Έτσι μοιάζει η εξομάλυνση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Έτσι μοιάζει η εξομάλυνση

Το Ιράν και οι ΗΠΑ ενώνουν τις δυνάμεις τους εναντίον τής ISIS

Δεν αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, είναι στα πρόθυρα να γυρίσει σελίδα με το Ιράν. Στο κάτω-κάτω, κατά την διάρκεια της προεδρίας του, ο Ομπάμα έχει επανειλημμένα τονίσει ότι θα ήθελε οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν να ξεπεράσουν την 35ετή αποξένωσή τους. Αυτό που είναι εκπληκτικό, όμως, είναι το πώς έχει προκύψει η προσέγγιση - όχι μέσω διαπραγματεύσεων για την τύχη τού πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης αλλά ως αποτέλεσμα της μάχης κατά τής ISIS.

Η Τεχεράνη και η Ουάσινγκτον βρίσκονται στην ίδια πλευρά τής μάχης κατά του «Ισλαμικού Κράτους τού Ιράκ και της al-Sham» (ISIS) που ονομάζεται επίσης «Ισλαμικό Κράτος» (IS), και υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι έχουν συνεργαστεί απέναντι στην προέλαση της εξτρεμιστικής ομάδας μέσω του Ιράκ. Αν και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτό θα διαρκέσει για όλη την διάρκεια του πολέμου, μια τέτοια συνεργασία είναι σαφώς ένα θετικό βήμα.

Αμφότερες οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν εκλαμβάνουν την ISIS ως μια σημαντική απειλή για τα δικά τους συμφέροντα. Ένα προπύργιο της ISIS κοντά στα ιρανικά σύνορα θα είναι μια βαθιά και άμεση απειλή για την ασφάλεια της Τεχεράνης. Κατ’ αρχήν, οι σουνίτες τζιχαντιστές τής ISIS περιφρονούν ανοιχτά την σιιτική πίστη, την ισλαμική αίρεση που ακολουθούν η συντριπτική πλειοψηφία των Ιρανών και η πλειοψηφία των Ιρακινών. Η οργάνωση είναι ήδη σε έναν σεχταριστικό πόλεμο στην Συρία και στο Ιράκ, και η Τεχεράνη πρέπει να υποθέτει ότι τελικά θα σχεδιάζει να στρέψει την προσοχή της προς το Ιράν.

Η Ουάσινγκτον, από την πλευρά της, κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η ISIS αποτελεί σημαντική απειλή. Αν η ISIS καταφέρει να δημιουργήσει ένα ασφαλές καταφύγιο στο Ιράκ, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το εκεί έδαφος για να σχεδιάσει ενέργειες εναντίον τής Δύσης, να υπονομεύσει τους Δυτικούς συμμάχους της στην περιοχή και να θέσει σε κίνδυνο τις μεταφορές πετρελαίου στον Περσικό Κόλπο. Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος της οργάνωσης εναντίον τού ιρακινού κράτους θέτει επίσης σε κίνδυνο τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Κατά την τελευταία δεκαετία, η Ουάσιγκτον έχει πληρώσει υψηλό τίμημα σε αίμα και σε χρήμα για να δημιουργήσει ένα σταθερό και σχετικά φιλικό Ιράκ. Η κατάρρευση αυτού του κράτους θα αποτελέσει μια ταπεινωτική ήττα.

Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν έχουν διαφορετικά οράματα για το μέλλον τού Ιράκ, μοιράζονται τους τρεις κυριότερους στρατηγικούς στόχους εκεί: Την προστασία τής εδαφικής ακεραιότητας του Ιράκ˙ Την πρόληψη ενός εμφυλίου πολέμου που θα μπορούσε εύκολα να διαχυθεί σε ολόκληρη την περιοχή˙ Και την νίκη επί της ISIS. Υπάρχει επίσης μια προηγούμενη τακτική συνεργασία μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον πριν από εκείνη στο Ιράκ: Το 2001, οι δύο συνεργάστηκαν για να ξεριζώσουν τους Ταλιμπάν από το Αφγανιστάν.

Ο Ομπάμα έχει υποσχεθεί να μην ανεχθεί την δημιουργία ενός τρομοκρατικού κράτους στο Ιράκ και έχει ήδη διατάξει περιορισμένες αεροπορικές επιδρομές εναντίον τής ISIS για την προστασία του προσωπικού και των εγκαταστάσεων των ΗΠΑ στο Ιράκ και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στην απελπισμένη μειονότητα των Yezidi στην χώρα. Η Τεχεράνη έχει δώσει σαφείς ενδείξεις ότι εγκρίνει την περιορισμένη στρατιωτική αποστολή τού Ομπάμα. Ο Ιρανός πρόεδρος, Χασάν Ρουχανί, και μια σειρά άλλοι αξιωματούχοι έχουν εκφράσει δημοσίως την επιθυμία να συνεργαστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες για να νικήσουν την ISIS. Βέβαια, είναι απίθανο ότι η Τεχεράνη θα προσφέρει τακτική βοήθεια προς τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πεδίο τής μάχης, αλλά είναι πιθανό να καλωσορίσει τις συνεχιζόμενες τις αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ και θα μπορούσε ακόμη και ήσυχα να επικροτήσει την επαναφορά αμερικανικών χερσαίων στρατευμάτων στο Ιράκ.

Αλλά ο Ομπάμα έχει επίσης δηλώσει, ορθώς, ότι δεν μπορεί να υπάρξει αμερικανική στρατιωτική λύση για τα προβλήματα του Ιράκ μέχρι να αντιμετωπιστούν τα πολιτικά προβλήματά του - πάνω απ’ όλα, η τάση τής κεντρικής κυβέρνησης προς τους αποκλεισμούς. Εκεί είναι που το Ιράν, το οποίο έχει διατηρήσει πολύ στενούς δεσμούς με τα σιιτικά κόμματα που κυριαρχούν στην Βαγδάτη, έχει πάρει το προβάδισμα. Η Ουάσιγκτον χαιρέτησε την άφιξη του νέου πρωθυπουργού τού Ιράκ, Haider al-Abadi. Ο προκάτοχος του Abadi, ο Νούρι αλ-Μαλίκι, παραιτήθηκε μόνο αφότου το Ιράν (και ο αγιατολάχ Αλί Σιστανί, ο σιίτης θρησκευτικός ηγέτης τού Ιράκ) τον εξώθησε σταθερά να φύγει. Η Τεχεράνη εξέφρασε αρχικά την επιθυμία της να φύγει ο Μαλίκι από μόνος του. Αλλά όταν ο ίδιος επέμενε να μην δείχνει σημάδια ότι θα παραιτηθεί, ο Ali Shamkhani, ο Γραμματέας τού Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας τού Ιράν, εξέδωσε μια δημόσια δήλωση συγχαίροντας τον Abadi επειδή πήρε την εντολή να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση. Η Τεχεράνη επιστράτευσε και ιρακινές ομάδες σιιτών, καθώς και σιίτες μαχητές για να υποστηρίξει τον Abadi. Η Ουάσιγκτον περιορίστηκε στο να είναι παρατηρητής σε ένα μεγάλο μέρος αυτής της διαδικασίας, αλλά χαιρέτισε το αποτέλεσμα.

Η συνεργασία μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον στο Ιράκ υπήρξε παραγωγική μέχρι τώρα, αλλά είναι επίσης εύθραυστη. Υπάρχουν τρεις παράγοντες που θα μπορούσαν να την εκτροχιάσουν εύκολα. Ο πρώτος είναι μια διαμάχη για την σύνθεση της νέας ιρακινής κυβέρνησης. Το Ιράν αναγνώρισε ότι ο Μαλίκι είχε γίνει μια προσωπικότητα πολύ πολωτική και αυταρχική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει αναθεωρήσει την στρατηγική του ότι η σιιτική κοινότητα του Ιράκ θα πρέπει να κυριαρχεί στην ιρακινή πολιτική σκηνή, ούτε άλλαξε την άποψή του ότι οι σουνιτικές ομάδες θα πρέπει να μάθουν να δέχονται την σιιτική εξουσία. Όπως έγραψα σε προηγούμενο άρθρο [1] στο Foreign Affairs, αυτό είναι και ένα θέμα αρχής (οι σιίτες αποτελούν μια άνετη πλειοψηφία τού ιρακινού πληθυσμού) και πραγματισμού (η Τεχεράνη πιστεύει ότι οι σουνίτες είναι λιγότερο πιθανό να ενδιαφέρονται για την οικοδόμηση στενών δεσμών με το Ιράν από όσο οι σιίτες και οι Κούρδοι).

Η Ουάσιγκτον, αντίθετα, πιστεύει ότι η σιιτική κοινότητα του Ιράκ θα πρέπει να ασκήσει λιγότερη εξουσία από όση θα ήταν φυσικό να κάνει με βάση τήν αυστηρή αναλογικότητα στον πληθυσμό. Εν μέρει, αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγω της πίεσης από σουνιτικές κυβερνήσεις τής περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες πιστεύουν επίσης ότι ορισμένες από τις σιιτικές ομάδες τού Ιράκ ενδιαφέρονται περισσότερο να αποκτήσουν το μονοπώλιο της εθνικής εξουσίας από το να ασκούν εξουσία με υπεύθυνο τρόπο.

Ο δεύτερος παράγοντας που θα μπορούσε να ακυρώσει την αμερικανο-ιρανική συνεργασία είναι η προοπτική ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν. Υπό τον Μαλίκι, η σχέση ανάμεσα στην Βαγδάτη και την κουρδική περιφερειακή πρωτεύουσα Ερμπίλ, έγινε ολοένα και πιο εχθρική. Αφότου η βορειο-ιρακινή πόλη Μοσούλη κατελήφθη από την ISIS τον Ιούνιο, οι Κούρδοι αποφάσισαν να αδράξουν την ευκαιρία να στοιχηματίσουν για περισσότερη κυριαρχία. Γρήγορα κατέλαβαν το Κιρκούκ, μια διαμφισβητούμενη και ενεργειακά πλούσια πόλη στο βόρειο Ιράκ, και συνέχισαν την αμφιλεγόμενη πολιτική τους να πωλούν πετρέλαιο χωρίς την έγκριση της Βαγδάτης. Δήλωσαν επίσης την πρόθεσή τους να διεξάγουν δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία των Κούρδων.

Όλες αυτές οι εξελίξεις ανησύχησαν την Τεχεράνη, η οποία έχει σε γενικές γραμμές διατηρήσει καλές σχέσεις με τους Κούρδους, αλλά έχει χαράξει μια κόκκινη γραμμή όσον αφορά την ανεξαρτησία των Κούρδων. Η πρόσφατη απόφαση Δυτικών χωρών να παρέχουν όπλα άμεσα σε κουρδικές πολιτοφυλακές αύξησε τις ανησυχίες τής Τεχεράνης. Παρά το γεγονός ότι το Ιράν έχει αναπτύξει στενούς πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς με τους Κούρδους τού Ιράκ και ακόμη έχει δεσμευθεί να τους υποστηρίξει στον πόλεμό τους εναντίον τής ISIS, η Τεχεράνη καταλαβαίνει επίσης ότι η ανεξαρτησία των Κούρδων τού Ιράκ θα μπορούσε να υποκινήσει εύκολα τις δικές της εθνοτικές μειονότητες στο Ιράν να απαιτήσουν την ανεξαρτησία τους και να υπονομεύσουν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Η Τεχεράνη το γνωρίζει πολύ καλά από ένα πρόσφατο προηγούμενο: Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ανεξάρτητη κυβέρνηση ιδρύθηκε φευγαλέα στο Mahabad, στο ιρανικό Κουρδιστάν, παρ’ όλο που το υποστηριζόμενο από τους Σοβιετικούς κίνημα σύντομα συνεθλίβη από την κεντρική κυβέρνηση του Ιράν. Οι Ιρανοί πολιτικοί επίσης γνωρίζουν ότι, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιτίθενται επίσημα στην ανεξαρτησία των Κούρδων, οι Κούρδοι έχουν ισχυρούς φίλους στην Ουάσιγκτον οι οποίοι επιδιώκουν να αλλάξει αυτή η πολιτική.

Τέλος, η αμερικανο-ιρανική συνεργασία μπορεί πάντα να σκοντάψει λόγω των πολλών εκλογέων στις δύο χώρες οι οποίοι είναι ιδεολογικά αντίθετοι σε οποιαδήποτε διμερή συνεργασία μεταξύ των δύο κρατών. Στην Ουάσιγκτον, πολλοί κατηγορούν το Ιράν για ενθάρρυνση του σεχταρισμού στο Ιράκ, και ορθώς επισημαίνουν ότι το Ιράν έχει εκπαιδεύσει και χρηματοδοτήσει σιίτες μαχητές που σκότωσαν στρατιώτες των ΗΠΑ μετά την αρχική εισβολή στο Ιράκ. Θεωρούν ότι το Ιράν είναι η πηγή των προβλημάτων τού Ιράκ και στα σοβαρά, αν και μη ρεαλιστικά, επιδίωξαν να το αποκλείσουν από οποιαδήποτε μελλοντική αρχιτεκτονική ασφάλειας της χώρας. Για παράδειγμα, ο στρατηγός James L. Jones, πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας τού Ομπάμα, πρότεινε πρόσφατα την σύγκληση υπό την αιγίδα των ΗΠΑ ενός στρατηγικού συνεδρίου για το Ιράκ. Όλοι οι περιφερειακοί φορείς θα προσκαλούντο στο συνέδριο, εκτός από το Ιράν.

Ομοίως, πολλά μέλη των δυνάμεων ασφαλείας στην Τεχεράνη απορρίπτουν την συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πιστεύουν ότι η Ουάσιγκτον είναι η πηγή τής αστάθειας στο Ιράκ˙ Μερικοί φθάνουν μέχρι να κατηγορούν τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ύπαρξη της ISIS, με βάση την συνωμοτική πεποίθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν την χρηματοδότηση της οργάνωσης για να πολεμήσει εναντίον τού υποστηριζόμενου από την Τεχεράνη καθεστώτος Άσαντ στην Συρία. Για τους πιο ευλαβείς ισλαμιστές ιδεολόγους τού Ιράν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορεί ποτέ να είναι αξιόπιστες πέραν μιας πολύ βραχυπρόθεσμης τακτικής συνεργασίας.

Παρά τις δυσκολίες αυτές, η συνεργασία μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης είναι πιθανό να βαθύνει, παρά να χαλαρώσει, τις επόμενες εβδομάδες. Η ISIS είναι μια σαφής διακρατική απειλή που απαιτεί μια διακρατική λύση. Το Ιράν διαθέτει σημαντική εμπειρία στην μάχη ενάντια στην ISIS στην Συρία και τον Λίβανο και μπορεί να προσφέρει μεγάλη βοήθεια σε εκείνους που επιδιώκουν να εξαλείψουν την απειλή από αυτήν την μαχητική οργάνωση. Πράγματι, η καταπολέμηση της ISIS μπορεί να προκαλέσει ακόμη και το κατά το παρελθόν αδιανόητο: Συνεργασία μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, δύο χωρών που έχουν περισσότερο ή λιγότερο πολεμήσει έναν ανοικτό πόλεμο μέσω πληρεξουσίων τα τελευταία αρκετά χρόνια στο Ιράκ, τον Λίβανο και την Συρία. Τώρα, και οι δύο χώρες απειλούνται από την ISIS, κάτι που εξηγεί γιατί η Σαουδική Αραβία καλωσόρισε ανοιχτά την αναγόρευση του Abadi ως πρωθυπουργού.

Πριν από τρεις εβδομάδες, ο Alaeddin Boroujerdi, ο πρόεδρος της επιτροπής Εξωτερικής Πολιτικής και Εθνικής Ασφάλειας τού ιρανικού κοινοβουλίου, ορθώς δήλωσε ότι το Ιράν, η Σαουδική Αραβία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι βασικοί παίκτες στο Ιράκ. Αν η Ουάσιγκτον και η Τεχεράνη καταφέρουν να συνεργαστούν για την σταθεροποίηση στο Ιράκ, δεν θα ήταν μόνο μια καλή είδηση για τους Ιρακινούς - θα μπορούσε επίσης να ανοίξει τον δρόμο για μια τελική συμφωνία στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά. Υπό αυτή την έννοια, οι δύο χώρες θα έχουν πραγματικά επιτύχει σημαντική προσέγγιση, αν και όχι με τον τρόπο που πολλοί παρατηρητές αρχικά ανέμεναν.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141937/mohsen-milani/this-is-what...

Σύνδεσμοι:
[1] http://www.foreignaffairs.com/articles/141586/mohsen-milani/tehran-doubl...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr