Ο πολιτικός πόλεμος στην Ε.Ε. | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πολιτικός πόλεμος στην Ε.Ε.

Όταν τελειώσει η προεκλογική περίοδος στην Ε.Ε. θα ξεκινήσουν οι πραγματικές πολιτικές μάχες

Παρ’ όλα αυτά, το κοινοβούλιο πιέζει. Και αυτό έχει δημιουργήσει το θέατρο για μια μεγάλη μάχη με τους ηγέτες των κρατών-μελών -συμπεριλαμβανομένης, κυρίως, της Μέρκελ- που έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους στα σχέδια του κοινοβουλίου. Οι εθνικές κυβερνήσεις είναι επιφυλακτικές στο να δημιουργούν κάποιο προηγούμενο για κάτι που πιθανόν να γίνει μελλοντικά μια πολύ πιο έντονη προεκλογική εκστρατεία για την προεδρία τής Επιτροπής. Εξάλλου, ο διορισμός τού Σουλτς ή του Γιουνκέρ θα προκαλέσει σημαντικά εγχώρια προβλήματα για ορισμένες κυβερνήσεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και οι δύο υποψήφιοι θεωρούνται ως Ευρωπαίοι φεντεραλιστές –αφοσιωμένοι στην επέκταση των εξουσιών τής ΕΕ- από πολλά μέλη τού κυβερνώντος (και ευρωσκεπτικιστικού) Συντηρητικού Κόμματος.

Εάν, από την άλλη πλευρά, τα κράτη-μέλη επιλέξουν άλλον υποψήφιο ως επικεφαλής τής Επιτροπής, το νεοεκλεγέν κοινοβούλιο θα είναι αγχωμένο να επιδείξει την ισχύ του ως απάντηση. Είναι πολύ πιθανό ότι θα αρνηθεί να επικυρώσει τη νέα επιτροπή, κάτι που θα οδηγήσει σε μια παρατεταμένη και επιζήμια αντιπαράθεση μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αν οι ψηφοφόροι δουν τους πολιτικούς τής ΕΕ βυθισμένους σε εσωστρεφείς ιδιοτελείς εσω-θεσμικές διαμάχες, απλώς θα γίνουν περισσότερο απογοητευμένοι με την ευρωπαϊκή πολιτική, διευρύνοντας έτσι το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το αποτέλεσμα θα είναι, όπως πάντα, ένας μπερδεμένος συμβιβασμός, πιθανόν εμπλέκοντας όχι μόνο την προεδρία τής Επιτροπής, αλλά και υποψηφίους για άλλες ανώτερες θέσεις στην ΕΕ που είναι έτοιμες να στελεχωθούν. (Αν και η ισχύς τής αντιπαράθεσης των δύο κορυφαίων προεδρικών υποψηφίων όντως κάνει να φαίνεται απίθανο ότι κανένας από αυτούς δεν θα επιλεγεί τελικά). Ανεξάρτητα του τι εκπέμπεται, φαίνεται σαν να είμαστε έτοιμοι για μια πικρή σύγκρουση στις Βρυξέλλες, που θα μπορούσε να διαρκέσει μέχρι το φθινόπωρο.

ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Οι εθνικές κυβερνήσεις τής Ευρώπης τελικά αποκομίζουν την πικρή συγκομιδή τής εδώ και μια δεκαετία στρατηγικής τής λιτότητας και της απόκλισης. Έχουν τακτικά επιδιώξει να αποποιηθούν των ευθυνών τους για την αντιλαϊκή πολιτική των Βρυξελλών, με την ελπίδα να προστατευθούν από την δημόσια οργή. Αλλά, η χρήση των Βρυξελλών ως αποδιοπομπαίου τράγου δεν λειτούργησε. Αντ’ αυτού, η στρατηγική αυτή έχει αφήσει αμφότερα τα επίπεδα της διακυβέρνησης σε ανυποληψία.

Εν τω μεταξύ, κάθε φορά που η ανάθεση νέων αρμοδιοτήτων στην ΕΕ ήγειρε ερωτήματα σχετικά με την δημοκρατική λογοδοσία, τα κράτη-μέλη ανταποκρίνονταν με την περαιτέρω ενδυνάμωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτό σαφώς δεν έλυσε το πρόβλημα της δημοκρατικής Ευρώπης, αλλά έχει κάνει πολύ ισχυρό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εάν οι εθνικές κυβερνήσεις ανησυχούν τώρα για το γεγονός ότι το κοινοβούλιο πιέζει, έχουν να κατηγορήσουν μόνο τον εαυτό τους.

Οι ηγέτες τής ΕΕ θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια ευρεία κρίση πτώσης τής εμπιστοσύνης στην πολιτική, κάτι που είναι εξίσου σημαντικό πρόβλημα για τις εθνικές κυβερνήσεις όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχει φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αλλά αποκαλύπτουν επίσης ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στα εθνικά κόμματα, τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις έχει βυθιστεί σε ακόμη μεγαλύτερα βάθη στα περισσότερα κράτη-μέλη.

Αυτό βοηθά να εξηγηθεί η πρωτοφανής επιτυχία που έχουν πρόσφατα καταφέρει τα ακροδεξιά και τα αντι-ευρωπαϊκά κόμματα - και την οποία ίσως να ξεπεράσουν στις επερχόμενες ευρωεκλογές. Ευτυχώς, τα λαϊκιστικά κόμματα δεν θα κερδίσουν συνολικά τις ευρωπαϊκές εκλογές. Το νέο κοινοβούλιο, όπως και όλα τα προηγούμενα, θα κυριαρχείται από μετριοπαθείς της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Αλλά, αν οι ηγέτες τής ΕΕ συνεχίσουν να μεταθέτουν την ευθύνη ενώ αποτυγχάνουν να καταλήξουν σε τρόπους για να κάνουν την ίδια την Ένωση πιο δημοκρατική, τα λαϊκιστικά αντι-ευρωπαϊκά κόμματα θα συνεχίσουν να ευδοκιμούν.

Τα κράτη-μέλη ίσως να έχουν καλούς λόγους για να εμποδίσουν την προσπάθεια του Κοινοβουλίου να πάρει τον έλεγχο της επιλογής τού Προέδρου τής Επιτροπής, αλλά θα πρέπει επίσης να καταθέσουν δικές τους ιδέες που θα μπορούσαν να δώσουν στους ψηφοφόρους μια μεγαλύτερη αίσθηση ελέγχου πάνω στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εθνικοί ηγέτες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν με την ενθάρρυνση των εθνικών κοινοβουλίων να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στην λήψη αποφάσεων της ΕΕ. Τα εθνικά κοινοβούλια θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερη χρήση των υφιστάμενων διατάξεων που τους επιτρέπουν να αμφισβητήσουν κοινοτικά νομοσχέδια. Θα μπορούσαν επίσης να είναι πιο ενεργά στην εξέταση των πολιτικών για τις οποίες οι κυβερνήσεις τους συμφωνούν στις τακτικές συνόδους κορυφής. Ο αυξανόμενος ρόλος τής ΕΕ στην εθνική οικονομική διαχείριση απαιτεί μια στενότερη σχέση μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών. Η ενθάρρυνση των μελών των εθνικών κοινοβουλίων να εμπλακούν στενότερα στις πολιτικές τής ΕΕ θα μπορούσε να έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα της μετατροπής μερικών από τους δυσαρεστημένους επικριτές τής ΕΕ σε ενεργούς συμμετέχοντες στην διαδικασία τής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.

Οι εθνικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν επίσης να αρχίσουν να είναι πιο ειλικρινείς με τους πολίτες για το πώς λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα πρέπει να σταματήσουν να προσποιούνται ότι οι πολιτικές που απορρέουν από τις Βρυξέλλες είναι το προϊόν κάποιου άμορφου γραφειοκρατικού τέρατος. Το διακύβευμα είναι πλέον πολύ υψηλό για να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν την ΕΕ για να επιλύουν πολιτικά προβλήματα ενώ υπονομεύουν την υποστήριξη για αυτήν με την συνεχή κακόβουλη κριτική τους. Θα πρέπει να παραδεχτούν ότι –οι δημοκρατικά εκλεγμένοι εθνικοί ηγέτες- παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην χάραξη της πολιτικής τής ΕΕ και ότι η πραγματική λογοδοσία για τις αποφάσεις αυτές αρχίζει στην χώρα τού καθενός.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.