Το μεγαλύτερο λάθος τού NATO | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μεγαλύτερο λάθος τού NATO

Ξέφυγε από την βασική αποστολή του – και ο κόσμος πληρώνει το τίμημα
Περίληψη: 

Για 20 χρόνια, η νατοϊκή πολιτική ασφαλείας καθοδηγείτο από λανθασμένες υποθέσεις σχετικά με την Ρωσία και το μέλλον τής Δύσης. Οι Δυτικοί ηγέτες τώρα μαθαίνουν για αυτά τα σφάλματα με τον σκληρό τρόπο. Καθώς αγωνίζονται για να ανταποκριθούν στην ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία, χρειάζονται να επιστρέψουν στην κύρια αποστολή τού ΝΑΤΟ.

Ο MICHAEL E. BROWN είναι επικεφαλής τής Σχολής Elliott για τις Διεθνείς Υποθέσεις στο Πανεπιστήμιο George Washington.

Για 20 χρόνια, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας καθοδηγούντο από τέσσερις λανθασμένες στρατηγικές υποθέσεις. Πρώτον, οι Δυτικοί ηγέτες υπέθεταν ότι η Ρωσία είχε γίνει μια καλοπροαίρετη δύναμη και ότι, ως εκ τούτου οι διακρατικές απειλές για την ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν αποτελούσαν πλέον αιτία ανησυχίας. Δεύτερον, επειδή η βασική αποστολή τού ΝΑΤΟ – η συλλογική άμυνα - δεν ήταν πλέον ένας καθοριστικός λόγος για να κρατηθεί ενωμένη η συμμαχία, οι ηγέτες υποστήριξαν ότι το ΝΑΤΟ χρειάζεται να πάει «έξω από την περιοχή του ή να κλείσει» (“out of area or out of business”). Κατά συνέπεια, το ΝΑΤΟ διεύρυνε τον αριθμό των μελών του και ανέλαβε μια σειρά νέων παγκόσμιων αποστολών. Τρίτον, οι δυτικοί ηγέτες υπέθεσαν ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν θα προκαλούσε αντίδραση από την Ρωσία. Πίστευαν την δική τους ρητορική σχετικά με την καλοπροαίρετη φύση τής επέκτασης του ΝΑΤΟ, και υπέθεσαν ότι και η Μόσχα θα το έβλεπε επίσης με αυτόν τον τρόπο. Τέταρτον, πίστευαν ότι η συμμαχία θα είναι επιτυχής κατά την εκτέλεση των στρατιωτικών και σταθεροποιητικών αποστολών σε απομακρυσμένες περιοχές όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ και η Λιβύη.

Το 2014, οι Δυτικοί αξιωματούχοι μαθαίνουν για τα στρατηγικά τους λάθη με τον σκληρό τρόπο. Έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η συλλογική διάταξη του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας διότι η Ρωσία εργάζεται για την αλλαγή διεθνών συνόρων με την βία, ότι ποτέ το ΝΑΤΟ δεν έπρεπε να πάει «εκτός περιοχής» σε μια αναγκαστική αποστολή, ότι το Κρεμλίνο δεν εξέλαβε την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας ως καλοπροαίρετη, και ότι οι αποστολές τού ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και την Λιβύη έχουν κοστίσει πάρα πολλά σε ζωές και χρήματα, παράγοντας μικτά αποτελέσματα.

Καθώς οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σπεύδουν για να επινοήσουν μια συνεκτική, αξιόπιστη και αποτελεσματική απάντηση στην επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα πρέπει επίσης να προβούν σε μια ουσιαστική στρατηγική επαναξιολόγηση. Η Ευρώπη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει απειλές διακρατικής ασφάλειας. Η βασική αποστολή τού ΝΑΤΟ – η συλλογική άμυνα - εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας. Η αποτροπή και η άμυνα εξακολουθούν να χρειάζονται στην Ευρώπη. Και, όπως και σε πολλές σχέσεις μεγάλων δυνάμεων, η πρόκληση είναι να αποτραπεί η επιθετικότητα και να καθησυχάσουν οι σύμμαχοι χωρίς να προκληθεί κλιμάκωση.

Για τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους ηγέτες, και για το ΝΑΤΟ, το ζήτημα είναι: «πίσω στα βασικά».

ΕΚΤΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ, ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Μετά την κατάρρευση της σοβιετικής εξουσίας στην Ανατολική Ευρώπη το 1989 και την διάλυση της ίδιας τής Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ήταν φυσικό και αναπόφευκτο ότι το ΝΑΤΟ θα άλλαζε. Η συμμαχία είχε δημιουργηθεί για να αποτρέψει - και εάν ήταν απαραίτητο, να υπερασπιστεί, αν συνέβαινε - μια σοβιετική επίθεση εναντίον τής Δυτικής Ευρώπης. Με την Σοβιετική Ένωση εκτός, η στρατιωτική ισορροπία στην Ευρώπη άλλαξε ξαφνικά και ριζικά. Η raison d'être («ο λόγος ύπαρξης») τού ΝΑΤΟ τέθηκε υπό αμφισβήτηση.

Μέχρι τα μέσα τής δεκαετίας τού 1990, η κοινή αντίληψη ήταν ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να πάει «έξω από την περιοχή ή να κλείσει». Η άποψη υιοθετήθηκε από τους περισσότερους (αλλά όχι όλους) ειδικούς τής πολιτικής ασφάλειας, και τελικά αγκαλιάστηκε από την ηγεσία τής συμμαχίας. Αυτό οδήγησε σε δύο κύριες αλλαγές στην πολιτική τού ΝΑΤΟ.

Πρώτον, η ηγεσία τού ΝΑΤΟ επέκτεινε την συμμαχία από τα 16 στα 28 μέλη, φέρνοντας μέσα χώρες τού πρώην Συμφώνου τής Βαρσοβίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ειδικότερα. Το 1999, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία και η Πολωνία εντάχθηκαν επίσημα στο ΝΑΤΟ. Το 2004, η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία και ενώθηκαν με την συμμαχία. Η Αλβανία και η Κροατία έγιναν μέλη τού ΝΑΤΟ το 2009.

Στην δεκαετία τού 1990, ορισμένοι μελετητές και σχολιαστές - συμπεριλαμβανομένου και εμού - υποστήριξαν ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να είναι αντιπαραγωγική, διότι θα μπορούσε να προκαλέσει μια αντίδραση από την Ρωσία. Η επέκταση του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να δώσει στους Ρώσους εθνικιστές και πολιτικούς καιροσκόπους ακόμη ένα όπλο για να το χρησιμοποιήσουν εναντίον των φιλοδυτικών ομάδων στην εγχώρια πολιτική σκηνή τής Ρωσίας. Στην χειρότερη περίπτωση, οι πικραμένοι εθνικιστές ή καιροσκόποι θα μπορούσαν να έρθουν στην εξουσία και να υιοθετήσουν πιο επιθετικές πολιτικές προς την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Η ανάδυση μιας ευγενικότερης, πιο ήπιας Ρωσίας είναι μακράν του να είναι βέβαιη [1]», έγραψα τότε, «αλλά δεν είναι προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών ή των ευρωπαϊκών μελών τού ΝΑΤΟ να λάβουν μέτρα που θα κάνουν τον ρωσικό αυταρχισμό και την επιθετικότητα πιο πιθανά».

Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες προτίμησαν να πιστεύουν ότι οι προθέσεις τους ήταν καλοπροαίρετες και ότι οι ηγέτες τής Ρωσίας θα έβλεπαν την επέκταση του ΝΑΤΟ μέσα από αυτό το πρίσμα. Οι ηγέτες τής συμμαχίας πίστευαν επίσης ότι οι διπλωματικές προσπάθειές τους στην Ρωσία - όπως η δημιουργία ενός Μόνιμου Μεικτού Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας το 1997 - θα κατεύναζε περαιτέρω το Κρεμλίνο. Αυτά ήταν ευσεβείς πόθοι.

Σε ένα πρόσφατο άρθρο στην Washington Post, ο Jack F. Matlock, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα, παρατήρησε ότι το αποτέλεσμα των ενεργειών τού ΝΑΤΟ στην δεκαετία τού 1990 – η επέκταση της συμμαχίας και ο βομβαρδισμός τής Σερβίας το 1999, χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ - ήταν «καταστροφικό» [2]. Παρατήρησε ότι, το 1991, οι ρωσικές δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι περίπου το 80% των Ρώσων πολιτών είχε θετική άποψη για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1999, σχεδόν ο ίδιος αριθμός είχε αρνητική άποψη για την χώρα. Το 2000, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εξελέγη πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας.