Ο αποτυχημένος μονοκράτορας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο αποτυχημένος μονοκράτορας

Παρά την σκληρότητα του Ερντογάν, η δημοκρατία στην Τουρκία εξακολουθεί να είναι σε καλό δρόμο

Η Τουρκική Δημοκρατία ιδρύθηκε επίσημα το 1923, από μια άλλη ομάδα νεαρών αξιωματικών τού στρατού, με τον Μουσταφά Κεμάλ (αργότερα ονομάστηκε Ατατούρκ, «ο μεγάλος Τούρκος») στο τιμόνι. Η Τουρκική Δημοκρατία σηματοδότησε μια πιο ριζική απομάκρυνση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι νέοι κυρίαρχοι κατήργησαν τη μοναρχία, εκσυγχρόνισαν την κρατική γραφειοκρατία, νομοθέτησαν την θρησκεία, την οποία έβλεπαν ως εμπόδιο στα σχέδιά τους, και σκόπευαν να βιομηχανοποιήσουν την Τουρκία. Αλλά μια πτυχή τής οθωμανικής τάξης ποτέ δεν αμφισβητήθηκε: οι κρατικοί θεσμοί και η γραφειοκρατία παρέμειναν υπό την άρχουσα ελίτ, που πλέον ήταν τα ανώτερα στελέχη τού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος του Ατατούρκ (CHP). Για άλλη μια φορά, η ελίτ θεώρησε ότι υπήρχε μεγάλη ανάγκη για ευρεία υποστήριξη. Στην πραγματικότητα, οι μεταρρυθμίσεις τού Ατατούρκ επρόκειτο να επιβληθούν δυναμικά σε έναν πληθυσμό που θεωρείται, δικαίως, αντίθετος με πολλές από αυτές.

Η στρατιωτική και πολιτική κυριαρχία τού CHP, και η προθυμία τού κόμματος να χρησιμοποιήσει ισχυρή βία εάν ήταν απαραίτητο, επέτρεψε στο κεμαλικό σχέδιο να πετύχει υπό μια μονοκομματική εξουσία μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά εμφανίστηκαν ρωγμές. Το 1946, το Δημοκρατικό Κόμμα (DP) ιδρύθηκε από πρώην μέλη τού CHP που ήλπιζαν να επωφεληθούν από την δημόσια δυσαρέσκεια για την αδέξια διακυβέρνηση του CHP. Το 1950, όταν το DP ανέβηκε στην εξουσία με μια μεγαλειώδη εκλογική νίκη, πολλοί από τους βουλευτές του, και σίγουρα οι υποστηρικτές του, κατάγονταν από επαρχιακές πόλεις και αγροτικές περιοχές και είχαν ως υπόβαθρο το μικρής κλίμακας εμπόριο που ήταν έξω από τον έλεγχο του κράτους. (Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το γραφειοκρατικό ή στρατιωτικό υπόβαθρο της πλειοψηφίας των βουλευτών τού CHP).

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡ

Στις 27 Μαΐου τού 1960, η Τουρκία ξύπνησε με το πρώτο από τα πολλά επόμενα στρατιωτικά πραξικοπήματα, βάζοντας τέλος στο εκκολαπτόμενο πείραμά της με την δημοκρατία. Ο στρατός κινήθηκε γρήγορα για να κρεμάσει τον Αντνάν Μεντερές, τον ηγέτη τού DP.

Τα επόμενα 40 χρόνια έφεραν πολλούς νέους πολιτικούς παράγοντες στην τουρκική σκηνή, συμπεριλαμβανομένου ενός φάσματος αριστερών ομάδων αποφασισμένων για την ανατροπή τού κράτους. Αλλά το χάσμα μεταξύ του πιο κρατικιστικού CHP και των πιο θρησκευτικών κομμάτων (τα οποία χρησιμοποίησαν τον μανδύα τού DP) παρέμεινε σταθερό, ακόμη και καθώς αυτά τα τελευταία συμφώνησαν να συνεργαστούν με τον στρατό και γενικά απέφυγαν να αμφισβητήσουν τις βασικές εντολές τού κεμαλικού κράτους (και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σφυρηλάτησαν ακόμα καλύτερους δεσμούς με τις υπάρχουσες επιχειρηματικές ελίτ).

Ήταν το ΑΚΡ που αντέγραψε την συνταγή τού DP για την ανάμιξη του θρησκευτικού λαϊκισμού με την οικονομία τής ελεύθερης αγοράς, πιο πιστά και αποτελεσματικά. Όταν το ΑΚΡ αναδείχτηκε νικητής στις βουλευτικές εκλογές τού 2002, οι γραμμές τής μάχης με τις κεμαλικές ελίτ είχαν ήδη χαραχτεί. Τον Απρίλιο του 2007, αφότου το κόμμα απέκτησε τον έλεγχο της προεδρίας, ο στρατός - ο οποίος είχε κινηθεί εναντίον τριών άλλων εκλεγμένων κυβερνήσεων μεταξύ 1960 και 2002 - δημοσίευσε ένα μνημόνιο στην ιστοσελίδα του, απειλώντας με πραξικόπημα εναντίον τής κυβέρνησης του ΑΚΡ. Δυσοίωνα, το Συνταγματικό Δικαστήριο ξεκίνησε την διαδικασία για να κλείσει το ΑΚΡ, διότι η θρησκευτική εικόνα του φερόταν να είναι κατά παράβαση του συντάγματος του Ατατούρκ.

Αλλά το 2007 δεν ήταν ίδιο με το 1960. Δεν ήταν μόνο ότι το ΑΚΡ είχε βαθύτερα κοινωνικά δίκτυα, ιδιαίτερα σε δήμους διευθυνόμενους από τον προκάτοχό του, το Κόμμα τής Ευημερίας. Είχε επίσης τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων τής γραφειοκρατίας και της αστυνομίας. Εν τω μεταξύ, το κύρος τού στρατού μέσα στην τουρκική κοινωνία ήταν στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών. Αυτή την φορά, οι κεμαλιστές έχασαν, εν μέρει επειδή η τουρκική κοινωνία αρνήθηκε να συμμορφωθεί στην ανάμιξη των στρατηγών. Η εξουσία είχε μετατοπίστηκε με επιτυχία από την κεμαλική ελίτ σε ένα κόμμα που υποστηριζόταν από την πλειοψηφία των Τούρκων, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου μέρους τού πληθυσμού των επαρχιακών πόλεων και της ενδοχώρας τής υπαίθρου.

Αλλά από την άποψη της οικοδόμησης μιας πραγματικής δημοκρατίας, ποτέ δεν επρόκειτο να είναι αρκετή η απλή χαλάρωση της εμπλοκής των κεμαλικών ελίτ στους υπάρχοντες κρατικούς θεσμούς. Οι ίδιοι οι θεσμοί έπρεπε να γίνουν πιο περιεκτικοί, να απομακρυνθούν από τους αποκλεισμούς. Δυστυχώς, το ΑΚΡ - τη απουσία συντονισμένης πίεσης από μια κοινωνία των πολιτών της Τουρκίας που ήταν ακόμα αδύναμη – ήταν επικεντρωμένο αντί για αυτά στην οικοδόμηση ενός δικού του πολιτικού μονοπωλίου. Αντί να ενισχύσουν τους ανεξάρτητους θεσμούς, οι ελίτ τού ΑΚΡ δούλεψαν για να πάρουν τον έλεγχο της κρατικής γραφειοκρατίας, της αστυνομίας και του δικαστικού σώματος, και στην συνέχεια προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν αυτούς τους θεσμούς για δικούς τους κομματικούς σκοπούς. Αυτό μιμείται το πρότυπο της πολιτικής ανάπτυξης πολλών μετα-αποικιακών κοινωνιών, όπου νέοι πολιτικοί ηγέτες γρήγορα πήραν τον καθοριστικό έλεγχο του κράτους αφότου οι αποικιακές δυνάμεις αποχώρησαν βιαστικά. Και, όπως αυτοί οι προηγούμενοι ηγέτες, ο Ερντογάν δεν δίστασε να επιδείξει την δύναμή του.

Μακράν τού να προσπαθήσει να ξεπεράσει την πόλωση της κεμαλικής εποχής, ο Ερντογάν έξυπνα αποφάσισε να την αξιοποιήσει. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι η Τουρκία εξακολουθεί να είναι στη μέση μιας υπαρξιακής πάλης μεταξύ Μαύρων Τούρκων (οι ανίσχυρες, λιγότερο μορφωμένες, πιο συντηρητικές μάζες) και Λευκών Τούρκων (οι κεμαλικές, μορφωμένες, δυτικόφρονες ελίτ). «Ο αδελφός σας ο Ταγίπ», έχει δηλώσει ο ίδιος, «ανήκει στους Μαύρους Τούρκους».