Η επανεκλογή τής Ρουσέφ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επανεκλογή τής Ρουσέφ

Η πρόεδρος της Βραζιλίας άρχισε την προεκλογική της εκστρατεία (Μάρτιος 2013)
Περίληψη: 

Όταν η Ρουσέφ ανέλαβε την προεδρία το 2011, είπε ότι η προτεραιότητά της θα είναι να «εξαλείψει την δυστυχία» στην Βραζιλία. Ιδού τι έχει κάνει.

Ο JUAN DE ONIS είναι πρώην ανταποκριτής των The New York Times και των Los Angeles Times που ζει στην Βραζιλία. Είναι ο συγγραφέας τού βιβλίου με τίτλο The Green Cathedral: Sustainable Development of Amazonia.

Καθώς το Εργατικό Κόμμα τής Βραζιλίας (PT) συγκεντρώθηκε τον Φεβρουάριο για να γιορτάσει τα δέκα χρόνια στην εξουσία, η πρόεδρος Dilma Rousseff άδραξε την ευκαιρία να ανακοινώσει ότι θα επιδιώξει μια δεύτερη τετραετή θητεία στο αξίωμα. Στο πλευρό της ήταν ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, ο προκάτοχος της Ρουσέφ και πολιτικός της μέντορας, ο οποίος υποστήριξε την υποψηφιότητά της και την περιέγραψε ως τον καλύτερο τρόπο για να συνεχιστεί το προοδευτικό πολιτικό έργο τού PT. «Η αντιπολίτευση μπορεί να βάλει όποιον θέλει», διακήρυξε ο πρώην μηχανικός που έγινε δημοφιλής πολιτικός, «αλλά εμείς θα επανεκλέξουμε την Dilma το 2014».

Ο Λούλα θα μπορούσε να επιλέξει να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος ο ίδιος - και, πριν από την έγκρισή του στην Ρουσέφ είχαν υπάρξει εικασίες ότι θα το έκανε. Αλλά ο Λούλα, πάντοτε οξυδερκής πολιτικός στρατηγιστής, αποφάσισε ότι ο καλύτερος τρόπος για να επιτύχει τον στόχο του, δηλαδή να καταφέρει την εκλογική ηγεμονία τού PT, θα ήταν να υποστηρίξει την Ρουσέφ. Με τον τρόπο αυτό, ο Λούλα σταθεροποίησε τον ρόλο του ως διευθυντή τής προεκλογικής εκστρατείας και πρωταθλητή τού PT, καθώς το κόμμα προσπαθεί να εκπληρώσει την μακροπρόθεσμη ατζέντα του να μετατρέψει την Βραζιλία σε μια πιο δίκαιη κοινωνία με άφθονα δίχτυα ασφαλείας για τους άπορους, ενώ, επίσης, να κάνει την οικονομία της την πέμπτη μεγαλύτερη στον κόσμο μέσα σε μια δεκαετία.

Πόσο καλά τα έχει πάει το κόμμα μέχρι στιγμής; Όταν η Ρουσέφ ανέλαβε την προεδρία το 2011, είπε ότι προτεραιότητά της θα είναι να «τερματίσει την δυστυχία» στην Βραζιλία. Εργαλείο της για να το κάνει θα ήταν η αύξηση των επιδομάτων τού δημοσίου για εκείνους που ζουν με εισόδημα λιγότερο από 35 δολάρια ανά μήνα. Τα επιδόματα, μέρος τού προγράμματος Bolsa Família (το οποίο κοστίζει περίπου 4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως), πηγαίνουν σε φτωχές οικογένειες που κρατούν τα παιδιά τους στο σχολείο και τα πηγαίνουν για τακτικές εξετάσεις υγείας.

Από όλες τις απόψεις, το Bolsa Familia, το οποίο αγγίζει περίπου 16 εκατομμύρια οικογένειες, έχει επιτύχει την βελτίωση της διατροφής των παιδιών, την αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού των βρεφών, καθώς και την παροχή ενός ελάχιστου εισοδήματος για τους φτωχότερους της Βραζιλίας. Το ευεργετικό πρόγραμμα έχει λίγους επικριτές, κι αυτό θα μπορούσε να είναι ο λόγος που, την παραμονή της ανακοίνωσης της υποψηφιότητά της, η Ρουσέφ ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση είχε ανακαλύψει άλλες 700.000 οικογένειες που χρειάζονται στήριξη. Υποσχέθηκε να τις εντάξει στο μητρώο για τα επιδόματα. Φυσικά, υπέθετε ότι κάτι τέτοιο θα τους έκανε πιο πιθανό να ψηφίσουν υπέρ της.

Ταυτόχρονα, η Ρουσέφ μείωσε τις τιμές τής ηλεκτρικής ενέργειας και κατήργησε φόρους σε βασικές τροφές. Επίσης ενίσχυσε τις καταναλωτικές δαπάνες μέσω της μείωσης των επιτοκίων των δανείων από τις πανίσχυρες δημόσιες τράπεζες, αναγκάζοντας τις ιδιωτικές τράπεζες να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

Παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές πολιτικές τής Ρουσέφ υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλείς, είναι επίσης προβληματικές. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται η Βραζιλία είναι μια πιο παραγωγική και διεθνώς ανταγωνιστική οικονομία με καλύτερα πληρωμένες θέσεις εργασίας - όχι μόνο κοινωνικές πρωτοβουλίες που αδειάζουν τα Ταμεία τού κράτους. Η Βραζιλία παράγει γιγάντιες ποσότητες υψηλής ποιότητας σιδηρομετάλλευμα. Αλλά εξαιτίας των ασφυκτικών εγχώριων φόρων και των πολύπλοκων γραφειοκρατικών ρυθμίσεων, οι εγχώριες χαλυβουργίες απλά δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικές στο εξωτερικό. Έτσι, κάθε χρόνο, η χώρα στέλνει εκατομμύρια τόνους σιδηρομεταλλεύματος στην Κίνα, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα για επεξεργασία. Αλλά πολλά προϊόντα χάλυβα, όπως οι σιδηροδρομικές γραμμές, στην συνέχεια επανεισάγονται από την Κίνα. Κάθε φορά που η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει προβλήματα παραγωγικότητας, τα εργατικά συνδικάτα, ένα σημαντικό συστατικό τού PT, κατεβαίνουν σε απεργία.

Ο πετρελαϊκός δημόσιος τομέας τής Βραζιλίας, επίσης, έχει καθηλωθεί από την αναποτελεσματικότητα. Όταν η Petrobras συγκέντρωσε περισσότερα από 120 δισεκατομμύρια δολάρια το 2009 ως μέρος αυτού που, κατά την χρονική στιγμή, ήταν η μεγαλύτερη δημόσια προσφορά μετοχών στην ιστορία, πολλοί ανέμεναν να ακολουθήσει μια χρυσή εποχή. Αλλά από τότε, η παραγωγή πετρελαίου έχει ισοπεδωθεί, και οι μετοχές τής Petrobras τώρα αξίζουν μόνο το 60% του ποσού που συγκέντρωσε η δημόσια προσφορά - μια μεγάλη απογοήτευση για τους ιδιώτες επενδυτές. Το 2012, η εταιρεία έδειξε ζημιές, για πρώτη φορά σε μια δεκαετία. Οι μη ικανοποιητικές επιδόσεις συνήθως αποδίδονται στην αδυναμία τής εταιρείας να εξορύξει πετρέλαιο που ανακαλύφθηκε σε βαθιά υπεράκτια πεδία, καθώς και στην πολιτική χειραγώγηση των τιμών τού πετρελαίου που στέρησαν από την Petrobras έσοδα που θα μπορούσαν να έχουν επενδυθεί στην παραγωγή.

Μαζί, οι κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές τής Ρουσέφ έχουν ως αποτέλεσμα έναν όλο και πιο αρνητικό ισολογισμό, πληθωρισμό, και αυξανόμενο έλλειμμα εξωτερικού εμπορίου. Το 2012, το ΑΕΠ τής Βραζιλίας αυξήθηκε κατά λιγότερο από 1%, πολύ πίσω από τους ρυθμούς ανάπτυξης των άλλων χωρών τής Λατινικής Αμερικής και τις άλλες χώρες BRIC. Οι πολίτες, που έχουν απολαύσει την καταναλωτική έκρηξη και ταξιδεύουν στο εξωτερικό σε αριθμούς ρεκόρ, δεν φαίνεται να νοιάζονται. Αλλά η πλειοψηφία των ανεξάρτητων αναλυτών είναι έντονα επικριτική για την οικονομική διαχείριση της Ρουσέφ. Αρχικά, η Ρουσέφ αποσιώπησε την κριτική. Σε μια μάλλον λακωνική διάψευση προς τους επικριτές τής οικονομικής διαχείρισής της τον Φεβρουάριο, είπε ότι ήταν απλά «συντηρητικοί που δεν καταλαβαίνουν».