Νέα βρετανική πολιτική σκηνή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Νέα βρετανική πολιτική σκηνή

Τι έχουν κοινό η νίκη τού UKIP και το δημοψήφισμα της Σκωτίας

Έχει περάσει λιγότερο από ένας μήνας από τότε που η εσωτερική πολιτική τού Ηνωμένου Βασιλείου κατέλαβε τα πρωτοσέλιδα σε όλο τον κόσμο με το εμβληματικό δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία τής Σκωτίας. Ωστόσο, ένας ακόμη (κάπως μικρότερος) πολιτικός σεισμός κλόνισε ολόκληρο το βρετανικό εκλογικό τοπίο την Παρασκευή με την είδηση ότι το Κόμμα Ανεξαρτησίας τού Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) έχει κερδίσει την πρώτη έδρα του στην Βουλή των Κοινοτήτων στο Clacton, στη νότια Αγγλία.

Το UKIP, ένα κόμμα χτισμένο γύρω από μια πολιτική για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ισχυρίζεται ότι η νίκη σηματοδοτεί μια «μετατόπιση των τεκτονικών πλακών τής βρετανικής πολιτικής». Και, πράγματι, θα μπορούσε να είναι ένας πρόδρομος για μια ακόμη νίκη τού UKIP στις ειδικές εκλογές στο Strood και το Rochester στις 20 Νοεμβρίου, τα οποία βρίσκονται, επίσης, στη νότια Αγγλία.

Σίγουρα, κάποιοι απορρίπτουν την επιτυχία τού UKIP την περασμένη Παρασκευή ως εκλογικό πυροτέχνημα. Αλλά αυτό αγνοεί την προηγούμενη επιτυχία τού κόμματος τον Μάιο, όταν κέρδισε τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Ηνωμένο Βασίλειο, και έγινε έτσι το πρώτο κόμμα, εκτός από τους Συντηρητικούς και τους Εργατικούς, που κέρδισε εθνικές εκλογές σε περισσότερα από 100 χρόνια.

Η νίκη τού UKIP στις ενδιάμεσες εκλογές και το δημοψήφισμα της Σκωτίας τον περασμένο μήνα μπορεί σαν γεγονότα να φαίνονται άσχετα. Αλλά και τα δύο αντανακλούν μια αλλαγή στην βρετανική πολιτική σκηνή: Ένα σχετικά σταθερό δικομματικό σύστημα δίνει την θέση του σε ένα πιο απρόβλεπτο. Στο μεγαλύτερο μεγάλο μέρος τής μεταπολεμικής περιόδου, η βρετανική πολιτική κυριαρχήθηκε από τους Συντηρητικούς και τους Εργατικούς. Μεταξύ 1945 και 1970, για παράδειγμα, τα δύο κόμματα κέρδισαν συνολικά κατά μέσο όρο πάνω από το 90% των ψήφων - και των εδρών - σε οκτώ βρετανικές γενικές εκλογές που διεξήχθησαν σε αυτό το διάστημα.

Ωστόσο, σε εννέα εκλογές που διεξήχθησαν μεταξύ 1974 και 2005, ο μέσος όρος μειώθηκε σημαντικά κάτω από το 75%. Και αυτό έχει επιφέρει σημαντικές πολιτικές αλλαγές που εξακολουθούν να εκτυλίσσονται ως σήμερα. Οι Φιλελεύθεροι έκαναν τα περισσότερα τις τελευταίες δεκαετίες για να ανοίξουν τον εναγκαλισμό των δύο μεγάλων κομμάτων με την εξουσία. Από το 1974 ως το 2005, ο μέσος όρος τού μεριδίου των Φιλελευθέρων (συμπεριλαμβανομένης μιας συμμαχίας μεταξύ των Φιλελευθέρων και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Ηνωμένου Βασιλείου [SDP] από το 1983 ως το 1987) στις βρετανικές γενικές εκλογές ήταν μόλις κάτω από 20%.

Παρά το γεγονός ότι οι Φιλελεύθεροι έχουν από παλιά πάρει ψήφους από τα δύο μεγάλα κόμματα, ο γενικότερος πολιτικός αντίκτυπος των Φιλελευθέρων στους Εργατικούς πιθανόν να υπήρξε πιο έντονος. Οι Φιλελεύθεροι έβαλαν το κόμμα τους στην εξουσία από το 1977 ως το 1978 στο πλαίσιο του συμφώνου Lib-Lab (Φιλελεύθεροι-Εργατικοί), και τα φιλοευρωπαϊκά στοιχεία τού Εργατικού Κόμματος εργάστηκαν με τους Φιλελεύθερους κατά την διάρκεια του δημοψηφίσματος για την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1975.

Ωστόσο, το 1981, μετά την ήττα των Εργατικών από τους Συντηρητικούς στις γενικές εκλογές του 1979, η δημιουργία τού SDP (που αργότερα εκείνο το έτος συμμάχησε με τους Φιλελεύθερους και τελικά έγιναν οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες που γνωρίζουμε σήμερα) κλόνισε τα θεμέλια της βρετανικής πολιτικής. Το SDP ιδρύθηκε από βασικές προσωπικότητες των Εργατικών που ανησυχούσαν για την αυξανόμενη δύναμη της αριστεράς στο εσωτερικό τού κόμματος.

Η συμμαχία Φιλελευθέρων-SDP κέρδισε γρήγορα μια σειρά από ενδιάμεσες εκλογές και πρώτευσε στις εθνικές δημοσκοπήσεις για κάποιο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, στις γενικές εκλογές τού 1983, η συμμαχία κέρδισε περίπου το 25% των ψήφων - η καλύτερη απόδοση τρίτου κόμματος στην μεταπολεμική εποχή και λίγο πίσω από το 27% που κατέγραψαν οι εργατικοί εκείνο το έτος.

Η επιτυχία τής συμμαχίας ήταν ένας παράγοντας που συνέβαλλε στην μακρά περίοδο των Εργατικών στην αντιπολίτευση από το 1979 ως το 1997, όταν υπέστησαν τέσσερις συνεχόμενες ήττες σε γενικές εκλογές. Πριν από το 1997, ο Πάντι Άσνταουν, τότε ηγέτης των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, και ο Τόνι Μπλερ, τότε ηγέτης των Εργατικών, είχαν συζητήσει το ενδεχόμενο μιας επίσημης κυβέρνησης συνασπισμού ώστε να επανενώσουν τις κεντροαριστερές ψήφους στην βρετανική πολιτική σκηνή. Ωστόσο, οι Εργατικοί κέρδισαν με συντριπτική πλειοψηφία το 1997 κάνοντας την προοπτική αυτή περιττή.

Εκτός από τους Φιλελεύθερους, πολλά άλλα κόμματα έχουν έρθει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένων του Σκωτικού Εθνικού Κόμματος (SNP) το οποίο κυβερνά στο Εδιμβούργο Κοινοβούλιο, του UKIP τού οποίου η δύναμη έγκειται σε μεγάλο βαθμό στο Ηνωμένο Βασίλειο, και των Πράσινων. Τις τελευταίες εβδομάδες, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι, συνολικά, αυτά τα κόμματα και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες έχουν την υποστήριξη περίπου του 30% τού εκλογικού σώματος.

Πρόσφατα, είναι το UKIP που βλέπει την δύναμή του να ανεβαίνει, και αυτό έχει προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα στο Συντηρητικό Κόμμα. Καθοδηγούμενος εν μέρει από την ελκυστικότητα του UKIP, που είναι πιο επιβαρυντική για τις ψήφους προς τους Συντηρητικούς παρά προς τους Εργατικούς, ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον υποσχέθηκε ότι αν κερδίσει την πλειοψηφία στις γενικές εκλογές τού 2015, θα πραγματοποιήσει μέχρι το 2017 ένα δημοψήφισμα για την παραμονή ή την αποχώρηση από την ΕΕ. Όπως κατέδειξαν οι πρόσφατες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα μπορούσε κάλλιστα να επικρατήσουν οι ψήφοι υπέρ της εξόδου τού Ηνωμένου Βασιλείου.

Καθώς το δικομματικό σύστημα διολισθαίνει, η βρετανική πολιτική έχει γίνει πιο αβέβαιη, επειδή είναι πιο δύσκολο για οποιαδήποτε ομάδα να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στις γενικές εκλογές. Αυτό συμβαίνει παρά το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, το οποίο τείνει να παρέχει στο ηγετικό κόμμα έναν σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό εδρών στην Βουλή των Κοινοτήτων από ό, τι θα έπρεπε να του δοθεί με ένα πιο αναλογικό εκλογικό σύστημα.

Είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί η σημασία τής αλλαγής. Μέχρι το 2010, όταν σχηματίστηκε η σημερινή κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και των Συντηρητικών, οι Εργατικοί και οι Συντηρητικοί είχαν κερδίσει συνολικά κυβερνήσεις με απόλυτη πλειοψηφία σε όλες τις εκλογές από το 1945, εκτός από ένα σύντομο μεσοδιάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου και Οκτωβρίου τού 1974.

Ωστόσο, όπως και το 2010, το ακριβές αποτέλεσμα των βρετανικών βουλευτικών εκλογών τού Μαΐου τού 2015 είναι για μια ακόμη φορά απρόβλεπτο. Ενώ οι Εργατικοί έχουν πάρει το δημοσκοπικό προβάδισμα στις περισσότερες έρευνες από το 2010, μια σειρά από δημοσκοπήσεις αυτόν τον μήνα δίνουν στους Συντηρητικούς ένα μικρό πλεονέκτημα.

Σίγουρα, οι Εργατικοί ή ενδεχομένως οι Συντηρητικοί θα μπορούσαν ακόμα να κερδίσουν την απόλυτη πλειοψηφία. Ωστόσο, οι συνθήκες παραπέμπουν σε ακόμα ένα κατακερματισμένο Κοινοβούλιο, στο οποίο κανένα κόμμα δεν κερδίζει την πλειοψηφία των εδρών.

Ένα ακόμα κατακερματισμένο Κοινοβούλιο θα μπορούσε να σημάνει μια δεύτερη διαδοχική κυβέρνηση συνασπισμού, ενδεχομένως αυτή την φορά με περισσότερα από δύο κόμματα. Μια δεύτερη πιθανότητα είναι η προοπτική είτε οι Εργατικοί είτε οι Συντηρητικοί να επιδιώξουν να σχηματίσουν μια κυβέρνηση μειοψηφίας, χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, για θητεία πέντε ετών, με όλες τις αβεβαιότητες που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να φέρει.

Μια κυβέρνηση μειοψηφίας θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει μέσω μιας ρύθμισης «εμπιστοσύνης και προσφοράς», στην οποία ένα κόμμα συμφωνεί να στηρίξει την κυβέρνηση με κινήσεις εμπιστοσύνης και δυνητικά συμφωνημένες ψήφους, ψηφίζοντας υπέρ ή αποχή. Την περασμένη εβδομάδα, ο ηγέτης τού UKIP Nigel Farage είπε ότι το πολιτικό αντάλλαγμα για την υποστήριξη των Συντηρητικών με αυτόν τον τρόπο, θα είναι η πρόωρη διοργάνωση ενός δημοψηφίσματος για την ΕΕ τον Ιούλιο του 2015, πριν από τις θερινές διακοπές τού Κοινοβουλίου.

Αν υπάρχει ένα κατακερματισμένο Κοινοβούλιο στις εκλογές τού επόμενου έτους, είναι πιθανό ότι η ακριβής κοινοβουλευτική αριθμητική θα βοηθήσει να αποφασιστεί εάν θα υπάρξει μια συμμαχία ή μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Όσο κάθε κόμμα πλησιάζει περισσότερο τις 326 από τις συνολικά 650 έδρες, τόσο πιο πιθανή θα γίνεται μια κυβέρνηση μειοψηφίας.

Τον Οκτώβριο του 1974, για παράδειγμα, οι Εργατικοί κέρδισαν τις γενικές εκλογές, αλλά με την πάροδο του χρόνου η πλειοψηφία τους διαβρώθηκε. Το 1977, με μια κυβέρνηση μειοψηφίας πλέον, ο πρωθυπουργός Jim Callaghan διαπραγματεύτηκε το σύμφωνο Lib-Lab, το οποίο εξασφάλισε την κοινοβουλευτική στήριξη των Φιλελευθέρων βουλευτών στις ψηφοφορίες «ψήφου εμπιστοσύνης». Αυτό διατήρησε την κυβέρνηση για σχεδόν ένα χρόνο και μισό, μέχρι που το σύμφωνο τερματίστηκε το 1978, κατά την διάρκεια μιας περιόδου που οι Εργατικοί αντιμετώπιζαν σημαντική αντιπολίτευση, συμπεριλαμβανομένης της εσωκομματικής, για την μείωση των δημοσίων δαπανών προκειμένου να πληρωθεί το δάνειο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το 1976.

Στο σύνολό τους, η άνοδος κομμάτων όπως το UKIP και το SNP υπογραμμίζει ότι το μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου δίνει περιθώρια, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, σε ένα πιο απρόβλεπτο και αβέβαιο βρετανικό πολιτικό τοπίο. Πράγματι, αν αποκλείσει κανείς μια σημαντική άνοδο των Εργατικών ή των Συντηρητικών στις δημοσκοπήσεις, ένα δεύτερο διαδοχικό βρετανικό κατακερματισμένο Κοινοβούλιο φαίνεται όλο και πιο πιθανό με τις έντονες πολιτικές αβεβαιότητες που αυτό μπορεί να φέρει.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/142215/andrew-hammond/the-new-bri...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr