Το ελληνικό ζήτημα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το ελληνικό ζήτημα

Για μια άλλη Ελλάδα σε μια διαφορετική Ευρώπη

Η Ελλάδα βρίσκεται την περίοδο αυτή και πάλι σε προεκλογική περίοδο. Επίσημα και τυπικά, για τις λεγόμενες ευρωεκλογές τού Μαΐου. Εκλογές, που συμπίπτουν με την δυσκολότερη μετά την κατάρρευση της δικτατορίας προσπάθεια να αποδείξουμε σαν συντεταγμένη κοινωνία, σαν χώρα και σαν έθνος ότι προσπαθούμε να βγούμε από την κρίση. Ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας. Κυρίως, όμως, να αποδείξουμε ότι η υπέρβαση, η κοινωνική συνοχή, το κράτος δίκαιου και ο πολιτειακός και πολιτικός εκσυγχρονισμός θα διαδεχθούν την ηθική, κοινωνική, πολιτική και κυρίως εθνική παρακμή.

Σε ένα μεγάλο και πολιτικά σημαντικό μέρος τής Ευρώπης, που επίσης ετοιμάζεται για την εκλογή των μελών τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η πολιτική αντιπαράθεση δεν γίνεται μόνο με ευρωπαϊκούς άλλα και με εθνικούς όρους. Μπορεί να σφάλλω αλλά δεν θυμάμαι αν στο παρελθόν, στην Οδύσσεια της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο εθνικός παρονομαστής και τα εσωτερικά ζητήματα και διλήμματα να επηρέαζαν σε τόσο μεγάλο βαθμό την -κατά τα άλλα- εκτιμώμενη ως «χαλαρή» ψήφο.

Οι ευρωσκεπτικιστές, ο αριθμός των οποίων φαίνεται να αυξάνει συνεχώς και αναμφίβολα θα έχουν σημαντική εκπροσώπηση στο νέο Ευρωκοινοβούλιο, προέρχονται πλέον από όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου. Δεν είμαι σίγουρα ο μόνος που πιστεύει ότι, κατά τις ενδείξεις, μια άνευ προηγουμένου ισχυρή εκπροσώπησή τους στην Ευρωβουλή θα αποτελέσει εμπόδιο αντί προκρίματος των αναγκαίων και σαρωτικών αλλαγών σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό θεσμικό και πολιτικό χώρο.

Οι φεντεραλιστές, στους οποίους ολοένα με μεγαλύτερους δισταγμούς εξακολουθώ να κατατάσσω τον εαυτό μου, εξακολουθούν να προωθούν μια άλλη Ευρώπη στην οποία, όμως, για να είμαστε ρεαλιστές, όλο και λιγότερο πιστεύουν κυβερνήσεις, πολιτικές δυνάμεις και βέβαια και οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι πολίτες. Το σύνθημα «ναι στη Ευρώπη» δικαίως έπεται πλέον της σκληρής πραγματικότητας και ερωτήματος «ναι, άλλα σε ποια Ευρώπη»; Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την εποχή τής σύλληψης του σχεδίου τού Jean Monnet και της διακήρυξης του Robert Schuman, ήταν δημιουργία, προϊόν αν προτιμάμε, των πολιτικών, οικονομικών και διοικητικών (γραφειοκρατικών) ελίτ. Για την ακρίβεια, είναι προϊόν συνεχών και αναγκαίων συμβιβασμών των εθνικών ελίτ. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Σήμερα, όμως, πεποίθησή μου είναι ότι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να προχωρήσει ερήμην των πολιτών της. Ελλείψει κοινής εξωτερικής πολιτικής είναι απούσα ως ενιαία πολιτική δύναμη διεθνώς. Ταυτόχρονα, γίνεται ολοένα και πιο απόμακρη από τους ίδιους τους πολίτες της. Δείχνει απόμακρη και απομονωμένη μέσα στο γυάλινο κτίριο της πλατείας Schuman στις Βρυξέλλες. Η Ευρώπη στην οποία τόσο πίστεψε η δική μου γενιά ήταν πόλος έλξης. Ήταν ταυτόχρονα πραγματικότητα και όραμα. Η σημερινή Ευρώπη δείχνει όλο και πιο πολύ να απομακρύνεται από τις αξίες και τις αρχές εκείνες που την ανέδειξαν στην λογική και στις καρδιές μας σαν την κοινή μας Ιθάκη.

Οι λεγόμενοι λαϊκιστές που μεταθέτουν και μεταφέρουν στο ευρωπαϊκό επίπεδο την αυταπάτη και την ουτοπία τής επίλυσης της ατζέντας των εθνικών προβλημάτων, προσφέρουν πολιτικό παραισθησιογόνο αντί λύσεων. Η κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ του ευρωπαϊκού βορρά και του ευρωπαϊκού νότου, και αντίστροφα μεταξύ του ευρωπαϊκού νότου και του ευρωπαϊκού βορρά, τροφοδοτεί και ενισχύει την εθνική, πολιτική, κομματική και προσωπική τους ατζέντα.

Τις σκέψεις αυτές προτίμησα να καταγράψω ως εισαγωγή στο κείμενο αυτό. Θα μπορούσαν, κατά κάποιο τρόπο, να αποτελέσουν και τον επίλογο.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Το πολωτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται, για μια ακόμη φορά στην Ελλάδα, η συζήτηση για το μέλλον μας, για την Ελλάδα στην Ευρώπη, καθώς και για το μέλλον της ίδιας της Ένωσης, χαρακτηρίζουν μια χώρα και ένα σύστημα που, ενώ προσπαθεί να βγει από την απαξίωση της κρίσης, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται με παρωχημένους όρους.

Ένα πράγμα πρέπει να είναι κατ' ευφημισμόν θέσφατο, μιας και προέρχεται από σωστές ή λάθος ανθρώπινες αποφάσεις: όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, από την επόμενη κιόλας ημέρα, οι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θα πρέπει από κοινού να αναζητήσουμε τις λύσεις που θα εγγυηθούν το μέλλον τής Ελλάδας μέσα από την αναζωογόνηση, ανανέωση και θεσμικό εκσυγχρονισμό τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόβλημα δεν είναι υπαρξιακό μόνο για την Ελλάδα. Είναι συνάμα υπαρξιακό και για την ίδια την Ένωση.

Και κάτι ακόμη. Η θεραπεία τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και για την Ελλάδα δεν είναι «καθόλου Ελλάδα ή λιγότερη Ευρώπη». Δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Χρειαζόμαστε ταυτόχρονα περισσότερη και πιο δημοκρατική Ευρώπη η οποία θα δίνει σε κάθε Ευρωπαίο πολίτη τουλάχιστον την ίδια σημασία με την αξία του ευρώ. Χρειαζόμαστε μια δικαιότερη και πιο διαφανή Ευρώπη που θα στηρίζεται στις αξίες εκείνες που κάποτε με το κεφάλι ψηλά τις ονομάζαμε ευρωπαϊκό ουμανισμό. Δηλαδή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, την αλληλοπάθεια, και την ατομική και κοινωνική αξιοπρέπεια.

Θα ήθελα, επίσης, να περιλάβω και την ατομική ελευθερία με κίνδυνο να χαρακτηριστώ υπερβολικός. Είμαι όμως; Ο κορυφαίος σύγχρονος Έλληνας φιλόσοφος της πολιτικής και πολιτικός φιλόσοφος Κωνσταντίνος Τσάτσος, στην «ΠΟΛΙΤΙΚΗ» ξεκαθαρίζει ότι η πολιτική εξουσία έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει σε κάθε άτομο τη «κοινωνική του υπόσταση». Να του παρέχει το «κοινωνικό του κύρος», που είναι απαραίτητο για να μπορέσει να αναπτύξει τη δημιουργική του υπόσταση. «Η πολιτική εξουσία οφείλει να διανέμει και τούτο το αγαθό με κριτήριο τη μεγαλύτερη δημιουργικότητα του συνόλου αλλά και του ίδιου του ατόμου…» στοχάζεται ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (ΠΟΛΙΤΙΚΗ, δεύτερη έκδοση, 1975, Εκδόσεις των Φίλων, σελίδα 221). Εκείνο, όμως, το σημείο το οποίο, κατεξοχήν, θα έπρεπε να έχει κατά νου η ελληνική και αναμφίβολα η ευρωπαϊκή πολιτική τάξη είναι η θεμελιώδης σημασία του δικαιώματος στην εργασία για την οποία ο Κων. Τσάτσος υπογραμμίζει ότι «...Η εργασία είναι χρέος και γι' αυτό κάθε άτομο έχει και δικαίωμα να του προσφέρεται από τη πολιτεία η δυνατότητα να εκπληρώσει αυτό το χρέος. Έχει δικαίωμα να ζητήσει να εργασθεί και δη εκεί όπου μπορεί πληρέστερα να αναπτύξει την δημιουργικότητα του κοινωνικού συνόλου» (ΠΟΛΙΤΙΚΗ, σελ 223). Καταγράφει δε την πεποίθηση του, ως αξιωματικό θεμέλιο μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατίας, ότι «η ελευθερία τής εργασίας χαρακτηρίζεται σαν ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της δημοκρατίας τού δυτικού τύπου».

Πόσο, αλήθεια, συμβατές είναι οι αξιακές -για τον τρόπο λειτουργίας τής δημοκρατίας στην Ευρώπη και στην Ελλάδα- προσεγγίσεις αυτές με τις σημερινές πολιτικές που υπαγορεύονται στην Ευρώπη και άτεγκτα, άκομψα και σε μεγάλο δε βαθμό και αναποτελεσματικά εφαρμόζονται στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες τού Ευρωπαϊκού Νότου; Ποιός είναι αλήθεια ο σύγχρονος ορισμός τής πολιτικής που έχει επιλέξει να περιθωριοποιήσει τον άνθρωπο, από κατεξοχήν αντικείμενο και υποκείμενο της πολιτικής, σε άνεργο, υποαπασχολούμενο, περιστασιακά εργαζόμενο, επαίτη και απελπισμένο; Υπάρχει άραγε χώρος, νόημα και σκοπός για άλλη πολιτική πέραν της ανθρωποκεντρικής;

Η ανάλυση αυτή θα είναι ατελής και εσφαλμένη αν δεν λαμβάνει υπόψη -στη κορυφή των παραμέτρων τής εθνικής αυτοαξιολόγησης και εκτίμησης δυνατοτήτων- την έλλειψη κοινωνικής συνοχής, την κρίση ταυτότητας και αξιών, το ήθος τής Ελληνικής Δημοκρατίας και την αδυναμία τού Κράτους (αυτού που αποκαλούμε Δημόσιο) να συμπεριφέρεται κατά τρόπο ορθολογικό και μη εχθρικό προς τους πολίτες. Επίσης, την σημασία του εξορθολογισμού τής λειτουργίας τής αντιπροσωπευτικής μας Δημοκρατίας και της ανάγκης εκσυγχρονισμού του πολιτειακού και πολιτικού μας συστήματος με βάση την πραγματική εικόνα τής Ελλάδας και κυρίως τον κοινό νου.

Δεν έχω την πρόθεση να αμφισβητήσω ότι αργά ή γρήγορα θα υπάρξει βελτίωση ορισμένων οικονομικών δεικτών και δεδομένων. Στη καθημαγμένη Ιθάκη μας, τόσο οι κυβερνώντες όσο και οι μνηστήρες του θρόνου μάς αδικούν. Οι μεν, διότι δίνουν υπερβολική σημασία στην ανάσχεση της κατακόρυφης πτώσης μας στην ύφεση και στην εθνική μας απαξίωση, παρουσιάζοντάς την περίπου ως σημαντικό επίτευγμα. Οι δε, διότι την αμφισβητούν και περίπου την αφορίζουν. Πιστεύουν, προφανώς, ότι αν επιβεβαιωθεί και επιτευχθεί σταθεροποίηση -στο κατώτερο σημείο των οικονομικών μας δυνατοτήτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας- η εξέλιξη αυτή αρκεί ή θα αρκούσε για να ανακόψει την πορεία προς πολιτικές ανατροπές. Η Ελλάδα πάσχει από την έλλειψη του μέτρου.

Επιπλέον, όπως άλλωστε και η πλειοψηφία των συμπολιτών μας, έχω μάθει από τα λάθη μας -στα οποία περιλαμβάνω και τα δικά μου- να είμαι τουλάχιστον επιφυλακτικός στην ανάγνωση και ερμηνεία των αριθμών μέσα από τους πολυεστιακούς φακούς των πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Θυμάμαι, με ανάμεικτα συναισθήματα νοσταλγίας και απογοήτευσης, ότι σχεδόν μέχρι την ημέρα που έφυγα από την Ουάσιγκτον (Ιούνιος 2009) πρόβαλα ως πρέσβης τα ακόλουθα επιτεύγματα της Ελλάδος με βάση τα επίσημα στοιχεία:

Το μέλος τής ευρωζώνης με την δεύτερη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση του ρυθμού του Α.Ε.Π.

Τη μείωση του προκληθέντος, μεταξύ άλλων και από την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, ελλείμματος του προϋπολογισμού από 7.5% (2004) σε 2.8% (2007).

Βλέποντας πρόσφατα τις σημειώσεις που χρησιμοποιούσα στις ομιλίες και δημόσιες εκδηλώσεις στην διάρκεια της θητείας μου στην Ουάσιγκτον, αισθάνομαι ότι ήμουν είτε αφελής είτε συνυπεύθυνος, ή και τα δυο. Τώρα πλέον, πέραν της αναγκαίας και απαραίτητης για την «αυτοκάθαρση» της αυτοκριτικής, έχω αναγκαστικά γίνει δύσπιστος. Προτιμώ να ερευνώ αντί να πιστεύω.

Με την ευκαιρία της πρόσφατης έκδοσης του βιβλίου μου έχω ακούσει και διαβάσει αρκετές κριτικές. Ορισμένοι, αρκετοί ομολογώ, μου λέγουν ότι ξαφνικά έγινα πολύ απαισιόδοξος. Επίσης, ότι η απαισιοδοξία και η απογοήτευση αναδύονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.

Ναι είμαι απαισιόδοξος. Γιατί η σημερινή Ελλάδα διώχνει τη καλλίτερη ,την πιο ικανή, την πιο εξωστρεφή καίτοι πιο μορφωμένη γενιά νέων. Τους λέει και στην πράξη τούς δείχνει πως αυτή η χώρα δεν κάνει πια γι' αυτούς. Δεν θέλει και δεν μπορεί να τους κρατήσει. Δεν έχουν μέλλον σ' αυτήν. Τους γυρίζουμε την πλάτη. Τους κλείνουμε την πόρτα. Αυτοί, τα παιδιά μας, δηλαδή, είναι η χαμένη γενιά της Ελλάδος. Μάλιστα, στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Ενώ όλοι οι διεθνείς αναλυτές προσπαθούν να προβλέψουν τις εθνικές, περιφερειακές και παγκόσμιες εξελίξεις ,για την Ελλάδα ένα πράγμα δείχνει να γίνεται σαφές. Το 2021, θα βρει την Ελλάδα με καλλίτερους μεν οικονομικούς δείκτες σε σχέση με σήμερα, πλην όμως χωρίς τον δυναμισμό και την ζωτικότητα της νέας γενιάς.

Μιλώ συχνά με ανέργους νέους αφού δεν απουσιάζουν πια από καμία ελληνική οικογένεια. Για να είμαι πιο ακριβής, δεν απουσιάζουν από την συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών. Τι νιώθουν; Ντροπή γιατί εξαρτώνται από το βοήθημα του πατέρα ή την σύνταξη του παππού. Απογοήτευση, συχνά απόγνωση, θυμό και κατάθλιψη. Μερικοί μοιάζουν να εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Έχουν σε ηλικία εικοσιπέντε ετών χαρακτηριστικά της τρίτης ηλικίας. Θα ήμουν αναξιόπιστος αν έλεγα ότι όλοι είναι στην κατάσταση αυτή. Όχι. Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Στην ανάλυση, όμως, της εικόνας τής Ελλάδας σημασία έχει ο κανόνας. Το δικό μου, όμως, ερώτημα είναι αν ένας νέος έχει την όρεξη και την δυνατότητα να φύγει, τί να του πω βλέποντας γύρω μου την έλλειψη ελπίδας, και ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο σε κάθε πρόοδο και καινοτόμο πρόταση που κατ' ευφημισμό λέγεται Κράτος;

Δέχομαι ότι, πράγματι, η διεθνής εικόνα τής Ελλάδος δείχνει να έχει βελτιωθεί τον τελευταίο καιρό. Η χειρότερη, όμως, για την κοινωνία και το μέλλον τής χώρας μας εξέλιξη είναι ότι στην εσωτερική του λειτουργία, απέναντι δηλαδή στους πολίτες, το Ελληνικό Κράτος, δείχνει ένα ολοένα και πιο σκληρό πρόσωπο που δεν συμβιβάζεται με το πολιτισμό μιας χώρας που εξακολουθεί να θέλει να λέγεται Ευρωπαϊκή. Για παράδειγμα, η φορολογική πολιτική δεν είναι ρεαλιστική και δεν συμβαδίζει με τον κοινό νου.

Διάβασα προ καιρού στο «Βήμα της Κυριακής» τα αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης της ΚΑΠΑ RESEARCH. Ανέτρεξα στα αναλυτικά αποτελέσματα στον ιστότοπο της Εταιρείας. Είναι εντυπωσιακά. Πιστεύω ότι η αιτιολόγηση της απαισιοδοξίας μου να τεκμηριώνεται και μέσω των δημοσκοπήσεων. Αναφέρω μερικά στοιχεία:

55,6% των ερωτηθέντων, δηλαδή ένας στους δυο, απάντησαν ότι θα έφευγαν από την Ελλάδα αν είχαν την ευκαιρία. Προεξοφλώ ότι η ηλικιακή διαστρωμάτωση των αποτελεσμάτων δείχνει ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό στους νέους.

Στο ερώτημα «σε ποια κατηγορία θα άνηκε ο σημαντικότερος Έλληνας του 2013», το 59,6% απάντησε ο «ανώνυμος άνεργος». Δεν απορώ διότι στην απαξιωτική κρίση των συμπολιτών μας, όπως δείχνει να καταγράφει η εν λόγω έρευνα, η επιλογή προσώπου τής κατηγορίας «ακαδημαϊκός» (5%) έπεται ακόμη και αυτής της κατηγορίας «ένας πολιτικός» (9.1%) και «ένας επιχειρηματίας» (7,3%). Είναι και αυτή μια μορφής δημοσκοπικής απάντησης στην απουσία, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, ενός αφυπνιστικού λόγου τής συντεταγμένης και κατεστημένης πνευματικής «ηγεσίας» του τόπου, που να ανταποκρίνεται επιτέλους στη κρισιμότητα των περιστάσεων.

Σύμφωνα με τις πλέον έγκυρες στατιστικές, η ανεργία των νέων τής Ελλάδος βρίσκεται πάνω από το 60%, στη κορυφή δηλαδή μεταξύ όλων των μελών τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημειώνω ότι σ' αυτούς δεν περιλαμβάνονται οι νέοι που εργάζονται (για παράδειγμα) 15 ώρες την εβδομάδα με μισθό 200 ευρώ το μήνα, χωρίς εργασιακούς όρους και χωρίς ασφάλιση. Η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων νέων είναι ανασφάλιστη.

Όταν ήμουν στην Ουάσιγκτον, σε κάθε συνάντηση Έλληνα υπουργού με τους αξιωματούχους τού Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, έμπαινε τακτικά από πλευράς του διεθνούς οργανισμού, το θέμα τής βελτίωσης της λεγόμενης «ελαστικότητας στην αγορά εργασίας». Σήμερα, η Ελλάδα που αυτοπροβάλλεται ως «πετυχημένη ιστορία» (success story), μπορεί να καυχιέται ότι πράγματι έχει επιτύχει το πιο «ελαστικοποιημένο» εργασιακό καθεστώς μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Κυρίως, σε ό,τι αφορά στην εργασία τής νέας γενιάς.

Δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς που οι νέοι με τη σειρά τους γυρίζουν την πλάτη στην πολιτική έκφραση και έκφανση, σε βαθμό μάλιστα επικίνδυνο. Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις έρευνες της κοινής γνώμης είναι αποκαλυπτικά. Άλλωστε, τί χρειαζόμαστε τις έρευνες; Όποιος θέλει πραγματικά να αφουγκρασθεί την ελληνική κοινωνία και τους νέους δεν έχει παρά να βγει έξω από τον γυάλινο κόσμο που ζει, αποκομμένος από την πραγματικότητα.

Ναι, είμαι απαισιόδοξος. Γιατί η Ελλάδα που σήμερα κτίζεται θα είναι αύριο μια χώρα κατά πλειοψηφία γηρασμένων, θυμωμένων συνταξιούχων, και κατά συντριπτική πλειοψηφία ανέργων ή υποαπασχολούμενων νέων. Θα έχει επίσης μια μικρότερη -ευτυχώς- δημόσια διοίκηση πλην όμως απαξιωμένη και κυρίως αποδυναμωμένη. Από ποιους; Μα, από τον φυσικό πατέρα τής τερατογένεσής της, που δεν είναι άλλος από το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Πρόκειται για ένα φαινόμενο, οι επιπτώσεις τού οποίου ισχυρίζομαι ότι θα γίνουν κάτι παραπάνω από αισθητές στην αδυναμία τής δημόσιας διοίκησης, του δημόσιου τομέα με αλλά λόγια, να φέρει την σημερινή Ελλάδα έξω από την κρίση, και την αυριανή Ελλάδα στην ανάπτυξη και στον εκσυγχρονισμό. Τα συνεχή κρούσματα διάλυσης και χαλάρωσης του κρατικού μηχανισμού, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, δεν οφείλονται πλέον σε κομματικές παρεμβάσεις όσο, κυρίως, στην έλλειψη κινήτρων, στην αδιαφορία και στην ισοπέδωση των πάντων προς τα κάτω.

Χθες, η δημόσια διοίκηση έπασχε από πολιτική/κομματική υπερτροφία. Σήμερα και αύριο θα υποφέρει από το «σύνδρομο της απαξίωσης’ και έλλειψης κινήτρων. Ο αποκεφαλισμός μιας δυσλειτουργικής δημόσιας διοίκησης με πολλά μείον, ελαττώματα και ανεπάρκεια, χωρίς όμως να έχει διασφαλισθεί η συνέχειά της με την απαραίτητη εμπειρία και γνώση, θα δημιουργήσει προβλήματα στο εγγύς μέλλον. Εύχομαι και ελπίζω να διαψευσθώ.

Παρά την κρίση, υπάρχει ένα είδος που εξακολουθεί να ευδοκιμεί. Οι διάφοροι ετερόφωτοι σύμβουλοι, ειδικοί και μη. Κατακλύζουν διαχρονικά τα πάσης φύσεως γραφεία τής εξουσίας έχοντας, κατά δήλωση, αξιόλογους τίτλους σπουδών. Σπάνια, όμως, ξεχώρισαν για την δυνατότητά τους να κινηθούν με ρεαλιστικό και πραγματιστικό στόχο. Σαν να είναι εικονολάτρες, αποφεύγουν την όσμωση με την διοίκηση, κατά κανόνα, επιδιώκουν να υποκαταστήσουν και να την αντικαταστήσουν. Διαρκούν ένα δωδεκάμηνο ή ένα εξάμηνο ανάλογα με τον χρόνο που η πηγή τής εξουσίας τους -υπουργός ή υφυπουργός- μένει στη θέση της. Συνήθως αποχωρούν όπως ακριβώς έρχονται, την ίδια μέρα αποπομπής ή μετακίνησης του υπουργού. Αν ο υπουργός μετακινείται σε άλλο θώκο, τον ακολουθούν ως οιονεί «κατά πάντα και δια πάντα» γνώστες και ικανοί. Την επόμενη μέρα έρχονται άλλοι, καινούργιοι, που πρεσβεύουν νέα συνήθως πολιτική -συνήθως με κατασταλαγμένες απόψεις για ριζική αλλαγή όταν πρόκειται για αναδόμησή στην ίδια κυβέρνηση- ανατρέποντας την προηγούμενη. Ακολουθώντας πιστά τη προσωπική γραμμή τού νέου υπουργού στον προθάλαμο του οποίου έχουν εγκατασταθεί. «Όλα ξεκινούν σήμερα», είναι συνήθως το γενικό πρόσταγμα.

Αυτά συμβαίνουν ακόμη και σήμερα. Σε βαθμό, μάλιστα, ασύμβατο με την εικόνα τής ανέχειας, της κρίσης και της ανάγκης για περιστολή των λειτουργικών δαπανών τού δημοσίου. Μπορεί να διασφαλισθεί με το τρόπο αυτό συνέχεια και συνέπεια;

Η μείωση του δημοσίου τομέα χωρίς ανάλογη μεταβολή των όρων λειτουργίας, δράσης και συμπεριφοράς τού πολιτικού μας συστήματος δεν θα μπορέσει και δεν θα αρκέσει να φέρει την υπέρβαση, την αισιοδοξία και την ελπίδα. Είναι εθνική ανάγκη η ιθύνουσα πολιτική τάξη, αυτή που με την δική μας σύμπραξη και συμμετοχή κυβερνά εδώ και τέσσερις δεκαετίες και η άλλη που ετοιμάζεται να κυβερνήσει, να δώσουν το παράδειγμα. Όταν αναφέρω αυτά σε γνωστούς μου πολιτικούς συνήθως μου απαντούν: δεν βλέπεις ότι σήμερα έχουν γίνει τεράστιες αλλαγές, συλλαμβάνονται, δικάζονται και καταδικάζονται πολιτικοί και πολιτικοί φίλοι. Συνέβαιναν αυτά χθες; Ναι, σίγουρα είναι ένα βήμα προς τα εμπρός. Αποδίδω, όμως, την ίδια και ακόμη μεγαλύτερη σημασία στη συνταγματική και θεσμική ανασυγκρότηση και μεταρρύθμιση των σχέσεων της Πόλης με τους Πολιτικούς και τους Πολίτες. Οι δίκες και οι καταδίκες σίγουρα δείχνουν απλά και μόνο ότι ο νόμος έχει αρχίσει να εφαρμόζεται. Όπως γίνεται σε κάθε ευνομούμενη Πολιτεία.

Επιμένω στη σημασία και στην ανάγκη δημιουργίας προτύπων στην ελληνική κοινωνία. Προτύπων αντί κακέκτυπων. Δεν είμαστε μόνο μια οικονομία σε συνεχή ύφεση. Είμαστε μια κοινωνία με πολίτες σε καθεστώς κατάθλιψης. Δεν είναι δυνατόν, ακόμη και σήμερα, να διατηρούμε και να συντηρούμε την Ελλάδα των δυο ταχυτήτων. Τόσο έναντι της απονομής δικαιοσύνης διατηρώντας το Νόμο Περί Ευθύνης Υπουργών, όσο και με την διατήρηση μιας ανεξέλεγκτης και παράλληλης αγοράς εργασίας που αφορά μόνο ολίγους. Δηλαδή, την υπαλληλία της Βουλής. Το κύρος και το αυτοδιοίκητο της Βουλής των Ελλήνων δεν κινδυνεύουν από το Α.Σ.Ε.Π. Κινδυνεύουν, αντιθέτως από την εμπέδωση της πεποίθησης ότι στελεχώνεται με ποσόστωση «ημετέρων και υμετέρων». Εκτός τού πλαισίου που ορίζει η νομοθεσία για όλους τους άλλους, τους πολλούς, για οποιαδήποτε θέση εργασίας στον δημόσιο.

Επιπλέον, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων πρέπει τακτικά, ανά έτος, να ελέγχονται. Είτε από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, είτε από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Δεν είναι προς το συμφέρον τού κύρους τής πολιτικής και των πολιτικών -όποιο έχει απομείνει- των ίδιων των κομμάτων, καθώς και της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, να μην υπόκεινται σε έλεγχο. Αυτά που πρέπει να αλλάξουν είναι ανώδυνα απέναντι στην οδυνηρή απαξίωση και περιφρόνηση που προκαλεί στη συνείδηση της κοινωνίας η εδραιωμένη αντίληψη για σπατάλη ή κακοδιαχείριση.

Κάτι ακόμη: αν ένας πολιτικός αρχηγός δεν μπορεί να έχει νοικοκυρεμένα τα οικονομικά ενός κόμματος, το όποιο σημειωτέον χρηματοδοτείται από τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου, πως είναι δυνατόν να του εμπιστευθούμε τα οικονομικά και την διακυβέρνηση της χώρας;

Εάν κάποιο κόμμα δεν θελήσει ή αρνηθεί τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης επί δυο συνεχή έτη, τότε αυτόματα θα αναστέλλεται η δυνατότητα της συνέχισης της χρηματοδότησής του από το Δημόσιο. Η χρηματοδότηση θα μπορεί να χορηγηθεί εκ νέου, εφόσον το συγκεκριμένο κόμμα συμμορφωθεί. Αναγνωρίζω την σημασία και την ανάγκη μερικής χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων από το δημόσιο ταμείο. Μόνο, όμως, εφόσον δεχθούν τον διαχειριστικό-οικονομικό έλεγχο που άλλωστε υφίσταται οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Με άλλα λόγια, όχι δυο μέτρα και δύο σταθμά.

Επιπλέον, έχει γίνει φορολογικός έλεγχος εισοδήματος για τα λεγόμενα «επαγγελματικά κομματικά στελέχη» που μισθοδοτούνται από τα κόμματα; Έχουν υποβάλει κανονικά φορολογικές δηλώσεις τύπου Ε1; Ας γίνει ένας δειγματοληπτικός έλεγχος για την τελευταία εικοσαετία. Αυτό δεν είναι λαϊκισμός. Είναι δικαιοσύνη. Είναι παράδειγμα συμπεριφοράς. Έτσι δημιουργούνται πολιτικά πρότυπα. Δεν τα έχουμε σήμερα ανάγκη;

Η ΦΥΓΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑΣ

Εκτός από τους νέους, η σημερινή Ελλάδα διώχνει και επιτυχημένους επιστήμονες, καθηγητές, γιατρούς, μηχανικούς και τόσους άλλους για τη μόρφωση και την κατάρτιση των οποίων έχει επενδύσει δισεκατομμύρια ευρώ. Η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό είναι η πιο δαπανηρή, άλλα και η πιο αποδοτική. Προσπαθούμε να φέρουμε νέες επενδύσεις και διώχνουμε μακριά, φοβούμαι οριστικά, το ανθρώπινο κεφάλαιο, το ανθρώπινο δυναμικό στο οποίο έχουμε επενδύσει την παιδεία, την γνώση και την εμπειρία. Με λίγα λόγια το μέλλον μας, το μέλλον τού τόπου. Έχει κοστολογηθεί πόσο έχει στοιχίσει στην Πολιτεία για παράδειγμα η επαγγελματική εκπαίδευση ενός γιατρού ή ενός μηχανικού; Το άθροισμα του πραγματικού συνολικού κόστους τής φυγής, του διωγμού του ανθρώπινου κεφαλαίου από την Ελλάδα, τι δείχνει; Κάθε νέος επιστήμονας που φεύγει μαζί με τους χιλιάδες νέους, βάζει μια ακόμη σφραγίδα έλλειψης εμπιστοσύνης στο παρόν και στο μέλλον τού τόπου αυτού. Στερεί επίσης την Ελλάδα τού 21ου αιώνα από καινούργιες και καινοτόμες ιδέες. Αντίθετα, είναι μια έτοιμη μονάδα σκέψης, παραγωγής και ανάπτυξης στις χώρες υποδοχής.

Επίσης, σ' αυτή την χώρα φεύγει, διώκεται και ο πολιτισμός. Δηλαδή, το κατ' εξοχήν αγαθό που δίνει διαχρονικά στην Ελλάδα την προστιθέμενη αξία που της λείπει. Το βιβλίο, η ιστορία, τo θέατρο και ο πολιτισμός είναι μεταξύ των θυμάτων τής δικής μας στάσης και θέσης για να προσαρμοσθούμε προς τις απαιτήσεις των δανειστών μας.

Τρία παραδείγματα έχω υπόψη μου:

- Το Αρχαιολογικό Μουσείο τής Νεμέας, όπως με αγωνία έκρουσε προ μηνών τον κώδωνα του κινδύνου ο καθηγητής Στέφαν Μίλλερ, κινδύνευε να κλείσει λόγω έλλειψης κονδυλίων για την πρόσληψη φυλάκων.

- Πριν από μερικούς μήνες ήμουν στην Θεσσαλονίκη. Πληροφορήθηκα ότι το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, που δεν είναι μόνο Μουσείο άλλα έχει το πληρέστερο αρχείο για το Μακεδονικό Ζήτημα, κινδύνευε και αυτό να κλείσει λόγω έλλειψης πόρων.

- Κλείνει, κατά τα δημοσιευθέντα, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Αν αυτός δεν είναι ο ορισμός τής πολιτισμικής παρακμής, τότε αλήθεια ποιος είναι; Τι νόημα έχει να βελτιώσουμε την οικονομική μας ανταγωνιστικότητα αν δεν έχουμε τις σταθερές αξίες και τον πολιτισμό μας;
Προτείνω μια λύση που θα έχει –εκτιμώ- δημοσιονομικό αποτέλεσμα ισοδύναμο της δαπάνης που απαιτείται για την συντήρηση των δύο Μουσείων και την διάσωση του Ε.ΚΕ.ΒΙ.: Να περικοπούν δύο θέσεις συμβούλων, ειδικών συμβούλων κλπ. από όλα τα υπουργικά και υφυπουργικά γραφεία, οι οποίες μάλιστα αυξήθηκαν με πρόσχημα και την ελληνική προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΔΙΕΘΝΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Δεν κρύβω ότι ανήκω σ' αυτούς που δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την εικόνα τής σημερινής Ελλάδας: Χωρίς ή με περιορισμένη οικονομική ανεξαρτησία, με περιορισμένη ή υπό επιτήρηση και εποπτεία εθνική κυριαρχία, πολιτικά αδύναμη στην φυσική της οικογένεια, στην Ευρώπη. Με μειωμένο κύρος και αξιοπιστία στα Βαλκάνια.

Δεν θυμάμαι ποτέ στα τελευταία σαράντα χρόνια, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, η Ελλάδα να δέχθηκε τέτοια υποβάθμιση και τόσα πολλά κτυπήματα στην διεθνή της εικόνα. Η δύναμη και η αξιοπιστία μιας χώρας δεν μετριέται μόνο με το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων της. Εξαρτάται και από τον τρόπο που μας υπολογίζουν ή δεν μας υπολογίζουν οι άλλοι. Εξαρτάται από την ηγεσία, από το ηθικό και από το κύρος. Είμαστε τουλάχιστον για μια τριετία πρωτοσέλιδο στον διεθνή τύπο. Η απαξιωτική και σκωπτική διάθεση δεν αφορούσε μόνο στο κράτος άλλα έπληξε και εθνικά μας χαρακτηριστικά.

Η επιδείνωση της διεθνούς εικόνας τής Ελλάδος -παρά τα όσα ισχυρίζονται ορισμένοι- έχει επηρεάσει και την εξωτερική της πολιτική. Έχει επίσης αρνητικά επιδράσει στις δυνατότητες της για διαμόρφωση ευνοϊκών ή αν προτιμάτε κατάλληλων συνθηκών για την προώθηση των συμφερόντων μας. Δεν είναι σίγουρα η πρώτη φορά που η Ελλάδα βρέθηκε στο στόχαστρο των διεθνών μέσων ενημέρωσης. Αυτό είχε συμβεί και στο παρελθόν, κατά τις τέσσερις δεκαετίες τής μεταπολίτευσης. Ποτέ, όμως, δεν πέσαμε τόσο χαμηλά, για τόσο μεγάλο διάστημα και στα μάτια και χείλη τόσων πολλών.

Η πτώση αυτή και οι συνέπειες της είναι ορατές ακόμη και σήμερα. Πάρα το γεγονός ότι υπάρχει αναμφίβολα βελτίωση, σε σύγκριση με την περίοδο 2009-2012, στη διεθνή εικόνα και κυρίως στην άξια και σημασία της θέσης τής χώρας. Όπως εξηγώ πιο κάτω, τον σημαντικότερο ρόλο στην αναβάθμιση της σημασίας τού Ελλαδικού χώρου έπαιξαν και παίζουν οι δραματικές και απρόοπτες, ως προς το βάθος χρόνου και τις επιπτώσεις, εξελίξεις στην Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική.

Ενδεικτικά και μόνο καταγράφω ορισμένες περιπτώσεις:

- Υπογραφή διεθνούς συμφωνίας χωρίς διαπραγμάτευση (Μνημόνιο Ι): Όταν η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας αποδέχεται και υπογράφει απροετοίμαστη και χωρίς επεξεργασμένη στρατηγική πρόβλεψη ή έστω μέθοδο τακτικής, χωρίς καν να την έχει διαβάσει και συζητήσει μια επαχθή διεθνή συμφωνία, αυτό δεν αποτελεί ένα «πρότυπο», ένα μοντέλο διαπραγματευτικής συμπεριφοράς; Αφήνω στην άκρη το ίδιο το περιεχόμενο της πρώτης δανειακής σύμβασης. Εξετάζω μόνο το τρόπο «διαπραγμάτευσης» και συνομολόγησής της. Θυμίζει περισσότερο τη Συμφωνία Ειρήνης των Παρισίων (συμφωνία μεταξύ νικητών και ηττημένων), ο τρόπος με τον όποιο επεβλήθη στην Ελλάδα. Αυτή είναι η ευρωπαϊκή εμπειρία. Καλό θα ήταν να το υπενθυμίζαμε σε όλους εκείνους που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η δικαιοσύνη και το συμφέρον είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Ειδικά στην Ευρώπη.

- Όταν ο πρωθυπουργός τής χώρας υφίσταται ανελέητο σφυροκόπημα από τους φυσικούς μας εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση -αποφεύγω να χρησιμοποιήσω την λέξη ταπείνωση- επειδή ανακοίνωσε ότι θα προσφύγει σε δημοψήφισμα, τον πιο δημοκρατικό τρόπο έκφρασης της ελεύθερης βούλησης των πολιτών, τούτο τι σημαίνει; Είναι αυτή χώρα με κύρος και αξιοπρέπεια; Διαβάζω τις περιγραφές, ακριβείς ή κατά προσέγγιση της αληθείας, Ευρωπαίων πολιτικών για τον τρόπο που αντιμετωπίσθηκε η Ελλάδα στην Συνάντηση Κορυφής τής Νίκαιας και διερωτώμαι πώς είναι δυνατό να υποστηρίζεται ότι δεν έχει υποστεί ζημιά η διεθνής εικόνα τής Ελλάδας;

- Όταν ο αρχηγός τής Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, την ίδια περίοδο, αντιμετωπιζόταν παγερά και περίπου απαξιωτικά από τους ομογάλακτους πολιτικούς ηγέτες τής Ευρώπης απλά και μόνο διότι προέβαλε τότε μια άλλη πολιτική, αυτό δεν δείχνει μείωση του κύρους τής χώρας;

- Τον Δεκέμβριο του 2011, η Ελλάδα υπέστη μια διπλωματική ήττα στη Χάγη. Καταδικάσθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο, μετά από την γνωστή προσφυγή της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας τής Μακεδονίας. Το κράτος που ορισμένοι με περιφρόνηση αποκαλούν «μόρφωμα» και άλλοι «κρατίδιο». Το κράτος αυτό επωφελήθηκε και από τους δικούς μας εσφαλμένους χειρισμούς και δικαιώθηκε. Η Ελλάδα καταδικάσθηκε. Προσθέτω ότι το Διεθνές Δικαστήριο τής Χάγης ήταν ο θεσμός-πυλώνας τής εξωτερικής μας πολιτικής μετά τη μεταπολίτευση.

- Η Ελλάδα στην κρίσιμη αυτή περίοδο περιθωριοποιήθηκε πολιτικά σε επικίνδυνο σημείο στα Βαλκάνια. Την περιοχή, δηλαδή, που θεωρούσε ως ναυαρχίδα των επιτυχιών τής εξωτερικής της πολιτικής, περίπου για μια δεκαπενταετία. Περιθωριοποιήθηκε, κυρίως πολιτικά. Είναι θετικό δείγμα αυτογνωσίας και ρεαλισμού το γεγονός ότι, ευτυχώς, αγνοήθηκε από την κυβέρνηση η με τυμπανοκρουσίες ανακοινωθείσα τον Οκτώβριο 2009 «ΑΤΖΕΝΤΑ 2014», στην οποία άλλωστε η σημερινή Ελλάδα λίγα θα μπορούσε να προσφέρει. Ιδίως σε σύγκριση με μια άλλη Ελλάδα... Ένοιωσα ταπεινωμένος όταν τον Ιούνιο 2012, κατά την διάρκεια ενός διεθνούς συνεδρίου στην Σόφια, άκουσα να χαρακτηρίζεται από τους βαλκάνιους γείτονές της η Ελλάδα σαν «failed state» (κράτος αποτυχία). Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για κράτη όπως το Αφγανιστάν, η Σομαλία, κ.λπ.

Επιπλέον, η εκ μέρους τής Αλβανίας υπαναχώρηση από την Συμφωνία τού 2009 για τις Θαλάσσιες Ζώνες αποτέλεσε, μεταξύ των άλλων λόγων, επίδειξη πολιτικής αυτοπεποίθησης και αίσθησης ισχύος εκ μέρους των Τιράνων. Επίσης, η Ελλάδα είναι απούσα -διότι έτσι επέλεξε- από την κρίσιμη διαδικασία συμφιλίωσης μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου και άβουλη στην κρίση τής Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Κρίμα.

- Διόλου τυχαία, το Κυπριακό μπαίνει στη πιο κρίσιμη καμπή του μετά το 2004. Η Ελλάδα, όπως άλλωστε και η Κυπριακή Δημοκρατία, έχει μεν τη βούληση, πλην όμως δεν έχει την στιγμή αυτή την διαπραγματευτική ισχύ, το πολιτικό-διπλωματικό πλεόνασμα κεφαλαίου και την εμβέλεια που είχε στο παρελθόν. Δεν αμφισβητώ προθέσεις. Στέκομαι μόνο στο πλέγμα των παραμέτρων που προσδιορίζουν την λεγόμενη «διαπραγματευτική ισχύ». Η οικονομία, το κύρος και η αξιοπιστία είναι ουσιώδεις παράμετροι του προσδιορισμού της. Δεν θα επεκταθώ.

Ευτυχώς, η στάση κυρίως του Τάσσου Παπαδόπουλου το 2004, σε συμφωνία και συνεννόηση στην Λουκέρνη με τον Κώστα Καραμανλή και τον Πέτρο Μολυβιάτη, απέδειξε ότι υπάρχει πάντοτε ελπίδα. Ότι υπάρχει πάντα μια ευκαιρία μετά την λεγόμενη «τελευταία ευκαιρία». Το δημοψήφισμα είναι για μια ακόμη φορά η ισχυρότερη και ασφαλέστερη δικλείδα ασφαλείας.

Μια κακή λύση θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα στην Κύπρο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην νοτιο-ανατολική Μεσόγειο σε σύγκριση με την παράταση της σημερινής κατάστασης. Συνεκτιμώ, βέβαια, ότι και η Άγκυρα, λόγω της αλαζονείας, της καθεστωτικής πρακτικής και του ιδεολογικο-θρησκευτικού πλαισίου δράσης και αντίδρασης τού Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται την στιγμή αυτή σε δυσχερή θέση στο εσωτερικό, σε μειονεκτική θέση στη Μέση Ανατολή (προβληματικές σχέσεις με Συρία, Ισραήλ, Αίγυπτο) και σε περίοδο με ερωτηματικά στις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον.

Εν τούτοις, θα ήταν σοβαρό σφάλμα να υποθέσει ή να εκτιμήσει κάποιος ότι στο Κυπριακό ο κ. Ερντογάν σήμερα είναι πιο εύκαμπτος σε σχέση με το 2004. Η όψιμη και αναγκαστική του σύμπλευση με το κατεστημένο, τον φέρνει σε πλήρη ευθυγράμμιση με την πιο άκαμπτη θέση εδικά στο ζήτημα της Κύπρου. Αυτό, άλλωστε, δεν υπάρχει και ειδικός λόγος να αιτιολογηθεί. Επίσης, παρά τις όποιες σοβαρές διαφορές τους, Ουάσιγκτον και Άγκυρα με τη συνδρομή και του Λονδίνου, είχαν κατά κανόνα κοινό τόπο σε σχέση με την λεγόμενη πολιτική λύση του Κυπριακού.

Κλείνω με μια παραίνεση: Τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία, να ρίξουν το ειδικό βάρος των δράσεών τους στο Κογκρέσο. Η ρήξη Τουρκίας-Ισραήλ μπορεί να πολλαπλασιάσει τα οφέλη τής στήριξης που σε συγκεκριμένες περιστάσεις είχαμε στο CAPITOL HILL. Η στήριξη από το Κογκρέσο ήταν η «προστιθέμενη δύναμη της Ελλάδος» στην Ουάσιγκτον. Όταν βέβαια είχαμε την διάθεση να ασχοληθούμε και να τρέξουμε, καθώς και τα αναγκαία μέσα.

- Ανεξάρτητα από τις πραγματικές συνθήκες που προσδιορίζουν την σημερινή αποτύπωση ισχύος και κύρους, είναι δεδομένο ότι η απόλυτη σήμερα οικονομική εξάρτηση από τους δανειστές μας επηρεάζει και τα όρια της πολιτικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Μια χώρα είναι ή έστω συμπεριφέρεται ως κυρίαρχη όταν μπορεί να εξαγγείλει δημοψήφισμα ή εκλογές όταν εκείνη το αποφασίζει και όχι ευθυγραμμιζόμενη με την βούληση εταίρων και δανειστών.

Εν τούτοις, ειδικά στην σημερινή Ελλάδα, ο ρόλος τής ηγεσίας είναι καίριος. Γιατί; Αν η ηγεσία, οι κατά συνθήκην πολιτικοί ηγέτες, μπορούν να πείσουν και να εμπνεύσουν παρά τις αντιξοότητες και δυσκολίες, αν μπορούν να δώσουν ελπίδα και όραμα, αν μπορούν να αποτελέσουν πρότυπα ήθους και αξιοπρέπειας, κύρους και συμπεριφοράς, τότε και μόνο τότε μπορούν να κινητοποιήσουν την κοινή γνώμη και να στηριχθούν στο λαό. Είναι θλιβερό στην χώρα που γέννησε τον ορισμό τής πολιτικής στην υπηρεσία τής αρετής και του πολίτη, σήμερα, δυστυχώς, να υπάρχει τέτοιο χάσμα μεταξύ πολιτικών και πολιτών. Το χάσμα αυτό έχει επιπτώσεις και στις δυνατότητες χειρισμού κρίσιμων θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν στην Ελλάδα ο συμβιβασμός, έννοια-βάση κάθε διμερούς ή διεθνούς συμφωνίας, ερμηνεύεται ως μειοδοσία ή προδοσία. Αυτήν την παράμετρο ας μη την λησμονάμε.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Στα Βαλκάνια, μετά από τρεις βαλκανικούς πολέμους στον εικοστό αιώνα, δυο στην αρχή και έναν δεκαετή στο τέλος, η διαδικασία επούλωσης των πληγών έχει μεν ξεκινήσει αλλά δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Οι εχθροί τού χθες ενώνουν τις δυνάμεις τους για να συνδιαμορφώσουν την διαδικασία συμφιλίωσης. Το να μαθαίνεις να ζεις ειρηνικά με τους (νέους) γείτονες σου δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Παρά την οικονομική και πολιτική ασυμμετρία και το βαθύ χάσμα ανάμεσα στον ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο, η διαδικασία τής ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θεμελιώθηκε επί Ελληνικής Προεδρίας στην Συνάντηση Κορυφής τής Θεσσαλονίκης το 2003, προσφέρει πράγματι μια εναλλακτική πορεία. Η πόρτα της Ε.Ε. είναι ανοικτή σε όσα κράτη πληρούν τα κριτήρια και τις προδιαγραφές της. Με άλλα λόγια, είναι ανοικτή σε όσους επιθυμούν να σεβαστούν τους κανόνες τού παιχνιδιού. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ακόμα ηγεσίες οι οποίες συμπεριφέρονται αναχρονιστικά. Ο πρωθυπουργός κ. Γκρούεφσκι στα Σκόπια και το πολιτικό του καθεστώς είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Η διαδικασία ένταξης στην ΕΕ αποτελεί την συγκολλητική ουσία, το ισχυρότερο εργαλείο ήπιας ισχύος (soft power) για τον εκδημοκρατισμό και την προώθηση μεταρρυθμίσεων. Επίσης, για την επίλυση ανοικτών διαφορών και συγκρούσεων στις οποίες εμπλέκονται τα υποψήφια κράτη-μέλη.

Στη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική η διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε. ως συγκολλητική ουσία είναι κάτι που πραγματικά απουσιάζει. Δυστυχώς η Ευρώπη είναι και πάλι διχασμένη, όπως ήταν και την δεκαετία τού 1990. Υπάρχουν αντικρουόμενα εθνικά συμφέροντα ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η στάση τους στην συνεχιζόμενη εξέγερση και ανατροπή στον Αραβικό κόσμο δεν φανερώνει μόνο το έλλειμμα πραγματικής ηγεσίας. Δείχνει κυρίως ότι είμαστε μακριά από την κοινή εξωτερική πολιτική. Αν δεν υπάρχει κοινή πολιτική για τις διεθνείς μας σχέσεις, πώς άραγε μπορεί να ενισχυθεί ο πυλώνας τής στρατιωτικής συνεργασίας;

Η απουσία ευρωπαϊκής συνείδησης και οράματος αποτελεί ένα σημαντικό πλήγμα για την γενιά μου η οποία οραματίστηκε μια άλλη Ευρώπη. Μια Ευρώπη πολύ διαφορετική σε σύγκριση με τις τωρινές της δυνατότητες και ικανότητες, αλλά και την δημόσια εικόνα της. Τόσο εκτός όσο και εντός των συνόρων. Σαν Έλληνας διπλωμάτης γνωρίζω ότι δεν ζούμε σε έναν όμορφο, αγγελικά πλασμένο και ηθικό κόσμο, όπου οι κανόνες καλής γειτονίας και συμπεριφοράς και το δίκαιο υπερισχύουν της αδικίας, όπου τα δίκαια των εθνών και λαών ικανοποιούνται με βάση μια αυτόματη ανταποδοτική συνταγή: Την συνταγή τού ΟΗΕ και του διεθνούς δικαίου. Από την εποχή τού Θουκυδίδη μέχρι σήμερα, ισχύει ο νόμος τού συμφέροντος και του ισχυρού. Επιπλέον, η έννοια του συμφέροντος μεταβάλλεται σε σχέση με τον χρόνο, με την συγκυρία, με τους παίκτες και σε σχέση με το περιεχόμενο.

Εκτιμώ επίσης ότι πέραν των κρατικών δομών, οι περιφερειακοί αλλά και οι διεθνείς οργανισμοί -μεταξύ των οποίων και ο ΟΗΕ- εξαναγκάζονται να συμμορφωθούν με τις επιταγές των λεγόμενων «μηχανισμών τής αγοράς» ή απλά της αγοράς. Οι αγορές ασκούν καταλυτική παρέμβαση στις κυβερνήσεις, τις ξεπερνούν, τις νικούν, τις υποτάσσουν. Εν τέλει, μέσω εμφανών μηχανισμών τις διοικούν.

Κατά κοινή παραδοχή των ηγετών της, η Ευρωπαϊκή Ένωση απεδείχθη ανίκανη και ανίσχυρη να προλάβει ή έστω να αντισταθεί στις λεγόμενες «εταιρείες αξιολόγησης» (rating agencies). Επίσης, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο λειτουργούν με την σειρά τους στην «λογική των αγορών». Ο τρόπος που λειτουργεί -δυσλειτουργεί στην πράξη- το Συμβούλιο Ασφαλείας, αντανακλά τα παρωχημένα δεδομένα και τις ισορροπίες τού 1945, αντανακλά κυρίως σήμερα την σύγκρουση οικονομικών προτεραιοτήτων και συμφερόντων. Στην κορυφή βρίσκονται οι κάθε μορφής ενεργειακοί πόροι, οι πρώτες ύλες και οι οδοί μεταφοράς τους.

Αυτά που συμβαίνουν στα νότια και νοτιοανατολικά σύνορά μας εκτιμώ ότι θα έχουν καταλυτικές επιπτώσεις στην Ευρώπη και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Δεν έχω υπόψη μου μόνο τη μετανάστευση η οποία σήμερα, λόγω και της οικονομικής κρίσης και ανέχειας, συνιστά κορυφαίο θέμα τής εσωτερικής πολιτικής των κρατών-μελών. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή βρίσκονται μόνο στην αρχή. Δεν μπορώ να εκτιμήσω την διάρκειά τους ούτε να προβλέψω σε βάθος χρόνου. Σίγουρα, τουλάχιστον πάνω από δύο δεκαετίες. Η ανατροπή και η αβεβαιότητα αντικατέστησαν την σταθερότητα. Την «άβολη σταθερότητα» που εγγυώνται οι βασιλικές και οι οικογενειακές δυναστείες και οι υπό στρατιωτική εποπτεία «δημοκρατίες».

Εν τούτοις, η Ελλάδα, τόσο σαν χώρος όσο και σαν χώρα, μπορεί να ωφεληθεί απο την ρευστότητα αυτή. Για μια ακόμη φορά, χάρις στην πολιτικο-γεωγραφική μας θέση, είμαστε το προχωρημένο παρατηρητήριο-βάση του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Ν.Α. Μεσόγειο. Αν το καταλάβουμε, τότε μόνο μπορούμε να αξιοποιήσουμε την προστιθέμενη αξία, την υπεραξία που έχει σήμερα ολόκληρη η Ελλάδα και η Κρήτη, με την Σούδα ειδικότερα.

Παρά την έλλειψη εθνικού οράματος, συναίνεσης για το τι έφταιξε, τι φταίει, κυρίως όμως για το τι μπορεί και τι πρέπει να γίνει, σε συνδυασμό με την απουσία κοινωνικής συνοχής, επιχειρηματολογώ ότι έχουμε σοβαρά, πραγματικά γεωστρατηγικά διπλωματικά όπλα. Σοβαρότερα και σημαντικότερα για τα συμφέροντα των συμμάχων μας, από εκείνα για τα οποία εμείς επιδιώκουμε συχνά μάταια την δική τους στήριξη. Για να είμαι δε σαφέστερος, θα μας αρκούσε όχι η στήριξη αλλά η δική τους ουδετερότητα στα θέματα που εμείς, διότι έτσι κρίνουμε, είναι στην κορυφή της κλίμακας των συμφερόντων μας. Είναι σαφές ότι, όσο εντείνεται η ρευστότητα και η αβεβαιότητα στη ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, τόσο ενισχύεται η γεωπολιτική αξία και η σημασία του Ελλαδικού χώρου.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;

-Γενναία αναθεώρηση του Συντάγματος. Πιστεύω στην ανάγκη ριζικής, γενναίας αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία θα βοηθήσει την πολιτική και το πολιτικό σύστημα να ανακτήσουν την χαμένη τους αξιοπιστία. Η αξιοπιστία τής Βουλής και κάθε βουλευτή θα ενισχυθούν στο μέτρο που θα αφεθούν οι εκλεγμένοι μας αντιπρόσωποι να μιλούν και να ψηφίζουν κατά συνείδηση και όχι υπό την απειλή τής διαγραφής. Όπως το Σύνταγμα μεν ορίζει, πλην όμως η «δαμόκλειος σπάθη» τής κομματικής διαπόμπευσης και διαγραφής έχει στην πράξη αναιρέσει.

-Κατάργηση της Ελλάδας των δυο ταχυτήτων. Η αξιοπιστία τού πολιτικού μας αντιπροσωπευτικού συστήματος ταυτίζεται κυρίως με την κατάργηση κάθε μορφής ασυλιών και προνομίων, θεμέλιο της οικοδόμησης της Ελλάδας δυο ταχυτήτων. Αυτή η Ελλάδα είναι σήμερα ασυμβίβαστη με την εικόνα που εκπέμπει η χώρα μας, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Η κατάργηση του Νόμου Περί Ευθύνης Υπουργών αποτελεί πρόκριμα και αναγκαία συνθήκη για την ανάκτηση της αξιοπιστίας πολιτικών και κομμάτων. Η αναξιοπιστία του συστήματος, όπως πλέον ευρέως αναγνωρίζεται, έχει σχέση αίτιου και αιτιατού με την διατήρηση του Νόμου.

Η λογοδοσία και η απολογία πρέπει να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Επίσης, η αναβάθμιση του ρόλου τής Βουλής και του βουλευτή. Η παράκαμψη της Βουλής με την προσφυγή στις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, μπορεί μεν να βοήθησε τις πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής –καίτοι διατηρώ αμφιβολίες- αλλά αποδυνάμωσε στην πιο κρίσιμη στιγμή τής μεταπολεμικής ελληνικής ιστορίας τον ρόλο τού Κοινοβουλίου και του βουλευτή, ως εκπροσώπου τής συνείδησης και της ψήφου μας και όχι σαν εκτελεστή τής κομματικής γραμμής.

-Εκλογή Προέδρου τής Δημοκρατίας με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Ήλθε η στιγμή να προχωρήσουμε επίσης στη αναθεώρηση των άρθρων τού Συντάγματος σε σχέση με την εκλογή του Προέδρου τής Δημοκρατίας. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες σήμερα επιβάλλουν την εκλογή τού Προέδρου με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Επίσης, χρειάζεται να περιβληθεί με ουσιαστικές παρεμβατικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες. Το ζήτημα δεν αφορά στο πρόσωπο. Αφορά κυρίως στον ρόλο και στις αρμοδιότητες.

-Πάταξη ατιμωρησίας και συγκάλυψης στο Δημόσιο. Η συνηθισμένη ατιμωρησία, η ανοχή και η συντεχνιακή συμπεριφορά στο ευρύτερο Δημόσιο μπορεί να κτυπηθεί και να μειωθεί εάν η πλειοψηφία στην σύνθεση των Υπηρεσιακών και Πειθαρχικών Συμβουλίων, απο τη πρώτη μάλιστα βαθμίδα κρίσης, προέρχεται από δικαστικούς. Αναγνωρίζω ότι με το Νόμο 4057/2012 έγινε ένα βήμα προς τα εμπρός. Χρήσιμη επίσης και η εν συνεχεία επί το αυστηρότερο συμπλήρωσή του με τους διαδοχικούς Νόμους 4210 και 4211 του Νοεμβρίου 2013.

Από την προσωπική μου εμπειρία στο Υπουργείο Εξωτερικών μπορώ να καταθέσω την εμπειρία μου ότι, ενόσω παράλληλα και ταυτόχρονα δεν καταργείται ο Νόμος Περί Ευθύνης Υπουργών, η εφαρμογή τού νέου αυτού νομοθετικού πλαισίου για το Πειθαρχικό Δίκαιο των Δημοσίων Υπαλλήλων θα εξακολουθεί να πάσχει. Πρέπει να αποκλεισθεί κάθε δυνατότητα ο πολιτικός προϊστάμενος να έχει την δυνατότητα να υποβαθμίσει περιπτώσεις σοβαρών παραπτωμάτων. Ιδίως εάν αισθανθεί ότι απειλούνται το κύρος, η ευθυκρισία του, οι διοικητικές του ικανότητες και η ορθότητα των αποφάσεων του. Συνεπώς, η θέση του.

Επιπλέον, δεν είναι κατανοητό να διώκονται οι κρατικοί λειτουργοί μόνο για παραπτώματα κακοδιαχείρισης, κ.λπ. και να μένουν στο απυρόβλητο εκείνοι που με τις πράξεις ή τις παραλήψεις τους έσφαλαν σε χειρισμούς. Τα συμφέροντα της χώρας δεν είναι μόνο οικονομικής ή διαχειριστικής υφής.

Να γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για αλλαγή νοοτροπίας και συμπεριφοράς στο Δημόσιο, χωρίς την ταυτόχρονη κατάργηση ή έστω αλλαγή του Νομού περί Ευθύνης Υπουργών.

-Συνέχεια στην εξωτερική πολιτική. Στη χάραξη εθνικής εξωτερικής πολιτικής, πρέπει να διασφαλισθεί θεσμικά η γνώση του χθες, η εκτίμηση του σήμερα και η προετοιμασία και πρόβλεψη του αύριο. Συχνά ακούμε ότι λείπει η συνέπεια. Εγώ επιμένω ότι λείπει κυρίως η συνέχεια. Την απουσία γνώσης ορισμένων περιστατικών τη πληρώσαμε ήδη πρόσφατα.

Η γνώμη, η άποψη του ενός, όσο ικανός και αν είναι, όποιος και αν είναι, Υπουργός ή Διπλωμάτης, δεν μπορεί να υποκαθιστά την γνώση των πολλών. Χρειάζεται θεσμική διαδικασία και έλεγχος. Όποιος δεν γνωρίζει το ιστορικό ή διπλωματικό χθες, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το σήμερα και να προβλέψει το αύριο. Επίσης, κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι γνωρίζει τα πάντα. Όσο η πολιτική, της εξωτερικής πολιτικής περιλαμβανομένης, δεν διέπεται από αυστηρό θεσμικό πλαίσιο που θα προσδιορίζει το πώς, πότε, ποιός και γιατί, τόσο οι προσωπικές επιλογές θα υποκαθιστούν την συλλογική και αποτελεσματική δράση. Συνεπώς, δεν είναι θέμα γνώμης άλλα γνώσης.

-Σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Άμυνας υπό τον Πρωθυπουργό. Θεωρώ αναγκαία και επιθυμητή την αναβάθμιση και επαναπροσανατολισμό τού Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής. Θυμίζω ότι ήταν προϊόν επίπονων διαβουλεύσεων και συνεστήθη ταυτόχρονα σχεδόν με την Επιτροπή Διαχείρισης Κρίσεων του ΚΥΣΕΑ μέσα στο φορτισμένο κλίμα πολιτικών αιτιάσεων και δημοσίων αντεγκλήσεων που είχε σαν χρονική αφετηρία τον χειρισμό τής κρίσης των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996.Το ΕΣΕΠ ,τελικά, συνεστήθη με το Νόμο 3122/ 9.4.2003 , κατ' εφαρμογήν τής σχετικής πρόνοιας της παραγράφου 4 του Άρθρου 82 του Συντάγματος.

Παρά τις όποιες αδυναμίες, που θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπισθεί στην πορεία, το Ε.Σ.Ε.Π. λειτούργησε σωστά (για τα ελληνικά δεδομένα) σαν όργανο ανάλυσης, ενημέρωσης και ανταλλαγής απόψεων. Συγκαλείται από τον εκάστοτε Υπουργό Εξωτερικών με την συμμετοχή των εκπροσώπων των πολιτικών αρχηγών, χωρίς δυστυχώς την συμμετοχή εκπροσώπου τού ΚΚΕ, πολλοί εκ των οποίων πρώην ή μέλλοντες υπουργοί Εξωτερικών. Επίσης, με την συμμετοχή ανωτάτων στελεχών τής διπλωματικής υπηρεσίας. Δεν λειτούργησε, όμως, σαν υπερκομματικό, διακυβερνητικό Όργανο Σχεδιασμού.

Επίσης, γεγονός αξιοσημείωτο και αξιομνημόνευτο για τα ελληνικά δεδομένα, δεν είχαμε μέχρι σήμερα περιπτώσεις διαρροών ή δημοσιοποίησης κειμένων. Άρα, όταν η ευθύνη τής γνώσης των χειρισμών και της ανάλυσης διαχέεται, δημιουργεί αντανακλαστικά υπευθυνότητας.

Ήλθε, όμως, η στιγμή να μετατραπεί σε Μόνιμο Όργανο Πρόβλεψης, Σχεδιασμού και Πολιτικής. Αν μη τι άλλο, τούτο επιβάλλουν δυο νέες παράμετροι:

Πρώτον, οι άνευ ιστορικού προηγούμενου εξελίξεις και ανατροπές στην ευρύτερη περιοχή τής Εγγύς και Μέσης Ανατολής μέχρι τον Περσικό Κόλπο -που επηρεάζουν και την θέση και την πολιτική τής Τουρκίας στη περιοχή- και δεύτερον, η βεβαιότητα ότι έχει παρέλθει η εποχή των μονοκομματικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα. Τα διάφορα όργανα και θεσμοί που έχουμε, μεταξύ των οποίων και το ΕΣΕΠ, είναι προϊόντα μιας άλλης εποχής, μιας άλλης πολιτικής ισορροπίας και διαφορετικών πραγματικών συνθηκών.

Προτείνω να μετεξελιχθεί σε Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας. Να υπάγεται και να συγκαλείται υπό τον εκάστοτε πρωθυπουργό σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών. Όποιος αρχηγός δεν επιθυμεί να συμμετέχει θα φέρει το βάρος τής αιτιολόγησης της «πολιτικής τής άδειας καρέκλας».

Έχω συζητήσει την πρότασή μου με αρκετούς πολιτικούς, οι ενστάσεις συνοψίζονται σε δυο ταυτόσημου περιεχομένου φράσεις.

Από τη κυβέρνηση: δεν μπορεί η κυβέρνηση να φέρει το πολιτικό κόστος των αποφάσεων στην εξωτερική πολιτική και η αντιπολίτευση να επικρίνει τους χειρισμούς. Η κυβέρνηση έχει εκλεγεί για να εφαρμόσει την πολιτική της και όχι να την εξαρτά από την αντιπολίτευση.
Από τη αντιπολίτευση: δεν μπορεί η αντιπολίτευση να μοιράζεται το κόστος για κυβερνητικές αποφάσεις με τις όποιες διαφωνεί. Δεν μπορεί να παρέχει πολιτική κάλυψη στη κυβέρνηση και να είναι «συνυπεύθυνη».

Και οι δυο προφάσεις αποτελούν χαρακτηριστικά συμπτώματα του πολιτικού συστήματος που θα άρμοζε ίσως σε μια άλλη Ελλάδα. Σήμερα όμως;

O αντίλογος και τα αντεπιχειρήματα είναι τα εξής :

1. Διασφαλίζεται η συνέχεια της γνώσης, αναγκαίο υπόβαθρο μιας άρτιας ανάλυσης. Η συνέπεια θα ακολουθήσει σχεδόν αυτόματα.

2. H κυβέρνηση κυβερνά και αποφασίζει και η αντιπολίτευση ελέγχει. Δεν ωφελούνται αμφότερες από την ευρύτερη δυνατή ανάλυση, συζήτηση και μακροχρόνιο σχεδιασμό, ακόμη και συναίνεση έστω «κεκλεισμένων των θυρών»;

3. Δεν δέχομαι τον ισχυρισμό για «κίνδυνο δημοσιοποιήσεων και αντεγκλήσεων» χάριν πολιτικής σκοπιμότητας. Γιατί οι ίδιοι οι πολιτικοί αρχηγοί να μην θέλουν να επιδείξουν τη σύνεση και την υπευθυνότητα που επιδεικνύουν οι εντεταλμένοι εκπρόσωποι τους στο ΕΣΕΠ;

Το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας θα μπορεί επίσης να συγκαλείται και υπό τη συμπροεδρία των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας για θέματα πληροφόρησης και συντονισμού, με την συμμετοχή εκπροσώπων των κομμάτων. Γραμματέας του θα είναι ο εκάστοτε Διευθυντής τού Διπλωματικού Γραφείου τού Πρωθυπουργού. Θα έχει την φροντίδα της προετοιμασίας των θεμάτων ημερήσιας διάταξης, τήρησης πρακτικών και προετοιμασίας των ενημερωτικών εγγράφων και φακέλων.

4. Η σύσταση του Οργάνου αυτού θα σημαίνει ότι το πολιτικό προσωπικό έχει αντιληφθεί τον βαθμό τής κρισιμότητας και τον απρόβλεπτο και το μακροχρόνιο χαρακτήρα των ανατροπών στην Βόρειο Αφρική και στη Μέση Ανατολή, του μέτρου των κινδύνων άλλα και των ευκαιριών για την Ελλάδα. Επίσης, ότι κανένα κόμμα πια δεν μπορεί να χαράξει μόνο του εξωτερική πολιτική χωρίς να έχει θεσμικά επιδιώξει να μοιρασθεί την ανάλυση, την γνώση, την εκτίμηση, την πρόβλεψη και το περιεχόμενο της ίδιας τής απόφασης.

-Η κορυφαία αποστολή των δικαστών και της δικαιοσύνης. Ναι, περισσότερο από πότε σήμερα έχουμε ανάγκη την αποστολή των δικαστών. Κυρίως στην αποκατάσταση του περί δικαίου και δικαιοσύνης αισθήματος μιας ολόκληρης κοινωνίας. Αντιλαμβάνομαι και γνωρίζω ότι οι Δικαστές δικάζουν με βάση το Νόμο και τνη Δικονομία. Όχι για να ικανοποιηθεί το δημόσιο αίσθημα. Σήμερα, όμως, καλείται η Δικαστική Εξουσία να καλύψει τα σοβαρά ελλείμματα της Εκτελεστικής και της Νομοθετικής. Να γιατί πιστεύω ότι η αποστολή της σήμερα υπερβαίνει τα καθιερωμένα και θεσμοθετημένα από το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Νομολογία και το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, όριά της. Αν παρά την βούληση των δικαστών δεν υπάρχει το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο, τότε είναι καθήκον τής Εκτελεστικής Εξουσίας και του κοινοβουλίου να φροντίσουν κατά προτεραιότητα για τον εκσυγχρονισμό και την θωράκισή του.

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

Αυτά δεν γράφονται με το σκοπό να ελεγχθούν άλλοι ή οι άλλοι. Νοιώθω προσωπικά ευθύνη και βάρος στη συνείδηση μου για τη κατάντια της σημερινής Ελλάδας.

Η δίκη μου γενιά, η λεγόμενη πια με τόση ειρωνεία «γενιά τού Πολυτεχνείου» είχε και όραμα και δύναμη. Το έδειξαν οι αγώνες εκείνων που στάθηκαν όρθιοι. Ταυτόχρονα, όμως, καθένας από μας, κυρίως εμείς στους οποίους η Πατρίδα μας εμπιστεύθηκε θέσεις καίριες, οφείλουμε να αναλάβουμε το μέρος της ευθύνης που μας αναλογεί και που μας καταλογίζεται. Προσωπικά το πράττω και την στιγμή αυτή.-

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr