«Παράθυρο ευκαιρίας» για την ελληνική οικονομία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

«Παράθυρο ευκαιρίας» για την ελληνική οικονομία

Προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο για την χώρα
Περίληψη: 

Η επιστροφή στην ανάπτυξη από το τρέχον έτος είναι πλέον ένας στόχος εφικτός. Αλλά, μια ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα σταθερή και σε υψηλό επίπεδο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την δημιουργία συνθηκών που να προσελκύουν επενδυτές και χωρίς ουσιαστική αλλαγή τού τρόπου λειτουργίας τής ελληνικής οικονομίας.

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΣΑΚΑΝΙΚΑΣ είναι επίκουρος καθηγητής, Εργαστήριο Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ) ΕΜΠ, επιστημονικός συνεργάτης στο ΙΟΒΕ.

Η 15ετία 1994-2007 αποτέλεσε μια σημαντική περίοδο μεγέθυνσης για την ελληνική οικονομία, με ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους σχεδόν κάθε χρόνο από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Η σημασία που έχει αυτή η μακροχρόνια επίδοση συνήθως υποτιμάται στον δημόσιο διάλογο, καθώς θεωρείται παραδόξως ένα αρνητικό γεγονός, γενεσιουργό των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Αγνοείται έτσι το ότι σε μακροοικονομικούς όρους αυτή η περίοδος μπορεί να θεωρηθεί ιστορικά ως ένα τρίτο ισχυρό κύμα μεγέθυνσης μετά το σύντομο κύμα μεγέθυνσης του μεσοπολέμου και το μακροβιότερο κύμα τής μεταπολεμικής εποχής (περίοδος 1953-1970).

Είναι προφανές ότι ήταν μια περίοδος με σημαντικές παθογένειες που έχουν ήδη επισημανθεί από πολλούς και θα καταγραφούν συνοπτικά και στη συνέχεια. Ωστόσο, δε θα πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι αυτή η περίοδος ανάπτυξης συνετέλεσε στην ταχεία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου μεγάλου μέρους τού ελληνικού πληθυσμού. Ευρύτατα τμήματα πολιτών κατάφεραν να αποκτήσουν -συνεπικουρούμενοι βεβαίως από την πρόσβαση σε φθηνή πίστη- ικανοποιητικό επίπεδο ζωής και περιουσία που η προηγούμενη γενιά δεν διέθετε στην αντίστοιχη ηλικία. Κατόρθωσαν έτσι να βελτιώσουν με ορατό και μετρήσιμο τρόπο το επίπεδο ζωής τους, αποτέλεσμα που δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως νομοτελειακή και αυτόματη εξέλιξη, δηλαδή κάτι που θα συνέβαινε έτσι και αλλιώς.

Στην αναπτυξιακή αυτή επίδοση συνετέλεσε η μακροοικονομική σταθεροποίηση της χώρας, η οποία προσδιορίστηκε πολιτικά και οικονομικά κυρίως από την προσπάθεια εισόδου, και την συμμετοχή τελικά, της Ελλάδας στην ζώνη τού ευρώ. Τα χαμηλά επιτόκια διευκόλυναν βασικές οικονομικές λειτουργίες, όπως την υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων αναβάθμισης των υποδομών τής χώρας, τις ιδιωτικές επενδύσεις σε κατοικίες, την υψηλότερη κατανάλωση από ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, την πρόσβαση σε επιχειρηματική πίστη και από τις πιο μικρές επιχειρήσεις τής χώρας, κ.λπ.

Ταυτόχρονα, πραγματοποιήθηκε επιτυχής αναδιάρθρωση και εξωστρεφής προσπάθεια ορισμένων επιχειρηματικών κλάδων, (τράπεζες, τηλεπικοινωνίες, αλλά και μεταποίηση και εμπόριο) που κινήθηκαν πιο δυναμικά στην ευρύτερη περιοχή τής νοτιο-ανατολικής Ευρώπης. Σαφώς δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι το ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον ήταν ευνοϊκό την ίδια περίοδο, καθώς σημειώθηκε αντίστοιχη πορεία ήπιας μεγέθυνσης σε όλη την Ευρώπη. Επιπροσθέτως, η δυναμική και η συμμετοχή στο παγκόσμιο εμπόριο των αναπτυσσομένων χωρών (BRIC κ.λπ.) ήταν ακόμα μάλλον εύθραυστη και υποτονική, με αποτέλεσμα οι αντίστοιχες ανταγωνιστικές πιέσεις να μην έχουν την ισχύ που έχουν σήμερα.

Ωστόσο, η επικράτηση του συγκεκριμένου αναπτυξιακού υποδείγματος είχε αντίκτυπο στην παραγωγική δομή τής ελληνικής οικονομίας, μιας και βασιζόταν κυρίως στην εγχώρια ζήτηση. Σε κλάδους των υπηρεσιών, σχετιζόμενους κυρίως με εμπορικές δραστηριότητες, σημειώθηκε ταχύτατη μεγέθυνση, με πλήθος νέων επιχειρήσεων να δημιουργούνται, αλλά και μικρότερων που ισχυροποιήθηκαν. Από την άλλη πλευρά, το προϊόν τού πρωτογενούς τομέα συνέχισε να συρρικνώνεται, ενώ η άνοδος στην βιομηχανία ήταν βραδύτερη από ότι στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας και τροφοδοτήθηκε περισσότερο από τις κατασκευές και τις ενεργειακές επενδύσεις και λιγότερο από τις μεταποιητικές δραστηριότητες.

Θεσμικά σημειώθηκε μια προσπάθεια εισαγωγής στοιχείων πειθαρχίας στο σύστημα διακυβέρνησης και προγραμματισμού τής χώρας. Στόχος ήταν να κινητοποιηθούν οι παραγωγικές και κοινωνικές δυνάμεις, αλλά και οι περισσότεροι διαθέσιμοι πόροι στην κατεύθυνση της μακροοικονομικής σταθεροποίησης που θα διευκόλυνε την είσοδο της χώρας στην Ο.Ν.Ε., αλλά και στην έγκαιρη πραγματοποίηση μεγάλων και αναγκαίων σύγχρονων έργων υποδομής, έστω και αν εντάχθηκαν στο πλαίσιο προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα είχαν υλοποιηθεί αυτά τα έργα υποδομής στο εύρος και τον χρόνο που έγιναν, χωρίς την πίεση αυτού του παγκόσμιου γεγονότος, με το ενδεικτικό παράδειγμα του Μετρό τής Θεσσαλονίκης να είναι χαρακτηριστικό τού χρόνου υλοποίησης «υπό κανονικές συνθήκες».

Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η συνολική θεσμική προετοιμασία τής χώρας για την είσοδό της στο ευρώ ήταν μάλλον ατελής, καθώς οι απαραίτητοι θεσμοί (όπως π.χ. Ανεξάρτητες Αρχές, κτλ) μπορεί να δημιουργήθηκαν, αλλά δεν ενσωματώθηκαν λειτουργικά στην ελληνική οικονομία. Σε αυτό το σημείο, πάντως, δε θα πρέπει να παραγνωρίσουμε τις αντίστοιχες θεσμικές ανεπάρκειες και στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και στην ίδια την αρχιτεκτονική τής Ευρωζώνης (μηχανισμοί κυρώσεων, εποπτεία, κ.λπ.), που η χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε επίσης με εμφατικό τρόπο.

Στο ζήτημα της χρηματοδότησης αυτής της αναπτυξιακής περιόδου, η πιστωτική επέκταση, αν και σημαντικά χαμηλότερη των ευρωπαϊκών μέσων όρων, αλλά και η ίδια η δυνατότητα του ελληνικού κράτους να δανείζεται με πολύ ευνοϊκούς όρους επέτρεψε αυτό τον τρόπο χρηματοδότησης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ο τρόπος χρηματοδότησης μέχρι ένα σημείο δεν ήταν οικονομικά ανορθολογικός. Η δυνατότητα δανεισμού με ευνοϊκά επιτόκια είναι μια συνθήκη που εξυπηρετεί την χρηματοδότηση κάθε οικονομίας και είναι επιθυμητή. Ήδη σήμερα, μετά την επανάκαμψη της χώρας στις αγορές, προβάλλεται - και πράγματι είναι - ένδειξη «φυσιολογικής» λειτουργίας τής οικονομίας. Άρα, όταν αυτό επιτυγχάνεται, τότε η επιλογή αυτή έχει σαφώς στοιχεία οικονομικού ορθολογισμού. Είναι, όμως, το ύψος και η διαχείριση αυτών των πόρων, καθώς και το ποιούς στόχους εξυπηρετεί που τελικά καθορίζει το πόσο αποτελεσματική είναι τελικά ετούτη η επιλογή χρηματοδότησης. Έτσι, για παράδειγμα, η ελληνική οικονομία εισήλθε στη διεθνή κρίση με ένα υψηλό ποσοστό εξάρτησης των αναγκών της σε κεφάλαια (κυρίως αναγκών τού δημοσίου αλλά και των τραπεζών) από το εξωτερικό, ενώ αξιοποίησε μεγάλος μέρος τής χρηματοδότησης σχεδόν μονομερώς για την κατανάλωση, δημόσια και ιδιωτική.