Το τέλος τής χριστιανοδημοκρατίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος τής χριστιανοδημοκρατίας

Τι σημαίνει για την Ευρώπη η πτώση τού κινήματος
Περίληψη: 

Η σημερινή Ευρώπη είναι μια δημιουργία των χριστιανοδημοκρατών. Ωστόσο, τόσο ως ένα σύνολο ιδεών όσο και ως πολιτικό κίνημα, η Χριστιανική δημοκρατία αποκτά όλο και λιγότερη επιρροή και γίνεται λιγότερο συνεκτική. Καθώς το μεγαλύτερο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αντιμετωπίζει νέους κινδύνους, λοιπόν, ο πιο σημαντικός υποστηρικτής της μπορεί σύντομα να αποδειχθεί ανίκανος να την υπερασπιστεί.

Ο JAN-WERNER MÜLLER είναι καθηγητής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Princeton.

Η σημερινή Ευρώπη είναι μια δημιουργία των χριστιανοδημοκρατών. Αυτοί ήταν οι αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του μεταπολεμικού ατλαντισμού. Και ήταν καθοριστικής σημασίας για την δόμηση της μορφής τής συνταγματικής δημοκρατίας που επικράτησε στο δυτικό μισό τής ηπείρου μετά το 1945 και έχει σταθερά επεκταθεί ανατολικά από τότε που έπεσε το Τείχος τού Βερολίνου το 1989. Η πιο ισχυρή πολιτικός τής Ευρώπης, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, είναι μια χριστιανοδημοκράτις, όπως είναι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, José Manuel Barroso, και ο διάδοχός του, ο Jean-Claude Juncker. Στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον περασμένο Μάιο, η ηπειρωτική ένωση των Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων - το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) - κέρδισε τις περισσότερες έδρες.

Ωστόσο, τόσο ως ένα σύνολο ιδεών όσο και ως πολιτικό κίνημα, η Χριστιανική δημοκρατία αποκτά όλο και λιγότερη επιρροή και γίνεται λιγότερο συνεκτική κατά τα τελευταία χρόνια. Η πτώση αυτή δεν οφείλεται μόνο στην κοσμική στροφή τής ηπείρου. Τουλάχιστον εξίσου σημαντικά είναι τα γεγονότα ότι ο εθνικισμός - ένας από τους πρωταρχικούς ιδεολογικούς εχθρούς των Χριστιανοδημοκρατών - βρίσκεται σε άνοδο και ότι το βασικό εκλογικό σώμα τού κινήματος, ένας συνασπισμός ψηφοφόρων από την μεσαία τάξη και τους αγρότες, συρρικνώνεται. Καθώς το μέγα εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αντιμετωπίζει νέους κινδύνους, λοιπόν, ο πιο σημαντικός υποστηρικτής της μπορεί σύντομα να αποδειχθεί ανίκανος να την υπερασπιστεί.

ΠΑΛΑΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

«Χριστιανοδημοκράτης» είναι μια ονομασία που ακούγεται περίεργη στον οποιονδήποτε έχει συνηθίσει σε έναν αυστηρό διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους. Ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης και εν μέσω σκληρών μαχών για την τύχη τής Καθολικής Εκκλησίας μέσα σε μια δημοκρατία. Για το μεγαλύτερο μέρος τού δέκατου ένατου αιώνα, το Βατικανό έβλεπε τις σύγχρονες πολιτικές ιδέες – συμπεριλαμβανομένης της φιλελεύθερης δημοκρατίας - ως μια άμεση απειλή για τα κεντρικά δόγματά του. Αλλά υπήρχαν και καθολικοί στοχαστές οι οποίοι συμφώνησαν με την διορατικότητα του Γάλλου συγγραφέα Alexis de Tocqueville ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο θρίαμβος της δημοκρατίας στον σύγχρονο κόσμο ήταν αναπόφευκτος. Οι λεγόμενοι Καθολικοί φιλελεύθεροι προσπάθησαν να κάνουν την δημοκρατία ασφαλή για την θρησκεία με τον κατάλληλο εκχριστιανισμό των μαζών: Στο κάτω-κάτω, έλεγε το σκεπτικό, μια δημοκρατία με θεοσεβείς πολίτες θα έχει πολύ καλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από μια δημοκρατία που οι πολίτες της θα ήταν κοσμικοί. Άλλοι Καθολικοί διανοούμενοι ήλπιζαν να κρατήσουν τους ανθρώπους σε τάξη μέσω Χριστιανικών θεσμών, και ιδίως τον παπισμό, τον οποίο ο Γάλλος στοχαστής Joseph de Maistre έβλεπε ως μέρος ενός πανευρωπαϊκού συστήματος ελέγχων και ισορροπιών.

Το πιο σημαντικό, κατά τα τέλη τού δέκατου ένατου και στις αρχές τού εικοστού αιώνα, το ίδιο το Βατικανό τελικά έφθασε να δει τα οφέλη τού να παίζει το δημοκρατικό παιχνίδι και να προωθεί κόμματα που θα υπερασπιστούν τις ανησυχίες τής εκκλησίας. Αρχικά, το έπραξαν με κακή πίστη – τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα ουσιαστικά λειτούργησαν ως ομάδες συμφερόντων μέσα σε ένα σύστημα του οποίου τη νομιμότητα η εκκλησία συνέχισε να απορρίπτει. Με την χρήση τού όρου «δημοκράτης», δεν σηματοδοτούσαν την αποδοχή τής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά, μάλλον, την φιλοδοξία τους να συνεργαστούν με τους απλούς ανθρώπους. Μέχρι σήμερα, η προσέγγιση αυτή είναι εμφανής στην ανάδειξη όρων όπως «λαϊκό» ή «λαός» στα επίσημα ονόματα των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων.

Τα κόμματα έγιναν ισχυρότερα στις χώρες όπου η εκκλησία και το κράτος ήταν ομοιόμορφα ταιριασμένοι. Δεν υπήρχε ανάγκη για χριστιανοδημοκρατία σε μια βαθιά καθολική χώρα, για παράδειγμα στην Ιρλανδία, αλλά επίσης απέτυχε να ριζώσει στην Γαλλία, όπου οι Καθολικοί, αντιμετωπίζοντας επιθέσεις από τις αντικληρικές δημοκρατικές κυβερνήσεις, προσπάθησαν την πλήρη αλλαγή καθεστώτος. Αντιθέτως, εκεί όπου οι πολιτιστικοί πόλεμοι μεταξύ κοσμικών δυνάμεων και εκκλησίας ήταν έντονοι, αλλά τελικά οδήγησαν σε αδιέξοδο, όπως στην Γερμανία και στις λεγόμενες χώρες Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο), οι Καθολικοί επένδυσαν στην δόμηση κομμάτων.

Όπως έχει καταδείξει ο πολιτικός επιστήμονας Στάθης Καλύβας, οι ηγέτες των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων τελικώς ανέπτυξαν τα δικά τους συμφέροντα. Η εμπλοκή στο δημοκρατικό παιχνίδι έφερε οφέλη και πόρους - και οι Χριστιανοδημοκράτες αποδέχθηκαν τελικά την πολιτική συμμετοχή ως νομιμοποιημένη. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η δημοκρατία σάρωσε την Ευρώπη, το Βατικανό υποχώρησε κάπως: Έχοντας απορρίψει εντελώς το ιταλικό έθνος-κράτος και έχοντας απαγορεύσει στους Καθολικούς να παίξουν οποιονδήποτε ρόλο σε αυτό (ακόμη και με την απαγόρευση ψήφου), ο Πάπας υποστήριξε ένα νέο κόμμα που ονομάστηκε Popolari. Με το να ενώσει τους αγρότες και τα μικροαστικά στρώματα, το Popolari έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην χώρα μετά τους σοσιαλιστές.

Κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι σχέσεις μεταξύ των χριστιανοδημοκρατών και της Αγίας Έδρας ψυχράνθηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το Βατικανό είδε τα κόμματα που μπορούσε να ελέγξει ως χρήσιμα, αλλά περιθωριοποίησε αυτά που ήταν απρόθυμα να ακολουθήσουν τις οδηγίες από την Ρώμη και αντί με αυτά ασχολήθηκε κατευθείαν με τα κράτη. Προς τούτο, το Βατικανό εγκατέλειψε κόμματα όπως το Popolari και συνήψε ορισμένες διπλωματικές συμφωνίες που αποσκοπούσαν στην προστασία των συμφερόντων των Καθολικών - η πιο διαβόητη από τις οποίες ήταν η λεγόμενη Reichskonkordat ανάμεσα στον Χίτλερ και τον καρδινάλιο Eugenio Pacelli, ο οποίος αργότερα έγινε ο πάπας Πίος ΧΙΙ , τον Ιούλιο του 1933.