«Παράθυρο ευκαιρίας» για την ελληνική οικονομία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

«Παράθυρο ευκαιρίας» για την ελληνική οικονομία

Προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο για την χώρα

Αποτέλεσμα ήταν ότι το έλλειμμα του εξωτερικού τομέα τής ελληνικής οικονομίας διευρυνόταν σταδιακά, από 6,7% του Α.Ε.Π. το 1994 σε 14,1% το 2007, με άξονα όχι κάποιες κεφαλαιουχικές εισαγωγές που υπό συνθήκες θα μπορούσε να είναι και αναπτυξιακή επιλογή, αλλά κυρίως την εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών παραγόμενων στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα, το έλλειμμα αυτό αντανακλούσε την φθίνουσα διεθνή ανταγωνιστικότητά της, η οποία όμως δεν ενεργοποιούσε αντίστοιχα αντανακλαστικά, καθώς η διευρυνόμενη εγχώρια ζήτηση – υποβοηθούμενη και από «ενέσεις ζήτησης» από τα κοινοτικά κονδύλια - υπεραντιστάθμιζε τις δυσμενείς επιπτώσεις στο Α.Ε.Π. Αποτέλεσμα ήταν ο εφησυχασμός και η αδιαφορία για τις συνεχείς απώλειες θέσεων ανταγωνιστικότητας στα διεθνή μοντέλα συγκριτικής αξιολόγησης (WEF, IMD).

Ταυτόχρονα, η εφαρμογή επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών σε περιόδους που θα επέτρεπαν ίσως συσταλτική πολιτική, αλλά κυρίως η μετάθεση της επίλυσης των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών τής ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με τον περιορισμό τής διεθνούς ρευστότητας λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, επέτειναν τελικά το πρόβλημα δημοσιονομικής ισορροπίας τής χώρας. Έτσι η αυστηροποίηση των πιστωτικών κριτηρίων λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης τού 2008 είχαν ως επακόλουθο την βίαιη ανάσχεση στην λειτουργία αυτού του μηχανισμού. Οι περισσότερο προσεκτικές πιστωτικές αξιολογήσεις ανέδειξαν το ήδη υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους τής Ελλάδας, ως δυνητικό κίνδυνο ισχυρότερου ρίσκου σε σχέση με την έως τότε αποτίμησή του, επιφέροντας τελικά σε σύντομο χρονικό διάστημα την αδυναμία εξυπηρέτησής του.

Η ΧΩΡΑ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ:
ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ, ΠΑΛΙΝΩΔΙΕΣ, ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ

Η εξωτερική αυτή αλλαγή που συνέβη με βίαιο τρόπο στα τέλη τού 2008 βρήκε την χώρα σε διαρθρωτική κόπωση, με την κρίση να αναδεικνύει συστημικές αδυναμίες, οι οποίες δε θεραπεύτηκαν ή έστω δεν αμβλύνθηκαν κατά την περίοδο μεγέθυνσης της οικονομίας:

-Μια παραγωγική δομή που αποτελείται από πολλές μικρές επιχειρήσεις και λίγες μεγάλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις με διεθνή παρουσία.

-Ένα μικρό μέσο μέγεθος επιχειρηματικότητας που εμποδίζει, εκτός των άλλων, και την διείσδυση των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και την επίτευξη των απαιτούμενων οικονομιών κλίμακας.

-Την παγίωση εμποδίων εισόδου σε πολλές αγορές προϊόντων και συντελεστών παραγωγής και στρεβλώσεις που δεν επέτρεπαν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά επιχειρήσεις και δημόσιος τομέας.

-Την δημιουργία ενός κοστοβόρου κράτους με αναποτελεσματικές υπηρεσίες και -επί της ουσίας- αναπτυξιακά αδύναμου.

-Μεταφορά τεχνογνωσίας και καινοτομίας από το εξωτερικό, με ελληνικές εξαγωγές χαμηλής προστιθέμενης αξίας και μικρό αριθμό επώνυμων ελληνικών προϊόντων στην διεθνή αγορά.

-Φτωχή συνεργασία πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, χρηματοδότηση Έρευνας & Ανάπτυξης κυρίως από κοινοτικούς πόρους και με αδύναμο κρίκο τις παραδοσιακά εσωστρεφείς επιχειρήσεις.

Έτσι το 2010 η χώρα αναγκάστηκε να υπαχθεί σε έναν μηχανισμό στήριξης που δημιουργήθηκε από τους εταίρους για να αντιμετωπιστεί το πρωτοφανές για την οικονομική Ένωση πρόβλημα της αδυναμίας χρηματοδότησης ενός μέλους της, ο οποίος [μηχανισμός] περιελάμβανε όμως την υλοποίηση ενός αυστηρού προγράμματος οικονομικής πολιτικής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα ξεκίνησε με γενικές αρχές τις οποίες όλοι ενστερνίζονταν και, μάλιστα, βρίσκονταν για χρόνια στα προγράμματα των κομμάτων εξουσίας. Για διάφορους λόγους, όμως, οι αρχές αυτές δεν εξειδικεύτηκαν συστηματικά και δεν εφαρμόστηκαν με την ταχύτητα, την προτεραιοποίηση και τους όρους που θα έπρεπε να εφαρμοστούν. Έτσι, για παράδειγμα, η απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή, υπό συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας, έγινε με δραστικό και βίαιο τρόπο, με ισχυρό υφεσιακό αποτέλεσμα που επιδείνωσε τελικά και την αποτελεσματικότητα του προγράμματος, ενώ είχε δυσμενείς επιδράσεις σε άλλους τομείς και λειτουργίες τής οικονομίας.

Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων κατατέθηκε μια ευρεία λίστα με παρεμβάσεις, όμως οι προτεραιότητες ήταν μάλλον μπερδεμένες και ανισοβαρείς. Έτσι, π.χ. η ανάγκη ηλεκτρονικής συνταγογράφησης που συνιστά βασική τομή τόσο ως προς τον έλεγχο του κόστους και της προκλητής ζήτησης, αλλά και ως χρήσιμη καταγραφή για τον σχεδιασμό τής φαρμακευτικής πολιτικής, βρισκόταν στην ίδια λίστα των «προαπαιτούμενων» με τον αριθμό αδειών ταξί στην Αθήνα, ή τους γεωγραφικούς περιορισμούς και την διαφήμιση στο επάγγελμα του δικηγόρου.

Ταυτόχρονα, τα προτεινόμενα μέτρα αγνοούσαν βασικά χαρακτηριστικά τού ελληνικού συστήματος διοίκησης, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι βέβαιο – και υπάρχει πλούσια διεθνής βιβλιογραφία σε αυτό - ότι πολύ πιο οργανωμένα κράτη από το ελληνικό θα δυσκολεύονταν να υλοποιήσουν αυτό το εύρος των προτεινόμενων παρεμβάσεων, στο ζητούμενο στενό χρονικό διάστημα.

Η αδύναμη μεταρρυθμιστική επίδοση ήταν σίγουρα αποτέλεσμα κα της απουσίας τής ελληνικής ιδιοκτησίας τους (ownership). Ο δημόσιος διάλογος αυτής της περιόδου κυριαρχείται από την πίεση των δανειστών για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επιβάλλονται από το εξωτερικό σε μεγάλο βαθμό χωρίς την συνεισφορά τής ελληνικής πλευράς στους όρους και το περιεχόμενό τους. Αποτέλεσμα είναι να δηλητηριάζεται ο ίδιος ο στόχος των απαραίτητων αλλαγών για την χώρα. Είναι σαφές ότι στο εφαρμοζόμενο πρόγραμμα υπάρχουν ιδεοληπτικές προσεγγίσεις σε πολλά ζητήματα και αστοχίες, οι οποίες όμως θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν αν εμφανίζονταν διαφορετικές -με πειστικό τρόπο- προσεγγίσεις από την ελληνική πλευρά.