Το Κυπριακό και η διαπραγμάτευση του ρίσκου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Κυπριακό και η διαπραγμάτευση του ρίσκου

Πώς μια φοβική αντιμετώπιση μπορεί να υπονομεύσει τις πιθανότητες βιώσιμης λύσης

Συμπερασματικά, κρίνω ότι το Κοινό Ανακοινωθέν δεν έχει να προσθέσει νέα, μη διαχειρίσιμα, νομικά ρίσκα σε σχέση με την κυπριακή κυριαρχία. Ενισχυτικές λεκτικές διαφοροποιήσεις θα μπορούσαν να γίνουν και μπορούν να γίνουν στην τελική συμφωνία, αλλά επί της ουσίας η νομική βάση τής διαπραγμάτευσης είναι στέρεη.

Τα πολιτικά ρίσκα φυσικά παραμένουν. Συγκεκριμένα, κάποιοι Τουρκοκύπριοι πολιτικοί μπορεί να συνεχίσουν να υποστηρίζουν ότι οι Τουρκοκύπριοι ως συνιδρυτές τού κράτους το 1960, κατέχουν ξεχωριστά το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης το οποίο κάποια στιγμή να ενεργοποιήσουν, εάν η συμφωνία καταρρεύσει – δηλαδή εξαργυρώνοντας το εθνοτικό «μερίδιο» της κυριαρχίας τους σε διεκδίκηση εδαφικής κυριαρχίας. Όμως, η επανάληψη της πρόνοιας του 1960 στο Κοινό Ανακοινωθέν, ότι δηλαδή απαγορεύεται η διχοτόμηση ή η απόσχιση, σαφώς δεν επιτρέπει στους Τουρκοκύπριους να δημιουργήσουν de jure νέο κράτος. De facto και μέσω ισχύος θα μπορούσαν – νομικά, όμως, οι ίδιοι αποδέχονται ότι δεν έχουν το δικαίωμα να το πράξουν, υπογράφοντας τη νέα συμφωνία. Εφόσον το νομικό ρίσκο καλυφθεί, πρέπει να δουλέψουμε εποικοδομητικά και με επιμονή, πέρα από εθνοτικούς διαχωρισμούς, ώστε στην πράξη να ελαχιστοποιήσουμε το πολιτικό ρίσκο, και μακροπρόθεσμα να το εκμηδενίσουμε, παρ’ όλο που στο τέλος δεν μπορεί να δοθεί εγγύηση ότι αυτό θα επιτευχθεί, αφού κάνεις δεν μπορεί να ελέγξει τις τοπικές, περιφερειακές και διεθνείς μεταβλητές στο μέλλον.

Καταληκτικά, όσον αφορά το θέμα τής κυριαρχίας κρίνω ότι στην τελική συμφωνία η διαπραγμάτευση πρέπει:

-να εδραιώσει – στο γράμμα και στο πνεύμα τής τελικής συμφωνίας – την έννοια ότι η κυριαρχία πηγάζει μεν από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, αλλά ότι αυτή είναι αδιαίρετη και άρα οποιαδήποτε χρήση «μεριδίου» κυριαρχίας στο μέλλον ρητά απαγορεύεται και θα είναι νομικά άκυρη

-σαφώς να καταγράφει, και όχι απλώς να υπονοεί, τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας όσον αφορά τη νέα κατάσταση πραγμάτων στην βάση των προνοιών του διεθνούς δικαίου

-να υπάρχει χαλαρότητα και ευελιξία στην ομοσπονδία, κάτι πολύ σημαντικό κατά τη δική μου άποψη: Άλλο κρατική κυριαρχία και άλλο πολιτειακές αρμοδιότητες. Περισσότερες εσωτερικές αρμοδιότητες στις πολιτείες δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη λιγότερη κρατική κυριαρχία, ιδιαίτερα και λόγω της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ που ενέχει πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και με κεκτημένο που πρέπει να εφαρμόζεται από όλους. Περισσότερες εσωτερικές αρμοδιότητες στις πολιτείες σημαίνει σίγουρα λιγότερα προβλήματα που θα μπορούσαν να προβληθούν στο εσωτερικό και διεθνώς ως προβλήματα και κρίσεις διακοινοτικής συνεργασίας και συνύπαρξης, άρα πολιτικά ρίσκα διαίρεσης, διάλυσης ή απόσχισης

-αν δεν καταργεί τις εγγυήσεις (υπάρχουν μεν αρνητικά αλλά και θετικά στο να υπάρχουν εγγυήσεις, ώστε να περιοριστούν τα ρίσκα όπως τα αντιλαμβάνεται η κάθε πλευρά), τουλάχιστον να τις διαφοροποιεί όσον αφορά το μονομερές δικαίωμα επέμβασης και χρήσης βίας από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Επεμβάσεις σε περίπτωση κατάρρευσης και βίαιων συγκρούσεων θα μπορούσαν να γίνουν μόνο μετά από διεξοδική συζήτηση και εξουσιοδότηση από διεθνή οργανισμό, όπως τα ΗΕ ή την ΕΕ ή το ΝΑΤΟ [8]. Ακριβώς λόγω του παρελθόντος, οι προϋποθέσεις επέμβασης πρέπει να διασαφηνιστούν πλήρως και να μην αποφασίζονται μονομερώς.

-σε θέματα εγγυήσεων, αν κριθεί ότι πρέπει να διατηρηθούν, πέραν από την διασαφήνιση και τον περιορισμό τους, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και πρόνοιες λήξης (sunset clauses) ή πρόνοιες επαναδιαπραγμάτευσης (renegotiation clauses). Δηλαδή, να εξεταστεί η πιθανότητα να υπάρχουν βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες εγγυήσεις αλλά όχι μακροπρόθεσμες και εσαεί. Παρ’ όλο που κάποιοι θεωρούν ότι τα ρίσκα μειώνονται κλειδώνοντας εσαεί συγκεκριμένα ζητήματα, ευέλικτες συμφωνίες επιτρέπουν επαναξιολόγηση στην βάση των βιωμάτων των εμπλεκομένων δρώντων και όταν οι φοβίες τους ενδεχομένως διασκεδαστούν με την πάροδο του χρόνου.

-να δημιουργηθούν γρήγοροι και αποτελεσματικοί μηχανισμοί επίλυσης διαφορών, ώστε οι διαφορές και οι τριβές να μην καταλήγουν σε διενέξεις, ούτως ώστε όχι μόνο νομικά αλλά και πολιτικά και πρακτικά να μην τίθεται στον δημόσιο λόγο και αντίλογο η ανάγκη διαίρεσης ή θέμα κατάχρησης της κυριαρχικής εξουσίας από οποιαδήποτε πλευρά.

Έχω αναλύσει αλλού, ότι την ίδια στιγμή που διεξάγονται συνομιλίες συνολικής διευθέτησης του Κυπριακού, υπάρχει και μια παράλληλη διαδικασία «ιδιωτικοποίησης της διευθέτησης» [9]. Οι Κύπριοι έχουν εκμεταλλευθεί το άνοιγμα των οδοφραγμάτων πριν από 11 χρόνια σε συνδυασμό με την ένταξη στην ΕΕ και τη μετατροπή τής κυπριακής διένεξης σε μη βίαιη, προχωρώντας σε ενδιαφέρουσες διακοινοτικές διευθετήσεις σε αξιοσημείωτο βαθμό. Για παράδειγμα, εμπορικές, τουριστικές, εκπαιδευτικές και περιβαλλοντολογικές συνεργασίες, αναστήλωση μνημείων και διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, πώληση ή ανταλλαγή περιουσιών, διεκδίκηση κυπριακών ταυτοτήτων και διαβατηρίων, διεκδίκηση περιουσιών και μόνιμης διαμονής στο νότιο τμήμα και υπό όρους σε ειδικές ομάδες στο βόρειο τμήμα, κτλ. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι αυτές οι διευθετήσεις μπορεί συχνά να επιλύουν το προσωπικό «Κυπριακό πρόβλημα» κάποιων πολιτών αλλά αυτό γίνεται στην ήδη προβληματική βάση καθεστώτων εξαίρεσης που περιορίζουν τα δικαιώματα, τις επιλογές και την ενεργό δημοκρατική εμπλοκή των ατόμων της «άλλης πλευράς».

Σε τελική ανάλυση, οι δυνατότητες, οι ευκαιρίες και τα ρίσκα των προνοιών μιας συνολικής διευθέτησης του Κυπριακού πρέπει να αξιολογηθούν σε σχέση και με τις δυνατότητες, τις ευκαιρίες και τα ρίσκα που δημιουργεί στην πράξη και επί του εδάφους αυτή η ιδιωτικοποίηση της διευθέτησης. Ιδιαίτερα, όσον αφορά την συστηματική εξαγορά και ανταλλαγή περιουσιών που εθνοτικοποιεί το διχοτομημένο έδαφος, συνεχίζει τον εποικισμό και κανονικοποιεί τα τετελεσμένα. Η ευρεία – και όχι η επιλεκτική και απομονωμένη – συνειδητοποίηση των ρίσκων, είναι επίσης σημαντικό χαρακτηριστικό μιας αναστοχαστικής κοινωνίας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: