Το τίμημα τής ελευθερίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τίμημα τής ελευθερίας

Όταν οι κυβερνήσεις πληρώνουν λύτρα
Περίληψη: 

Μια μορφή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, αναμφισβήτητα η πιο κερδοφόρα, έχει αποφύγει την παγκόσμια προσπάθεια καταπολέμησης της τρομοκρατίας: Η απαγωγή για λύτρα. Οι περισσότερες πληρωμές λύτρων φαίνεται να χρηματοδοτούνται από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αλλά όλες έχουν αποφύγει κυρώσεις και διεθνείς μομφές.

Ο TOM KEATINGE είναι πρώην επενδυτικός τραπεζιτικός στην J.P. Morgan και συνεργάτης στο Royal United Services Institute. Μπορείτε να τον ακολουθείτε στο Twitter @keatingetom

Από τις 11 Σεπτεμβρίου 2001, ένα τεράστιο παγκόσμιο δίκτυο νόμων, ομάδων εργασίας και ρυθμιστικών φορέων έχει κινητοποιηθεί για να αποτρέψει τους τρομοκράτες από να μαζεύουν, να αποθηκεύουν και να διακινούν κεφάλαια. Ακριβώς ένα μήνα μετά τις επιθέσεις, η Ειδική Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force), ένας διεθνής οργανισμός που δημιουργήθηκε για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος, εξέδωσε ένα νέο σύνολο κατευθυντήριων γραμμών που απαιτούσε από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη να ποινικοποιήσουν την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, να προχωρήσουν στο πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων των τρομοκρατών και να αναφέρουν τις ύποπτες συναλλαγές. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, το ξερίζωμα της παράνομης χρηματοδότησης έχει γίνει ένα ξεχωριστό πεδίο: Οι τράπεζες έχουν δαπανήσει δισεκατομμύρια δολάρια για την εγκατάσταση συστημάτων παρακολούθησης και την πρόσληψη σχετικού προσωπικού, οι κυβερνήσεις έχουν δημιουργήσει νέα τμήματα, και οι χώρες ελέγχονται τακτικά για την συμμόρφωσή τους σε μια συνεχώς αυξανόμενη λίστα κανόνων και προτύπων αντιτρομοκρατίας.

Για τα άτομα και τους οργανισμούς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τής χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι κυρώσεις είναι γρήγορες και ανηλεείς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, οι παραβάτες ταξινομούνται ως «Ειδικά Προσδιορισμένοι Παγκόσμιοι Τρομοκράτες», μια κατηγορία που δημιουργήθηκε δύο εβδομάδες μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να παγώσει τα περιουσιακά στοιχεία - και να απαγορεύσει μεταφορές κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών – σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή ομάδα ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Η αμφισβήτηση αυτών των κυρώσεων είναι σχεδόν αδύνατη˙ Στον καφκικό κόσμο των διαβαθμισμένων πληροφοριών και της λήψης αποφάσεων κεκλεισμένων των θυρών, οι ενστάσεις διαρκούν χρόνια.

Παρ’ όλα αυτά, μια μορφή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, αναμφισβήτητα η πιο κερδοφόρα, έχει αποφύγει την παγκόσμια προσπάθεια καταπολέμησης της τρομοκρατίας: Η απαγωγή για λύτρα. Μια πρόσφατη έρευνα των New York Times [1] διαπίστωσε ότι η αλ Κάιντα και οι θυγατρικές της έχουν πραγματοποιήσει από το 2008 έσοδα τουλάχιστον 125 εκατομμυρίων δολαρίων από απαγωγές˙ Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ τοποθετεί τον αριθμό αυτό σε 165 εκατομμύρια δολάρια. Και σύμφωνα με την έρευνα των Times, πολλά από αυτά τα λύτρα φαίνεται να χρηματοδοτήθηκαν από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις - τις ίδιες κυβερνήσεις που είναι συμβαλλόμενα μέρη στα παγκόσμια πρότυπα της αντιτρομοκρατίας, τα οποία απαγορεύουν την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Ο αντίκτυπος αυτών των πληρωμών δεν μπορεί να υποτιμηθεί και δεν θα πρέπει να αγνοηθεί: Σύμφωνα με τους Times, η αλ Κάιντα χρηματοδοτεί πλέον το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων της μέσω λύτρων που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πληρώνουν για να απελευθερώσουν τους πολίτες τους.

Με δεδομένες αυτές τις αποκαλύψεις, φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι τόσο λίγοι διεθνείς οργανισμοί έχουν αντιμετωπίσει τα λύτρα ως ξεκάθαρη πηγή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στο επίσημο ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά την σύνοδο κορυφής τού 2013 στην Βόρεια Ιρλανδία, οι ηγέτες τού G-8 σημείωναν ότι η «διεθνής κοινότητα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στην καταπολέμηση της ροής κεφαλαίων προς τις τρομοκρατικές οργανώσεις», αλλά επέστησαν την προσοχή σε τρομοκρατικές ομάδες στο Κέρας τής Αφρικής και το Σαχέλ, οι οποίες αντλούν σημαντικό οικονομικό όφελος από την καταβολή λύτρων. Στην δήλωσή τους, οι ηγέτες τού G-8 προειδοποίησαν ότι η πληρωμή λύτρων σε τρομοκρατικές ομάδες υποστηρίζει την στρατολόγηση, τροφοδοτεί την περιφερειακή αστάθεια, παροτρύνει για περισσότερες απαγωγές και αφήνει τον καθένα πιο ευάλωτο σε επιθέσεις. Μετά την σύνοδο, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε το Ψήφισμα 2133, το οποίο καλεί τα κράτη-μέλη να εμποδίσουν τους τρομοκράτες από το να επωφελούνται από πληρωμές λύτρων. Παρά τις δηλώσεις αυτές, και αν και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ή οι ιδιώτες θα αντιμετώπιζαν σκληρή τιμωρία για την διενέργεια πληρωμών στις προσδιορισμένες τρομοκρατικές οργανώσεις, καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν έχει αντιμετωπίσει κυρώσεις - ή οποιαδήποτε άλλη μορφή διεθνούς μομφής – επειδή έπραξε έτσι.

ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΘΕΣΗ

Όσο αποφεύγουν την επίσημη μομφή, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορούν να συνεχίσουν να ακολουθούν δύο μέτρα και δύο σταθμά: Να επιβάλουν κυρώσεις σε άτομα και μη-κυβερνητικές οργανώσεις που χρηματοδοτούν τους τρομοκράτες, ενώ την ίδια στιγμή πληρώνουν οι ίδιες τούς τρομοκράτες. Οι κυβερνήσεις έχουν την δυνατότητα να αποφύγουν την ευθύνη αποστασιοποιούμενες από αυτές τις πληρωμές, χρησιμοποιώντας μεσάζοντες, και χαρακτηρίζοντας τα χρήματα αυτά ως ξένη βοήθεια. Με τον τρόπο αυτό, έχουν διατηρήσει αληθοφανή την άρνησή τους ότι πράττουν αλλιώς. Επιπλέον, παρά τις παραινέσεις ομάδων όπως το G-8 και τα Ηνωμένα Έθνη, η Ειδική Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης δεν κάνει καμία αναφορά στα λύτρα στην τελευταία λίστα των διεθνών [αντιτρομοκρατικών] προτύπων - ίσως επειδή στα 36 μέλη της περιλαμβάνονται οι περισσότερες από τις υπό κρίση ευρωπαϊκές χώρες.

Για να είμαστε δίκαιοι, οι κυβερνήσεις, όταν αποφασίζουν αν πρέπει να πληρώσουν ή όχι, βρίσκονται σε επισφαλή θέση. Οι λίγες χώρες που αρνούνται να πληρώσουν, με πιο γνωστές τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, πιστεύουν ότι η υποχώρηση στις απαιτήσεις των απαγωγέων διαιωνίζει την βιομηχανία «απαγωγή-για-λύτρα» και τοποθετεί το κοινό σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Αλλά το να αρνούνται να πληρώσουν δεν είναι χωρίς κινδύνους. Για παράδειγμα, το 2009, η αλ Κάιντα απήγαγε μια ομάδα Ευρωπαίων τουριστών στο ανατολικό Μάλι. Μετά από πληρωμή, όπως αναφέρθηκε, λύτρων από την Γερμανία και την Ελβετία, δύο από τους ομήρους αφέθηκαν ελεύθεροι˙ Ο Βρετανός όμηρος, Edwin Dyer, ωστόσο, αναφέρθηκε ότι αποκεφαλίστηκε. Για ορισμένες κυβερνήσεις, ως εκ τούτου, η διασφάλιση της ασφαλούς απελευθέρωσης των πολιτών τους αντισταθμίζει την βλάβη από την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.