«Παράθυρο ευκαιρίας» για την ελληνική οικονομία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

«Παράθυρο ευκαιρίας» για την ελληνική οικονομία

Προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο για την χώρα

Η 15ετία 1994-2007 αποτέλεσε μια σημαντική περίοδο μεγέθυνσης για την ελληνική οικονομία, με ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους σχεδόν κάθε χρόνο από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Η σημασία που έχει αυτή η μακροχρόνια επίδοση συνήθως υποτιμάται στον δημόσιο διάλογο, καθώς θεωρείται παραδόξως ένα αρνητικό γεγονός, γενεσιουργό των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Αγνοείται έτσι το ότι σε μακροοικονομικούς όρους αυτή η περίοδος μπορεί να θεωρηθεί ιστορικά ως ένα τρίτο ισχυρό κύμα μεγέθυνσης μετά το σύντομο κύμα μεγέθυνσης του μεσοπολέμου και το μακροβιότερο κύμα τής μεταπολεμικής εποχής (περίοδος 1953-1970).

Είναι προφανές ότι ήταν μια περίοδος με σημαντικές παθογένειες που έχουν ήδη επισημανθεί από πολλούς και θα καταγραφούν συνοπτικά και στη συνέχεια. Ωστόσο, δε θα πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι αυτή η περίοδος ανάπτυξης συνετέλεσε στην ταχεία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου μεγάλου μέρους τού ελληνικού πληθυσμού. Ευρύτατα τμήματα πολιτών κατάφεραν να αποκτήσουν -συνεπικουρούμενοι βεβαίως από την πρόσβαση σε φθηνή πίστη- ικανοποιητικό επίπεδο ζωής και περιουσία που η προηγούμενη γενιά δεν διέθετε στην αντίστοιχη ηλικία. Κατόρθωσαν έτσι να βελτιώσουν με ορατό και μετρήσιμο τρόπο το επίπεδο ζωής τους, αποτέλεσμα που δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως νομοτελειακή και αυτόματη εξέλιξη, δηλαδή κάτι που θα συνέβαινε έτσι και αλλιώς.

Στην αναπτυξιακή αυτή επίδοση συνετέλεσε η μακροοικονομική σταθεροποίηση της χώρας, η οποία προσδιορίστηκε πολιτικά και οικονομικά κυρίως από την προσπάθεια εισόδου, και την συμμετοχή τελικά, της Ελλάδας στην ζώνη τού ευρώ. Τα χαμηλά επιτόκια διευκόλυναν βασικές οικονομικές λειτουργίες, όπως την υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων αναβάθμισης των υποδομών τής χώρας, τις ιδιωτικές επενδύσεις σε κατοικίες, την υψηλότερη κατανάλωση από ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, την πρόσβαση σε επιχειρηματική πίστη και από τις πιο μικρές επιχειρήσεις τής χώρας, κ.λπ.

Ταυτόχρονα, πραγματοποιήθηκε επιτυχής αναδιάρθρωση και εξωστρεφής προσπάθεια ορισμένων επιχειρηματικών κλάδων, (τράπεζες, τηλεπικοινωνίες, αλλά και μεταποίηση και εμπόριο) που κινήθηκαν πιο δυναμικά στην ευρύτερη περιοχή τής νοτιο-ανατολικής Ευρώπης. Σαφώς δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι το ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον ήταν ευνοϊκό την ίδια περίοδο, καθώς σημειώθηκε αντίστοιχη πορεία ήπιας μεγέθυνσης σε όλη την Ευρώπη. Επιπροσθέτως, η δυναμική και η συμμετοχή στο παγκόσμιο εμπόριο των αναπτυσσομένων χωρών (BRIC κ.λπ.) ήταν ακόμα μάλλον εύθραυστη και υποτονική, με αποτέλεσμα οι αντίστοιχες ανταγωνιστικές πιέσεις να μην έχουν την ισχύ που έχουν σήμερα.

Ωστόσο, η επικράτηση του συγκεκριμένου αναπτυξιακού υποδείγματος είχε αντίκτυπο στην παραγωγική δομή τής ελληνικής οικονομίας, μιας και βασιζόταν κυρίως στην εγχώρια ζήτηση. Σε κλάδους των υπηρεσιών, σχετιζόμενους κυρίως με εμπορικές δραστηριότητες, σημειώθηκε ταχύτατη μεγέθυνση, με πλήθος νέων επιχειρήσεων να δημιουργούνται, αλλά και μικρότερων που ισχυροποιήθηκαν. Από την άλλη πλευρά, το προϊόν τού πρωτογενούς τομέα συνέχισε να συρρικνώνεται, ενώ η άνοδος στην βιομηχανία ήταν βραδύτερη από ότι στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας και τροφοδοτήθηκε περισσότερο από τις κατασκευές και τις ενεργειακές επενδύσεις και λιγότερο από τις μεταποιητικές δραστηριότητες.

Θεσμικά σημειώθηκε μια προσπάθεια εισαγωγής στοιχείων πειθαρχίας στο σύστημα διακυβέρνησης και προγραμματισμού τής χώρας. Στόχος ήταν να κινητοποιηθούν οι παραγωγικές και κοινωνικές δυνάμεις, αλλά και οι περισσότεροι διαθέσιμοι πόροι στην κατεύθυνση της μακροοικονομικής σταθεροποίησης που θα διευκόλυνε την είσοδο της χώρας στην Ο.Ν.Ε., αλλά και στην έγκαιρη πραγματοποίηση μεγάλων και αναγκαίων σύγχρονων έργων υποδομής, έστω και αν εντάχθηκαν στο πλαίσιο προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα είχαν υλοποιηθεί αυτά τα έργα υποδομής στο εύρος και τον χρόνο που έγιναν, χωρίς την πίεση αυτού του παγκόσμιου γεγονότος, με το ενδεικτικό παράδειγμα του Μετρό τής Θεσσαλονίκης να είναι χαρακτηριστικό τού χρόνου υλοποίησης «υπό κανονικές συνθήκες».

Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η συνολική θεσμική προετοιμασία τής χώρας για την είσοδό της στο ευρώ ήταν μάλλον ατελής, καθώς οι απαραίτητοι θεσμοί (όπως π.χ. Ανεξάρτητες Αρχές, κτλ) μπορεί να δημιουργήθηκαν, αλλά δεν ενσωματώθηκαν λειτουργικά στην ελληνική οικονομία. Σε αυτό το σημείο, πάντως, δε θα πρέπει να παραγνωρίσουμε τις αντίστοιχες θεσμικές ανεπάρκειες και στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και στην ίδια την αρχιτεκτονική τής Ευρωζώνης (μηχανισμοί κυρώσεων, εποπτεία, κ.λπ.), που η χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε επίσης με εμφατικό τρόπο.

Στο ζήτημα της χρηματοδότησης αυτής της αναπτυξιακής περιόδου, η πιστωτική επέκταση, αν και σημαντικά χαμηλότερη των ευρωπαϊκών μέσων όρων, αλλά και η ίδια η δυνατότητα του ελληνικού κράτους να δανείζεται με πολύ ευνοϊκούς όρους επέτρεψε αυτό τον τρόπο χρηματοδότησης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ο τρόπος χρηματοδότησης μέχρι ένα σημείο δεν ήταν οικονομικά ανορθολογικός. Η δυνατότητα δανεισμού με ευνοϊκά επιτόκια είναι μια συνθήκη που εξυπηρετεί την χρηματοδότηση κάθε οικονομίας και είναι επιθυμητή. Ήδη σήμερα, μετά την επανάκαμψη της χώρας στις αγορές, προβάλλεται - και πράγματι είναι - ένδειξη «φυσιολογικής» λειτουργίας τής οικονομίας. Άρα, όταν αυτό επιτυγχάνεται, τότε η επιλογή αυτή έχει σαφώς στοιχεία οικονομικού ορθολογισμού. Είναι, όμως, το ύψος και η διαχείριση αυτών των πόρων, καθώς και το ποιούς στόχους εξυπηρετεί που τελικά καθορίζει το πόσο αποτελεσματική είναι τελικά ετούτη η επιλογή χρηματοδότησης. Έτσι, για παράδειγμα, η ελληνική οικονομία εισήλθε στη διεθνή κρίση με ένα υψηλό ποσοστό εξάρτησης των αναγκών της σε κεφάλαια (κυρίως αναγκών τού δημοσίου αλλά και των τραπεζών) από το εξωτερικό, ενώ αξιοποίησε μεγάλος μέρος τής χρηματοδότησης σχεδόν μονομερώς για την κατανάλωση, δημόσια και ιδιωτική.

Αποτέλεσμα ήταν ότι το έλλειμμα του εξωτερικού τομέα τής ελληνικής οικονομίας διευρυνόταν σταδιακά, από 6,7% του Α.Ε.Π. το 1994 σε 14,1% το 2007, με άξονα όχι κάποιες κεφαλαιουχικές εισαγωγές που υπό συνθήκες θα μπορούσε να είναι και αναπτυξιακή επιλογή, αλλά κυρίως την εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών παραγόμενων στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα, το έλλειμμα αυτό αντανακλούσε την φθίνουσα διεθνή ανταγωνιστικότητά της, η οποία όμως δεν ενεργοποιούσε αντίστοιχα αντανακλαστικά, καθώς η διευρυνόμενη εγχώρια ζήτηση – υποβοηθούμενη και από «ενέσεις ζήτησης» από τα κοινοτικά κονδύλια - υπεραντιστάθμιζε τις δυσμενείς επιπτώσεις στο Α.Ε.Π. Αποτέλεσμα ήταν ο εφησυχασμός και η αδιαφορία για τις συνεχείς απώλειες θέσεων ανταγωνιστικότητας στα διεθνή μοντέλα συγκριτικής αξιολόγησης (WEF, IMD).

Ταυτόχρονα, η εφαρμογή επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών σε περιόδους που θα επέτρεπαν ίσως συσταλτική πολιτική, αλλά κυρίως η μετάθεση της επίλυσης των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών τής ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με τον περιορισμό τής διεθνούς ρευστότητας λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, επέτειναν τελικά το πρόβλημα δημοσιονομικής ισορροπίας τής χώρας. Έτσι η αυστηροποίηση των πιστωτικών κριτηρίων λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης τού 2008 είχαν ως επακόλουθο την βίαιη ανάσχεση στην λειτουργία αυτού του μηχανισμού. Οι περισσότερο προσεκτικές πιστωτικές αξιολογήσεις ανέδειξαν το ήδη υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους τής Ελλάδας, ως δυνητικό κίνδυνο ισχυρότερου ρίσκου σε σχέση με την έως τότε αποτίμησή του, επιφέροντας τελικά σε σύντομο χρονικό διάστημα την αδυναμία εξυπηρέτησής του.

Η ΧΩΡΑ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ:
ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ, ΠΑΛΙΝΩΔΙΕΣ, ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ

Η εξωτερική αυτή αλλαγή που συνέβη με βίαιο τρόπο στα τέλη τού 2008 βρήκε την χώρα σε διαρθρωτική κόπωση, με την κρίση να αναδεικνύει συστημικές αδυναμίες, οι οποίες δε θεραπεύτηκαν ή έστω δεν αμβλύνθηκαν κατά την περίοδο μεγέθυνσης της οικονομίας:

-Μια παραγωγική δομή που αποτελείται από πολλές μικρές επιχειρήσεις και λίγες μεγάλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις με διεθνή παρουσία.

-Ένα μικρό μέσο μέγεθος επιχειρηματικότητας που εμποδίζει, εκτός των άλλων, και την διείσδυση των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και την επίτευξη των απαιτούμενων οικονομιών κλίμακας.

-Την παγίωση εμποδίων εισόδου σε πολλές αγορές προϊόντων και συντελεστών παραγωγής και στρεβλώσεις που δεν επέτρεπαν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά επιχειρήσεις και δημόσιος τομέας.

-Την δημιουργία ενός κοστοβόρου κράτους με αναποτελεσματικές υπηρεσίες και -επί της ουσίας- αναπτυξιακά αδύναμου.

-Μεταφορά τεχνογνωσίας και καινοτομίας από το εξωτερικό, με ελληνικές εξαγωγές χαμηλής προστιθέμενης αξίας και μικρό αριθμό επώνυμων ελληνικών προϊόντων στην διεθνή αγορά.

-Φτωχή συνεργασία πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, χρηματοδότηση Έρευνας & Ανάπτυξης κυρίως από κοινοτικούς πόρους και με αδύναμο κρίκο τις παραδοσιακά εσωστρεφείς επιχειρήσεις.

Έτσι το 2010 η χώρα αναγκάστηκε να υπαχθεί σε έναν μηχανισμό στήριξης που δημιουργήθηκε από τους εταίρους για να αντιμετωπιστεί το πρωτοφανές για την οικονομική Ένωση πρόβλημα της αδυναμίας χρηματοδότησης ενός μέλους της, ο οποίος [μηχανισμός] περιελάμβανε όμως την υλοποίηση ενός αυστηρού προγράμματος οικονομικής πολιτικής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα ξεκίνησε με γενικές αρχές τις οποίες όλοι ενστερνίζονταν και, μάλιστα, βρίσκονταν για χρόνια στα προγράμματα των κομμάτων εξουσίας. Για διάφορους λόγους, όμως, οι αρχές αυτές δεν εξειδικεύτηκαν συστηματικά και δεν εφαρμόστηκαν με την ταχύτητα, την προτεραιοποίηση και τους όρους που θα έπρεπε να εφαρμοστούν. Έτσι, για παράδειγμα, η απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή, υπό συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας, έγινε με δραστικό και βίαιο τρόπο, με ισχυρό υφεσιακό αποτέλεσμα που επιδείνωσε τελικά και την αποτελεσματικότητα του προγράμματος, ενώ είχε δυσμενείς επιδράσεις σε άλλους τομείς και λειτουργίες τής οικονομίας.

Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων κατατέθηκε μια ευρεία λίστα με παρεμβάσεις, όμως οι προτεραιότητες ήταν μάλλον μπερδεμένες και ανισοβαρείς. Έτσι, π.χ. η ανάγκη ηλεκτρονικής συνταγογράφησης που συνιστά βασική τομή τόσο ως προς τον έλεγχο του κόστους και της προκλητής ζήτησης, αλλά και ως χρήσιμη καταγραφή για τον σχεδιασμό τής φαρμακευτικής πολιτικής, βρισκόταν στην ίδια λίστα των «προαπαιτούμενων» με τον αριθμό αδειών ταξί στην Αθήνα, ή τους γεωγραφικούς περιορισμούς και την διαφήμιση στο επάγγελμα του δικηγόρου.

Ταυτόχρονα, τα προτεινόμενα μέτρα αγνοούσαν βασικά χαρακτηριστικά τού ελληνικού συστήματος διοίκησης, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι βέβαιο – και υπάρχει πλούσια διεθνής βιβλιογραφία σε αυτό - ότι πολύ πιο οργανωμένα κράτη από το ελληνικό θα δυσκολεύονταν να υλοποιήσουν αυτό το εύρος των προτεινόμενων παρεμβάσεων, στο ζητούμενο στενό χρονικό διάστημα.

Η αδύναμη μεταρρυθμιστική επίδοση ήταν σίγουρα αποτέλεσμα κα της απουσίας τής ελληνικής ιδιοκτησίας τους (ownership). Ο δημόσιος διάλογος αυτής της περιόδου κυριαρχείται από την πίεση των δανειστών για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επιβάλλονται από το εξωτερικό σε μεγάλο βαθμό χωρίς την συνεισφορά τής ελληνικής πλευράς στους όρους και το περιεχόμενό τους. Αποτέλεσμα είναι να δηλητηριάζεται ο ίδιος ο στόχος των απαραίτητων αλλαγών για την χώρα. Είναι σαφές ότι στο εφαρμοζόμενο πρόγραμμα υπάρχουν ιδεοληπτικές προσεγγίσεις σε πολλά ζητήματα και αστοχίες, οι οποίες όμως θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν αν εμφανίζονταν διαφορετικές -με πειστικό τρόπο- προσεγγίσεις από την ελληνική πλευρά.

Οι δυσμενείς επιπτώσεις τής κρίσης είναι ορατές στην ελληνική κοινωνία και συνοψίζονται σήμερα στο απαράδεκτα υψηλό ποσοστό τής ανεργίας, και –πλέον- της μακροχρόνιας ανεργίας. Σε αυτό το δομικό χαρακτηριστικό σύμπτωμα καταλήγουν, και από αυτό εκπορεύονται, τα περισσότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Γιατί καμία οικονομία δεν είναι «ανταγωνιστική» αν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της δεν έχει εργασία. Γιατί η επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την επανεκκίνηση της οικονομίας.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, ΤΙ;

Σήμερα, το ελληνικό παραγωγικό σύστημα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης πιέζεται αμφίπλευρα από: α) παραγωγούς χωρών χαμηλού κόστους εργασίας -που δεν είναι πια μόνον ανειδίκευτη, αλλά διαρκώς αναβαθμίζεται, αλλά και β) «ποιοτικά υπέρτερους παραγωγούς» που δραστηριοποιούνται σε χώρες υψηλού βιοτικού επιπέδου και σημαντικών τεχνολογικών και παραγωγικών ικανοτήτων.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: θα επιλέξουμε να γίνουμε μια χώρα χαμηλού κόστους και να ανταγωνιστούμε άλλες αναδυόμενες οικονομίες στο φθηνό, χαμηλής προστιθέμενης αξίας προϊόν; Ή θα κινηθούμε προς την κατεύθυνση της αναβάθμισης των προϊόντων / υπηρεσιών που προσφέρουμε;

Ο πρώτος δρόμος φαίνεται να αποτελεί μια συνεχή «κούρσα προς τα κάτω», που βασίζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αποκλειστικά στη δραστική μείωση του κόστους εργασίας. Η επιλογή αυτή δεν είναι κοινωνικά και ιστορικά αποδεκτή, καθώς αγνοεί το θεσμικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό επίπεδο που έχει κατακτήσει η χώρα, ακόμα και αν αυτό δεν είναι αντίστοιχο των πιο προηγμένων οικονομιών τού κόσμου. Επιπλέον, είναι μια επιλογή μυωπική και αδιέξοδη, καθώς σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, πάντα θα υπάρχει ένας τόπος όπου το κόστος τής εργασίας ή/και των άλλων συντελεστών παραγωγής θα είναι μικρότερο.

Αν, όμως, επιλέγουμε τον δεύτερο δρόμο, έχουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που απαιτούνται για αυτό; Και ποιοι είναι οι όροι που θα μας επιτρέψουν να βρούμε την θέση μας το νέο περιβάλλον, ποιο είναι το νέο πρότυπο ανάπτυξης που θα είναι περισσότερο βιώσιμο και θα οδηγήσει σε μια νέα όσο το δυνατόν πιο μακροχρόνια περίοδο μεγέθυνσης;
Η ελληνική οικονομία πρέπει να βελτιώσει την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητά της, να αναβαθμίσει το γνωστικό περιεχόμενο και την ποιότητα των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, με τρόπο που να είναι ελκυστικό για διεθνείς και όχι μόνο αγορές. Γιατί και οι εγχώριοι πελάτες θα πρέπει να επιλέγουν συνειδητά σε όρους ποιότητας και σχέσης τιμής / αξίας τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα / υπηρεσίες. Η χώρα, δηλαδή, να συμμετάσχει στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, σχετικά περισσότερο ως παραγωγός-κατά προτίμηση προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας-και σχετικά λιγότερο ως απλός καταναλωτής.

Είναι σαφές ότι αυτό δεν είναι μια εύκολη διαδικασία, καθώς η σταδιακή αλλαγή τού αναπτυξιακού προτύπου περιλαμβάνει την αναβάθμιση συνολικά της προσαρμοστικής ικανότητας της οικονομίας στις ευρύτερες τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές μεταβολές. Προϋποθέτει δε την βελτίωση της δυνατότητάς της να παράγει, να αποκτά και να χρησιμοποιεί την γνώση, ώστε να μπορεί να καινοτομεί. Διότι η ανταγωνιστικότητα στις αναπτυγμένες οικονομίες εξαρτάται μεν από τα σχετικά στοιχεία κόστους και τις σχετικές τιμές, εξαρτάται όμως και από το τεχνολογικό περιεχόμενο, την διαφοροποίηση και την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών.

Άλλωστε, με βάση τα υφιστάμενα μοντέλα μέτρησης της ανταγωνιστικότητας, οι ανταγωνιστικές χώρες είναι αυτές που διαθέτουν επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να σταθούν με επιτυχία στον διεθνή στίβο και ταυτόχρονα μπορούν να υποστηρίξουν ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες τους. Γι’ αυτό άλλωστε και η πιο ανταγωνιστική χώρα στον κόσμο σύμφωνα με το World Economic Forum (WEF) είναι η Ελβετία και όχι η Ινδία.

ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ

Τρεις είναι οι βασικές πυλώνες που θα πρέπει να διέπουν το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας:

1.Η ταυτόχρονη ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η σταδιακή υποκατάσταση μέρους των εισαγωγών, έτσι ώστε ο εξωτερικός τομέας τής οικονομίας να μετατραπεί από πηγή απώλειας εισοδήματος, σε πηγή δημιουργίας εισοδήματος για τους κατοίκους τής χώρας.

2.Η προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων και όχι απλώς χρηματιστηριακών ή μετοχικών τοποθετήσεων. Η γενική αύξηση των επενδύσεων μπορεί να συμβάλλει στην επίτευξη της οικονομικής ανάκαμψης. Προκειμένου, όμως, η τονωτική επίδρασή τους να είναι μακροχρόνια και ισχυρή, θα πρέπει να έχουν πρωτίστως παραγωγικό χαρακτήρα. Αυτές οι επενδύσεις μεταποιητικού χαρακτήρα, επιτρέπουν / χρηματοδοτούν / προωθούν με τη σειρά τους την ανάπτυξη σειράς δραστηριοτήτων και στον τομέα των υπηρεσιών.

3.Η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, αξιοποιώντας κάθε δυνατό χρηματοδοτικό πόρο και εργαλείο το οποίο διαθέτουμε, ή μπορούμε να διεκδικήσουμε μεσοπρόθεσμα.

Οι βασικές αρχές του νέου αναπτυξιακού προτύπου πρέπει να είναι:

-Η παραγωγή, η διάχυση και η αξιοποίηση της γνώσης παντού και για όλους. Αυτή η επιλογή συγκροτεί το απαραίτητο υπόβαθρο για να σταθεί η ελληνική οικονομία και η ελληνική επιχειρηματικότητα στον εντεινόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας σε συνθήκες αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης.

-Η προώθηση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας ή της επιχειρηματικότητας εντάσεως γνώσης. Αυτή αποτελεί έναν αναγκαίο μηχανισμό για την αποτελεσματική αξιοποίηση και μετατροπή τής «οικονομικά χρήσιμης» γνώσης σε διατηρήσιμη και διεθνώς ανταγωνιστική οικονομική δραστηριότητα, για τον εμπλουτισμό, την ανανέωση και την αναβάθμιση του επιχειρηματικού ιστού τής ελληνικής οικονομίας και για την δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας. Η απλή ποσοτική ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, με νέες επιχειρήσεις που απλώς αναπαράγουν το υφιστάμενο παραγωγικό σύστημα, μπορεί να δώσει λύσεις σε αυτοαπασχολούμενους βραχυπρόθεσμα, αλλά, πρακτικά, το πολλαπλασιαστικό τους αποτέλεσμα στην οικονομία είναι φτωχό.

-Η ανάπτυξη, η οργάνωση και η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Παρά τις όποιες υστερήσεις, το διαθέσιμο ανθρώπινο κεφάλαιο στην Ελλάδα είναι ικανοποιητικό και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αποτελεσματική και αποδοτική παραγωγή, την διάχυση και αξιοποίηση της γνώσης.

-Η λειτουργική αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνίας στις επιχειρήσεις, στην δημόσια διοίκηση, στην αυτοδιοίκηση, στον πολιτισμό κ.ά. αποτελεί ένα μη επαρκώς αξιοποιημένο «αναπτυξιακό κοίτασμα», καθώς η ελληνική οικονομία δεν έχει αποκομίσει τα δυνητικά οφέλη παραγωγικότητας που προκύπτουν από την ευρύτερη υιοθέτηση αυτών των τεχνολογιών.

-Η στενότερη συνεργασία επιχειρήσεων και πανεπιστημίων/ερευνητικών κέντρων σε όρους: α) εμπορικής αξιοποίησης της ερευνητικής εργασίας που διεξάγεται σε αυτά, β) επίλυσης συγκεκριμένων προβλημάτων εφαρμοσμένης έρευνας, που λόγω μεγέθους η μέση ελληνική επιχείρηση δεν μπορεί να διαχειριστεί και γ) προετοιμασίας τού ανθρώπινου κεφαλαίου.

-Η διαχείριση των χασμάτων (κοινωνικών, περιφερειακών, εκπαιδευτικών) που θα δημιουργήσει αυτός ο μετασχηματισμός. Δεν είναι εύκολο να μεταφερθεί ένα τμήμα τού ανθρώπινου δυναμικού από κλάδους που φθίνουν, σε κλάδους που θα γνωρίσουν ανάπτυξη, καθώς είναι βέβαιο ότι υπάρχουν τμήματα του πληθυσμού που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν αυτές τις αλλαγές. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι απαιτείται η ανεύρεση πρόσθετων χρηματικών πόρων για την διευθέτηση αυτών των χασμάτων.

Τα παραπάνω σημαίνουν συγκεκριμένες ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν τόσο σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, όσο και σε επίπεδο κινητοποίησης της επιχειρηματικής κοινότητας, οι οποίες, όμως, δεν θα πρέπει να αλληλοεξουδετερώνονται. Έτσι για παράδειγμα, έχοντας θέσει ως στόχο την εξωστρέφεια, η διευκόλυνση των ίδιων των διαδικασιών για τις εξαγωγές όπως και η διευθέτηση των ζητημάτων φορολογίας (επιστροφή Φ.Π.Α.), ασφαλίσεων κτλ που προκύπτουν για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, δεν μπορεί παρά να βρίσκονται στον πυρήνα κάθε σχεδίου δράσης. Πολλές φορές, δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η επιχειρηματικότητα είναι αποσπασματικός, καθώς δεν συνεκτιμώνται επαρκώς όλοι οι παράγοντες που την επηρεάζουν. Έτσι ,μπορεί να λαμβάνονται από τη μια πλευρά μέτρα για την ενίσχυση ή την διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, ταυτόχρονα με αποφάσεις και πολιτικές που έχουν μεν άλλες επιδιώξεις και στόχους, αλλά την επηρεάζουν δυσμενώς (όπως π.χ. κόστος ενέργειας, φορολογικές εκπλήξεις, κ.λπ.).

Από την άλλη πλευρά και η ίδια η επιχειρηματική κοινότητα πρέπει να αναπτύξει μηχανισμούς πληροφόρησης που να εξυπηρετούν την επιχειρηματική δικτύωση, την επαφή με τις αγορές του εξωτερικού, ακόμα και αν αυτό σημαίνει δημιουργία δυνητικών ανταγωνιστών.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ο κίνδυνος οποιαδήποτε αναπτυξιακό σχέδιο να παραμείνει απλώς ένα ευχολόγιο ελλοχεύει πάντα. Ο βραχυπρόθεσμος εκλογικός, ακόμα και ο υπουργικός, κύκλος πολλές φορές έχει ακυρώσει / εκτρέψει πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να είχαν επιτυχημένα αποτελέσματα. Από την άλλη πλευρά, πολλές φορές νέες «αναπτυξιακές» δομές ή νέοι φορείς που έχουν αναλάβει τον σχεδιασμό μιας πολιτικής έχουν αποτύχει, καθώς σταδιακά περιθωριοποιήθηκαν ή άλλαξαν στόχευση.

Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητος ο συντονισμός και η ουσιαστική συνεργασία τεσσάρων υποκειμένων: της κυβέρνησης που έχει την πολιτική ευθύνη, της Δημόσιας Διοίκησης, που έχει την ευθύνη υλοποίησης, των κοινωνικών εταίρων και της ερευνητικής κοινότητας που στον βαθμό που τους αναλογεί πρέπει να προσανατολίσουν στρατηγικά και να κινητοποιήσουν τις δικές τους δυνάμεις στις προτεραιότητες.

Η συμμετοχή τής Δημόσιας Διοίκησης με στελέχη που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης, είναι καθοριστική όχι απλώς για την θεσμική συνέχεια, αλλά γιατί τις περισσότερες φορές είναι ουσιαστικοί γνώστες των εμποδίων υλοποίησης. Έχει αναφερθεί πολλές φορές ότι η αδράνεια αυτού του μηχανισμού δεν έχει επιτρέψει την προώθηση μιας στρατηγικής, καθώς «συνιστούν μέρος τού προβλήματος». Θεωρώ, όμως, ότι δεν είναι εφικτή η υλοποίηση κανενός αναπτυξιακού σχεδίου χωρίς την συνεισφορά τους, και είναι ευθύνη τής κυβέρνησης να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ουσιαστικής συμμετοχής τους.
Εξάλλου, στο σημερινό περιβάλλον είναι σαφές ότι η ελληνική ιδιοκτησία (ownership) τού αναπτυξιακού προγράμματος είναι απαραίτητη για να μπορέσει να προσανατολίσει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις και να ενεργοποιήσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Η κοινωνία δεν έχει πάντα τον δυναμισμό να επιβάλλει συγκεκριμένες κατευθύνσεις ή να εμφανίζεται επαρκώς συναινετική σε δύσκολες και κοστοβόρες για κάποιους μεταρρυθμίσεις. Γι’ αυτό και είναι κεντρικός ο ρόλος τής εφαρμοζόμενης πολιτικής, η οποία πρέπει να αναπληρώσει τις όποιες ανεπάρκειες των κοινωνικών δυνάμεων και να προσφέρει την απαιτούμενη ηγετική ώθηση, η οποία ήταν ελλειμματική μέχρι σήμερα.

Από την άλλη πλευρά, τον πρωτεύοντα ρόλο στην ταχύτητα με την οποία θα γίνει η απαιτούμενη αναδιάρθρωση, τον έχει η επιχειρηματικότητα. Το επιχειρηματικό σύστημα της χώρας πρέπει – εκτός από την συνήθη επίκληση του κράτους ως εμποδίου ανάπτυξης - να φροντίσει να υπηρετήσει την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας (είτε μέσω εξαγωγών, είτε μέσω υποκατάστασης εισαγωγών). Πολλά επιτυχημένα παραδείγματα επιχειρήσεων που εδρεύουν στην χώρα μας φανερώνουν ότι παρά αυτό το δύστροπο και γραφειοκρατικό κράτος, αυτοί που επενδύουν στην γνώση και την καινοτομία, κατορθώνουν να υπερκεράσουν τα όποια προβλήματα.

Πράγματι, από πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη στις 2000 μεγαλύτερες επιχειρήσεις τής χώρας την οποία εκπόνησε το ΙΟΒΕ και το ΕΒΕΟ/ ΕΜΠ για λογαριασμό τού ΣΕΒ, προέκυψε ότι:

-Οι επιχειρήσεις που ανθίστανται στην κρίση είναι αυτές που κατόρθωσαν να υποκαταστήσουν απώλειες στην εσωτερική αγορά με εξωτερική ζήτηση. Όμως, αυτό το πέτυχαν κυρίως οι επιχειρήσεις που είχαν ήδη δραστηριοποιηθεί στις διεθνείς αγορές. Δεν είναι εύκολο μια επιχείρηση που είναι προσανατολισμένη κυρίως στην εσωτερική αγορά να μετατραπεί σε εξαγωγική, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.

-Η καινοτομία συνδέεται θετικά με τις εξαγωγές: χωρίς έμφαση στην ποιότητα και στη διαρκή αναβάθμιση των προϊόντων/υπηρεσιών δεν είναι δυνατό να διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα τα όποια μερίδια αγοράς και οι αντίστοιχοι πελάτες.

Βασική προϋπόθεση, όμως, για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να καινοτομήσουν, είναι να διαθέτουν αυξημένες τεχνολογικές ικανότητες. Αυτό σημαίνει να είναι σε θέση να ανταποκριθούν γρήγορα σε μεταβολές τής ζήτησης, να έχουν επενδύσει στον τεχνολογικό τους εκσυγχρονισμό, αλλά και να συνεργάζονται με προμηθευτές, πελάτες, ακόμα και ανταγωνιστές. Οι επιχειρήσεις που το πραγματοποιούν αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό από τις υπόλοιπες, είναι και οι πιο επιτυχημένες. Μάλιστα, είναι και αυτές που διεξάγουν κάποιου είδους έρευνα ή έστω έχουν συνεργασίες με φορείς έρευνας.

-Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν καλύτερες επιδόσεις σε οικονομικό και τεχνολογικό επίπεδο, αλλά και σε όρους ποιότητας ανθρώπινου δυναμικού. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι με δεδομένο το πολύ μικρό μέσο μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης, οι προσπάθειες για συνέργειες και συνεργασίες είναι απαραίτητες για να επιτευχθούν οι απαιτούμενες οικονομίες κλίμακας που θα εξυπηρετήσουν τους επιχειρηματικούς και τελικά εθνικούς στόχους.

Το επόμενο εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι από ποιους κλάδους θα προκύψει αυτού του είδους η ζητούμενη ποιοτική επιχειρηματικότητα. Έχουν ήδη εντοπιστεί από πλήθος φορέων, παραγωγικές δραστηριότητες ή κλαδικά οικοσυστήματα που μπορούν να συμβάλλουν περισσότερο στα επόμενα χρόνια στην επίτευξη αυτών των χαρακτηριστικών τού αναπτυξιακού υποδείγματος. Ωστόσο, δεν κρίνεται σκόπιμο να επαναληφθούν εδώ. Αυτό που θα πρέπει να αναφερθεί εδώ είναι ότι πρόκειται για δραστηριότητες όπου υπάρχουν ήδη ή μπορούν σχετικά εύκολα να δημιουργηθούν στρατηγικά πλεονεκτήματα, τα οποία μπορεί να σχετίζονται: α) με αυξημένη διεθνή ζήτηση β) με θεσμικές και τεχνολογικές αλλαγές οι οποίες θα δημιουργήσουν νέους όρους στην εγχώρια ζήτηση γ) με σημαντικό απόθεμα ανθρώπινου κεφαλαίου και γνώσης που δημιουργεί τις συνθήκες για δυναμικότερη επιχειρηματική δραστηριοποίηση.

Η έννοια του οικοσυστήματος αναφέρεται στην αξιολόγηση των στρατηγικών κινήσεων των παραγωγικών και ερευνητικών φορέων σε μια ευρύτερη παραγωγική αλυσίδα αξίας που διατρέχει συμπληρωματικούς κλάδους τής οικονομίας. Η ολιστική αυτή προσέγγιση είναι απαραίτητη γιατί δημιουργεί συνθήκες αμφίπλευρης εποπτείας κάθε κλάδου με τους συμπληρωματικούς του, αλλά ταυτόχρονα διαστέλλει τεχνητά το μέσο επιχειρηματικό μέγεθος. Δίνει την δυνατότητα, δηλαδή, για κοινό προσανατολισμό και συνεργασίες που αμβλύνουν τις υστερήσεις που δημιουργεί το μικρό μέγεθος της μέσης ελληνικής επιχείρησης, και διευκολύνει την επίτευξη οικονομιών κλίμακας και σκοπού.

Ταυτόχρονα θα πρέπει να επισημανθεί ότι θα πρέπει πλέον να μιλούμε για δραστηριότητες μέσα στα οικοσυστήματα, προχωρώντας σε συγκεκριμένες επιλογές. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα δηλαδή όταν αναφερόμαστε στον τουρισμό να καταγράφουμε λίστες με διάφορα είδη θεματικού τουρισμού (ιατρικό, συνεδριακό, θρησκευτικό, κτλ.), όπου περιλαμβάνονται όλα τα «επιθυμητά» ως υλοποιήσιμα, και ταυτόχρονα να μην γίνεται σαφές τι ακριβώς δεν περιλαμβάνεται στο επιθυμητό.

Από την άλλη πλευρά, και πάλι αυτό δε σημαίνει ότι δραστηριότητες από άλλους κλάδους δεν είναι δυνατό να συνεισφέρουν στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας. Κατά μια έννοια, οποιαδήποτε δραστηριότητα δημιουργεί προϊόντα/υπηρεσίες που διαθέτουν εξωτερική ζήτηση ή υποκαθιστούν εισαγόμενα προϊόντα/υπηρεσίες, «φέρνουν» δηλαδή ή «εξοικονομούν» συνάλλαγμα, είναι επιθυμητές δραστηριότητες. Πυρήνες επιχειρηματικότητας οι οποίοι συγκεντρώνουν τέτοια πλεονεκτήματα (τεχνολογικά, ποιοτικά, εξωστρέφειας, δικτύωσης, συνέργειες με άλλους κλάδους), πρέπει να εντοπίζονται και να υποστηρίζονται, ακόμα και αν φαινομενικά δραστηριοποιούνται σε πιο παραδοσιακούς ή μη επιλέξιμους κλάδους.

ΟΙ «ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ» ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Ανεξαρτήτως, όμως, από επιχειρηματικές δραστηριότητες με ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης υπάρχουν τουλάχιστον δύο οριζόντιες διαστάσεις που πρέπει να διέπουν το σχεδιασμό τής αναπτυξιακής πολιτικής, και τουλάχιστον μια κάθετη.

Η πρώτη οριζόντια διάσταση που πρέπει να διέπει κάθε επιχειρηματική πρωτοβουλία είναι η καινοτομική συμπεριφορά. Η καινοτομία ως φιλοσοφία είναι ο καταλύτης για να μπορέσει μια επιχείρηση να σταθεί ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές. Πολλές φορές, μάλιστα, η καινοτομία αυτή αφορά στην ενσωμάτωση γνώσης που ήδη υπάρχει σε έναν κλάδο ή και απλώς την οργάνωση των εισροών ή των εκροών με ένα διαφορετικό τρόπο. Υπάρχει δηλαδή καινοτομία η οποία δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται αποκλειστικά από εκτεταμένες δαπάνες για Ε&Α (non-R&D innovation) και συνιστά ακριβώς την αξιοποίηση γνώσης που ήδη ενυπάρχει σε ένα κλαδικό οικοσύστημα και η οποία μπορεί να αποβεί καθοριστική στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των παραγόμενων προϊόντων/υπηρεσιών.

Σαφώς αυτή η διαδικασία απαιτεί κινητοποίηση, δικτύωση και όχι εφησυχασμό. Ένα παραδοσιακά εσωστρεφές επιχειρηματικό σύστημα πρέπει τώρα να κινηθεί πιο γρήγορα, να εγκαταλείψει το μοντέλο τής άκοπης επιχειρηματικότητας -που συνήθως βασίζεται σε αξιοποίηση απλώς διαφορών χονδρικής/λιανικής τιμής- και να υιοθετήσει στοιχεία εκσυγχρονισμού στις παραγωγικές του διεργασίες, ώστε να είναι σε θέση να σταθεί ανταγωνιστικά στο διεθνές, αλλά και στο εγχώριο περιβάλλον.

Η δεύτερη είναι η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Σε αυτό συμπεριλαμβάνουμε και την αναδιοργάνωση του Κράτους και του τρόπου με τον οποίο συνδιαλέγεται με τους πολίτες και τις επιχειρήσεις του. Πρόκειται για τις λεγόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες συνιστούν την αλλαγή τού τρόπου με τον οποίο λειτουργεί μια οικονομία. Όμως, οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι εύκολες καθώς συνιστούν ανατροπή ενός status quo το οποίο βραχυπρόθεσμα κοστίζει σε κάποιες ομάδες πολιτών οι οποίες είχαν προσαρμοστεί στο προηγούμενο «σύστημα». Επιπροσθέτως, επειδή το όφελος είτε διαχέεται γενικώς στην κοινωνία, είτε ποσοτικοποιείται μεσοπρόθεσμα, οι υποστηρικτές τής αλλαγής είναι «χλιαροί», όπως έγραφε και ο Μακιαβέλι 500 χρόνια πριν. Το αποτέλεσμα είναι αυτοί που θίγονται να έχουν ισχυρότερη φωνή σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία, με αποτέλεσμα τη μετάθεση, την αναστολή επίλυσης προβλημάτων και τις καθυστερήσεις. Σήμερα, όμως, είναι πια σαφές ότι οι νέες καθυστερήσεις απλώς θα επιδεινώσουν την κατάσταση, θα απογοητεύσουν τους υποστηρικτές τής αλλαγής και τελικά θα παραχωρήσουν το πεδίο άσκησης πολιτικής σε κατεστημένες δυνάμεις που αντιδρούν σε κάθε μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία. Οι καθυστερήσεις και η μηντιακή καταμέτρηση του πολιτικού κόστους δεν αγοράζουν χρόνο, απλώς δυσκολεύουν τις παραμέτρους εφαρμογής στο μέλλον, όπως άλλωστε έχουν καταδείξει και οι εξελίξεις τής τελευταίας πενταετίας.

Η κάθετη διάσταση σχετίζεται με την αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση, την παρακολούθηση και τον συντονισμό των βασικών μεταρρυθμίσεων της χώρας ώστε να επιτυγχάνονται οι στόχοι που τίθενται. Έχει γίνει αντιληπτό ότι η ποιότητα του συστήματος διακυβέρνησης των αναπτυξιακών πολιτικών είναι καθοριστική για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, καθώς πολλές από τις παθογένειες του προηγούμενου οικονομικού κύκλου εκπορεύονταν από το ανεπαρκές σύστημα διακυβέρνησης. Έτσι, πολλές φορές είναι η έλλειψη συντονισμού και θεσμικής παρακολούθησης των ζητημάτων που οδηγούν στην ατελή εφαρμογή τους. Ίσως, λοιπόν, να είναι χρήσιμη η θέσπιση Επιτελικού και Συντονιστικού Κέντρου Μεταρρυθμίσεων που θα αναφέρεται απευθείας στον Πρωθυπουργό και θα παρακολουθεί την υλοποίησή τους.

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ

Ο ριζικός μετασχηματισμός τής ελληνικής οικονομίας δε μπορεί να συντελεστεί χωρίς εκτεταμένες επενδύσεις, για τις οποίες απαιτούνται κεφάλαια, με ικανοποιητικούς όρους χορήγησης. Στο σημερινό περιβάλλον, όμως, η άντληση ρευστότητας -τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα- θα αντιμετωπίζει σημαντικές δυσχέρειες, καθώς οι «παραδοσιακοί» τρόποι χρηματοδότησης επενδύσεων στην Ελλάδα (τραπεζικό σύστημα, κερδοφορία επιχειρήσεων, Διαρθρωτικά Ταμεία), είτε έχουν πλέον πολύ περιορισμένη δυναμικότητα, είτε/και εφαρμόζουν αυστηρότερα κριτήρια.

Αναζητούμε επομένως μια σύνθεση χρηματοδοτικών μέσων τού δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Οι ενισχύσεις από τα Διαρθρωτικά Ταμεία τής Ε.Ε. (Ε’ Προγραμματική Περίοδος 2014-2020), πιθανότατα θα αποτελέσουν τον ισχυρότερο χρηματοδοτικό μηχανισμό και άρα η κατάλληλη διαχείρισή τους από το ελληνικό κράτος έχει πρωταρχική σημασία. Χρηματοδοτικές δυνατότητες προσφέρει και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων που ναι μεν χρηματοδοτεί μεγάλα επενδυτικά σχέδια, συμμετέχει όμως και στη χρηματοδότηση επενδύσεων Ε&Α (μέσω Risk Sharing Financial Facility), αλλά και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων, που εστιάζει στις ΜΜΕ.

Άλλες δυνητικές πηγές κεφαλαίων περιλαμβάνουν επενδυτικές τράπεζες, hedge funds, ασφαλιστικά ταμεία κ.ά. Για την προσέλκυση αυτών των πηγών απαιτείται όμως συστηματική επικοινωνία και ενημέρωσή τους σχετικά με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα στην Ελλάδα, αλλά και για τις προοπτικές ανάπτυξης σε συγκεκριμένες δραστηριότητες. Δράσεις όπως η διοργάνωση road shows, ενημερωτικές εκδηλώσεις για επενδυτικές ευκαιρίες από τις ελληνικές πρεσβείες, η τακτική ενημέρωση για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, μπορούν να αναδείξουν δυνατότητες που δεν είναι γνωστές λόγω της έμφασης τα τελευταία χρόνια στα τεκταινόμενα στο δημοσιονομικό επίπεδο, και ακολούθως να τονώσουν την ελκυστικότητά της στο διεθνές επενδυτικό κοινό.

Εκτός από τις διεθνείς πηγές κεφαλαίων, χρειάζεται συνένωση προσπαθειών και εγχωρίως για την δημιουργία μιας «κρίσιμης μάζας» χρηματοδοτικών πόρων. Οι επιπτώσεις τής έλλειψης κουλτούρας συνεργασίας και δικτύωσης, έγιναν ιδιαίτερα αισθητές κατά την οικονομική κρίση. Όμως, θα πρέπει πλέον να έχει γίνει κατανοητό από την πλειονότητα των επιχειρήσεων, ότι οι μεγαλύτερες πιθανότητες εξόδου τους από αυτή και σχετικά σταθερής ανάκαμψής τους υπάρχουν στη δημιουργία συνεργατικών σχηματισμών, για την από κοινού πραγματοποίηση επενδύσεων, την ανταλλαγή τεχνογνωσίας, την διεύρυνση των δραστηριοτήτων τους, κ.λπ. Σε αυτό το πλαίσιο, η διάδοση στην Ελλάδα συνεργατικών δομών όπως π.χ. οι συστάδες επιχειρήσεων (clusters), που αποσκοπούν σε κοινές επενδύσεις στην καινοτομία και στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας και σκοπού μέσα από την στενή συνεργασία των μελών τους, ίσως προσφέρουν μια διέξοδο στην ερευνητική ένδεια του επιχειρηματικού τομέα τής οικονομίας.

Σε ότι αφορά την συμβολή τού τραπεζικού τομέα στην παροχή των απαιτούμενων επενδυτικών πόρων, εκτιμάται ότι θα ισχυροποιηθεί σημαντικά λίγο πριν τα μέσα τής περιόδου 2014-2020. Οι συνεχιζόμενες διεργασίες αναδιάρθρωσης που λαμβάνουν χώρα σε αυτόν, η προσπάθεια σταθεροποίησης της ρευστότητάς του και η συμβατότητα με τα πρότυπα ασφαλείας που καθιερώνει πλέον η τραπεζική ένωση της Ε.Ε., εκτιμάται ότι θα διατηρήσουν σε χαμηλά επίπεδα την παροχή εγχωρίως ρευστότητας από το τραπεζικό σύστημα προς τις επιχειρήσεις την επόμενη διετία.

Ήδη, όμως, η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση, η χρηματοδότησή της από τις αγορές με ταυτόχρονη δημοσιονομική πειθαρχεία, θα τονώσουν την ελκυστικότητα και την αξιοπιστία της, καθιστώντας πολύ ευκολότερη την πρόσβαση όχι μόνο του ελληνικού κράτους, αλλά και του τραπεζικού συστήματος στις διεθνείς αγορές, που θα βελτιώσει σημαντικά τη ρευστότητα αμφότερων.

Συνεπώς, με τις προσδοκίες να βελτιώνονται, δημιουργείται «παράθυρο ευκαιρίας» για προώθηση της σταδιακής αλλαγής του προτύπου ανάπτυξης της χώρας
Περί τα μέσα πλέον του 2014, αρχίζουν δειλά – δειλά οι θετικές εξελίξεις να υπερισχύουν των αρνητικών. Η δημοσιονομική προσαρμογή απέδωσε ένα πρωτογενές πλεόνασμα σημαντικά υψηλότερο των στόχων, με ισχυρό βεβαίως υφεσιακό αποτέλεσμα, γεγονός που υποδηλώνει, κατ’ ελάχιστον, μια αποφασιστικότητα από την πλευρά τής οικονομικής πολιτικής για δημοσιονομική ισορροπία. Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων έχουν πυκνώσει οι νομοθετικές και άλλες παρεμβάσεις, ιδιαίτερα στην κατεύθυνση της προώθησης του ανταγωνισμού. Η πρόσφατη επιτυχής έξοδος στις διεθνείς αγορές, επικυρώνει ότι και οι ιδιώτες επενδυτές υποστηρίζουν έμπρακτα την πορεία εξόδου από την κρίση. Το γεγονός έχει διπλή θετική σημασία, τόσο ως σηματοδότηση, προς κάθε κατεύθυνση, όσο και γιατί μεταθέτει εγγύτερα την άμβλυνση του πολύ σημαντικού προβλήματος χρηματοδότησης της οικονομίας. Είναι λοιπόν σημαντικό ότι υπάρχει σε αυτή την συγκυρία μια εξωτερική θετική αποτίμηση των πεπραγμένων και ιδίως των όσων μπορεί να αναμένονται. Εξάλλου, φαίνεται να απομακρύνεται ουσιαστικά και ο κίνδυνος ρήξης με το κοινό νόμισμα, με αποτέλεσμα την σημαντική άμβλυνση της σχετικής αβεβαιότητας, που συνιστά αναβλητικό παράγοντα στις κάθε είδους οικονομικές αποφάσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

Όπως, όμως, σημειώνει το ΙΟΒΕ στην πρόσφατη τριμηνιαία έκθεσή του (Απρίλιος 2010), οι σημαντικές αυτές θετικές εξελίξεις δεν πρέπει να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα βαθύτερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας έχουν οριστικά λυθεί. Αντίθετα, θα ήταν απαράδεκτο να θεωρηθεί ότι, εφόσον πλέον η οικονομία φαίνεται να ισορροπεί, η προσπάθεια ουσιαστικής προσαρμογής μπορεί να εγκαταλειφθεί. Άλλωστε, μια προσεκτικότερη ανάγνωση των επιμέρους αριθμητικών δεδομένων φανερώνει ότι π.χ. η εντυπωσιακή αποκατάσταση της ισορροπίας στα ελλείμματα (δημοσιονομικό και εξωτερικού ισοζυγίου), έχει πραγματοποιηθεί κατά κύριο λόγο με «μεταφορά» τής ανισορροπίας στην πλευρά τής παραγωγής και της αγοράς εργασίας. Για αυτό και η ανεργία διατηρείται σε πολύ υψηλό επίπεδο, βασικοί παραγωγικοί δείκτες ακόμα δείχνουν απλώς περιορισμό τής πολύ μεγάλης κάμψης, ενώ και η εικόνα επενδύσεων και εξαγωγών δεν είναι ικανοποιητική.

Ένας άλλος κίνδυνος που ελλοχεύει είναι να καταγραφεί στην κοινωνία η αίσθηση ότι πλέον δεν χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις μιας και επανερχόμαστε σε «κανονικότητα» και άρα δεν χρειάζεται να αλλάξουμε την δομή τής οικονομίας, στην βάση όσων περιγράφηκαν παραπάνω. Αυτό μπορεί να παγιδεύσει την οικονομική πολιτική και θα συνιστούσε πραγματικά την απώλεια μιας ευκαιρίας.

Επίσης, λόγω της σωρευτικής συρρίκνωσης της οικονομίας κατά σχεδόν ¼ και της δημιουργίας συνθηκών κόπωσης στην οικονομία και στην κοινωνία, πληθαίνουν οι φωνές για «πυροσβεστικές» επεμβάσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα οι οποίες θα ανακουφίσουν ομάδες πληθυσμού και θα τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα. Αν και κατανοητές και ενδεχομένως ως ένα βαθμό να αξιοποιούνται στην σωστή κατεύθυνση, οι ενέργειες αυτές δεν συνεισφέρουν στη δημιουργία συνθηκών βιώσιμες ανάπτυξης. Επιλογές, δηλαδή, που ενδεχομένως να έχουν ένα βραχυπρόθεσμο όφελος, δεν είναι απαραίτητο ότι συνιστούν μέρος μιας μεσοπρόθεσμης στρατηγικής. Υπό αυτή την έννοια, η επίτευξη θετικού ρυθμού ανάπτυξης για ένα τρίμηνο μπορεί να είναι πολιτικά επιθυμητή, αν όμως είναι απλώς αποτέλεσμα «ενέσεων ζήτησης», είναι αμφίβολη η διατηρησιμότητά τους.

Αντίθετα, οι θετικές εξελίξεις στην οικονομία προσφέρουν μια μεγαλύτερη άνεση χρόνου, ένα «παράθυρο ευκαιρίας» να αντιμετωπιστούν νηφάλια, χωρίς ιδεοληψίες και με απόλυτα προτεραιοποιημένες παρεμβάσεις, ουσιαστικές τομές στην ελληνική οικονομία.
Ο ζητούμενος μετασχηματισμός για την ελληνική οικονομία δεν γίνεται αυτόματα, και αναγκαστικά περιλαμβάνει ρήξεις με ομάδες συμφερόντων που μέσω προνομιακών ρυθμίσεων ή τεχνητών εμποδίων εξακολουθούν να απολαμβάνουν προσόδους, μεταθέτοντας το κόστος στο κοινωνικό σύνολο. Όμως, δημιουργείται «παράθυρο ευκαιρίας» και για τη δημιουργία των ευρύτερων δυνατών πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων.

Συμπερασματικά, τα παραπάνω δεδομένα δημιουργούν μια θετική δυναμική και καταδεικνύουν πως το 2014 μπορεί να αποδειχθεί έτος καμπής για την ελληνική οικονομία και κοινωνία ως προς την ολοκλήρωση του μεγαλύτερου υφεσιακού κύκλου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει εξαιρετικές δυνατότητες και να προσφέρει ευκαιρίες που δεν επιτρέπεται να παραμένουν και άλλο ανεκμετάλλευτες. Η επιστροφή στην ανάπτυξη από το τρέχον έτος είναι πια ένας στόχος εφικτός, αλλά μια ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα σταθερή και σε υψηλό επίπεδο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την δημιουργία συνθηκών που να προσελκύουν τους επενδυτές και χωρίς ουσιαστική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας τής ελληνικής οικονομίας. Η επιλογή είναι δική μας και ο χρόνος για δράση είναι τώρα.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr