομίλου Elf Aquitaine, η Γαλλία είχε 26.000 πολίτες στην Γκαμπόν - περισσότερους από ό, τι κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας. Πράγματι, η Γαλλία κατάφερε, κατά κάποιο τρόπο, να επεκτείνει ήσυχα τον ρόλο της στην Αφρική, στις δεκαετίες μετά την αποαποικιοποίηση, κυρίως με τις στρατιωτικές επεμβάσεις της σε χώρες που δεν ανήκαν καν στην γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία, όπως στην Λαϊκή Δημοκρατία τού Κονγκό (ή Ζαΐρ, όπως ονομαζόταν το 1978, όταν η Γαλλία ηγήθηκε μιας επιχείρησης εκεί κατά των ανταρτών Katangan).

Μέχρι την στιγμή τής τελευταίας παρέμβασης της Γαλλίας στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, η ρητορική τού Παρισιού είχαν αλλάξει κάπως. Ο Ζαν Μπεντέλ Μποκάσα, τον οποίο η Γαλλία είχε σε μεγάλο βαθμό υποστηρίξει αφότου κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα το 1966, είχε δημιουργήσει αμηχανία στους προστάτες του. Όχι μόνο είχε από τις χειρότερες επιδόσεις τής ηπείρου επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών μαθητών και της χρήσης βασανιστηρίων, αλλά και ο ίδιος προκάλεσε παγκόσμιο χλευασμό, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του αυτοκράτορα Μποκάσα Α’, σε μια πλήρους χλιδής τελετή στέψης κατά το πρότυπο του Ναπολέοντα. Στην Επιχείρηση Barracuda, που ξεκίνησε το 1979, Γάλλοι καταδρομείς και αλεξιπτωτιστές πήραν τον έλεγχο στρατηγικών σημείων στην πρωτεύουσα, επιτρέποντας στους εχθρούς τού Μποκάσα να τον ανατρέψουν. Η κυβέρνηση του κεντρώου Γάλλου προέδρου Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ενώ ισχυριζόταν ότι απλώς είχε υποστηρίξει ένα εγχώριο πραξικόπημα, δικαιολόγησε τον ρόλο της με βάση τις επιδόσεις τού Μποκάσα στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αλλά, με δεδομένους τους βαθείς στρατηγικούς και οικονομικούς δεσμούς τής Γαλλίας στην Αφρική, είναι δύσκολο να φανταστούμε οποιαδήποτε γαλλική επέμβασης εκεί ως καθαρά ανθρωπιστική. Λίγο μετά την Επιχείρηση Barracuda, για παράδειγμα, η γαλλική εφημερίδα Le Canard Enchaîné αποκάλυψε ότι ο Μποκάσα είχε δώσει προσωπικά στον Ζισκάρ ντ’ Εστέν διαμάντια αξίας 250.000 δολαρίων, γεγονός που υποδηλώνει ότι η παρέμβαση είχε πραγματοποιηθεί τουλάχιστον εν μέρει για να τερματίσει αυτό που είχε γίνει μια δυσάρεστη σχέση. Επιπλέον, η Γαλλία είχε συμφέρον να τιθασεύσει τον Καντάφι, ο οποίος είχε κάνει προσπάθειες να επεκτείνει την επιρροή του στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας, μετά την ανάληψη του ελέγχου τής Λιβύης νωρίτερα εκείνη την δεκαετία. Αυτός ο ανταγωνισμός με τον Καντάφι θα συνεχιστεί στα επόμενα χρόνια, ιδίως στο Τσαντ, όπου η Γαλλία οργάνωσε μια ιδιαίτερα σημαντική παρέμβαση εναντίον των ανταρτών που υποστηρίζονταν από την Λιβύη το 1983 και το 1984. Είναι αδύνατο να καταλάβουμε την ενθουσιώδη συμμετοχή τής Γαλλίας στην ανατροπή τού Καντάφι το 2011 έξω από το πλαίσιο του εν λόγω ανταγωνισμού. (Στο ίδιο πνεύμα, η ισχυρή στάση τού τότε προέδρου Ζακ Σιράκ κατά του πολέμου στο Ιράκ, παρότι προφητική, δεν μπορεί να αποσυνδεθεί εντελώς από τις μακροχρόνιες σχέσεις του με το Ιράκ και τον Σαντάμ Χουσεΐν).