Η ενεργειακή διπλωματία τού ρεαλισμού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ενεργειακή διπλωματία τού ρεαλισμού

Οι επιδιώξεις και οι δυνατότητες τής Ελλάδας

Ομοίως η περίπτωση των ΗΠΑ ως «παίκτη» ενεργειακής διπλωματίας -και συνακόλουθα η βιβλιογραφία που αναφέρεται στην Αμερική- προφανώς και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική: Πρόκειται για την μοναδική υπερδύναμη, με στρατηγικά ενδιαφέροντα σε παγκόσμια κλίμακα. Εντός τού Department of State (ΥΠΕΞ) υπήρχαν ανέκαθεν στελέχη ειδικευμένα στην αγορά πετρελαίου, ενώ τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε και θέση βοηθού Υφυπουργού για ενεργειακά θέματα (Deputy Assistant Secretary for Energy Diplomacy). Aπό τις ΗΠΑ, βεβαίως, εκπορεύθηκε η κυρίαρχη μεν σήμερα, αλλά και μάλλον υπερτονισμένη, αντίληψη περί energy and security nexus, αμέσως μετά το πρώτο πετρελαϊκό «σοκ» τού 1973. Κλασική έκφανση αυτής της αντίληψης αποτελεί το Δόγμα Κάρτερ, που θεωρεί την προσπάθεια παρακώλυσης της ροής τού αραβικού πετρελαίου προς τις αγορές ως ευθεία απειλή των ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ (εξ ου και η στρατιωτική απελευθέρωση του Κουβέιτ, το 1991) [4]. Από το 2000 που ο κ. Πούτιν εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος, οι ΗΠΑ -όπως και κύκλοι εντός τής ΕΕ- επιθυμούν την ανάσχεση της επανόδου της Ρωσίας σε ένα εκ νέου απειλητικό status, άρα την ακύρωση των στόχων τής ρωσικής ενεργειακής διπλωματίας. Για τον σκοπό αυτό, είναι ιδιαίτερα δραστήριες σε χώρες που ενδιαφέρουν ενεργειακά την Ρωσία. Το γεγονός, τέλος, ότι οι περισσότερες «super majors» παραμένουν αμερικανικές, επιτάσσει την προάσπιση των συμφερόντων τους από το Department of State. Στις ΗΠΑ, το κράτος περισσότερο υπηρετεί τις εταιρείες τού κλάδου (οι οποίες είναι όλες ιδιωτικές), παρά το αντίστροφο [5].

Εξ αντιδιαστολής με τα ανωτέρω μεμονωμένα παραδείγματα, στον υπόλοιπο κόσμο τα περιθώρια ουσιώδους κρατικής παρέμβασης επί του ενεργειακού γίγνεσθαι είναι περιορισμένα, ιδίως όταν εφαρμόζεται το κλασικό μοντέλο εκμετάλλευσης μέσω παραχωρήσεων δικαιωμάτων (concessions). Αυτό λ.χ. συμβαίνει στο Ισραήλ, ένα παράδειγμα ιδιαίτερα παρεξηγημένο στην ελληνική αρθρογραφία. Πρόκειται για ένα μικρό κράτος στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη όπου οι κύριοι «παίκτες» είναι μεσαίου μεγέθους IOC. Ακόμη και με βάση την τελευταία (Ιούνιος 2014) ετήσια έκθεση της ΒΡ, η χώρα δεν διαθέτει επιβεβαιωμένα αποθέματα αερίου, με την τεχνική έννοια του όρου, παρά την ανακάλυψη των κοιτασμάτων Ταμάρ και Λεβιάθαν. Τον Μάρτιο του 2014, λοιπόν, ο Ισραηλινός ΥΠΕΞ κ. Λίμπερμαν, απαντώντας σε ερώτηση στην Αθήνα σχετικά με την «πρόθεση (sic) του Ισραήλ, η οποία είχε εκφραστεί από τον κ. Νετανιάχου, στην προηγούμενη επίσημη επίσκεψη στο Ισραήλ, σχετικά με τη μεταφορά του φυσικού αερίου μέσω της Κύπρου και της Ελλάδας αντί της Τουρκίας», απάντησε τα εξής αρκούντως διαφωτιστικά: «Νομίζω ότι υπάρχει μια μικρή παρεξήγηση στο θέμα τής εξόρυξης και της διερεύνησης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Κατ' αρχάς, πρόκειται για ένα ιδιωτικό έργο και από την στιγμή που η εταιρεία θα αδειοδοτηθεί για την εκπόνηση του έργου, θα πρέπει να λάβει την απόφαση για το πώς ακριβώς θα κινηθεί (…) Άρα εξαρτάται από τις ιδιωτικές επενδύσεις που θα απαιτηθούν με βάση αυτό το σχέδιο το αν θα κατασκευαστεί και ποιος αγωγός, δηλαδή αν θα υπάρξει ένας σταθμός υγροποιημένου αερίου ή αν θα κατασκευαστεί ο αγωγός και αν θα περνάει από την Μεσόγειο, μέσω Κύπρου και Ελλάδας ή με άλλο τρόπο. Είναι μια εξαιρετικά δαπανηρή διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, επειδή είναι ιδιωτικό έργο, τις αποφάσεις θα τις λάβει ο ιδιωτικός φορέας».

Πράγματι, μολονότι το κράτος τού Ισραήλ θα πρέπει να δώσει την τελική εξαγωγική άδεια σε οποιαδήποτε παραγωγή από τα κοιτάσματα Ταμάρ και Λεβιάθαν, δεν έχει λόγο στην υπόδειξη συγκεκριμένης όδευσης, η οποία θα γίνει από τις ίδιες τις εταιρείες παραγωγής (Noble, Delek, Avner, Ratio) με βασικό κριτήριο την μεγιστοποίηση του καθαρού κέρδους τους (netback). Οι διεθνείς οδεύσεις πετρελαίου και αερίου -αν και παραδοσιακά αποτελούν την κορωνίδα τής ενεργειακής διπλωματίας όλων των κρατών- είναι εξ ορισμού εξαιρετικά δαπανηρές υποθέσεις, ιδίως στο φυσικό αέριο, άρα οι επενδυτές έχουν τον πρώτο λόγο. Αυτά οφείλουν να τα λάβουν υπόψη τους όσοι πιστεύουν ότι «η Αθήνα, η Λευκωσία και το Τελ Αβίβ», δηλαδή τα τρία, ομολογουμένως φιλικά, κράτη τής Μεσογείου, είναι σε θέση να συναποφασίσουν προς τα πού και με πιο μέσο θα εξαχθεί το ισραηλινό φυσικό αέριο. Λογαριάζουν «χωρίς τον ξενοδόχο»! Από την άλλη, ενώ οι καλές πολιτικές σχέσεις μεταξύ κρατών σε καμιά περίπτωση δεν αρκούν για να υλοποιήσουν ενεργειακές οδεύσεις, οι κακές πολιτικές σχέσεις αποτελούν ασφαλώς αντικίνητρο για τους υποψήφιους επενδυτές τού ιδιωτικού τομέα: Όταν λ.χ. ο ίδιος ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας καταφέρεται με μένος εναντίον ενός πιθανού αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από το Ισραήλ, όπως συνέβη εφέτος τον Αύγουστο, είναι προφανές ότι το σχέδιο αυτό παραπέμπεται «στις καλένδες», τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας [6].

Υπάρχουν, τέλος και περιπτώσεις στις οποίες οι κύριοι «παίκτες» είναι μεν IOC, αλλά τα πολιτικά και στρατηγικά κριτήρια λήψης αποφάσεων (ουσιαστικά εκείνα του κράτους υποδοχής) παραμένουν ισχυρά. Πρόκειται για χώρες όπου εφαρμόζεται το μοντέλο εκμετάλλευσης μέσω σύναψης «συμφωνιών καταμερισμού τής παραγωγής» (PSA-Production Sharing Agreements) με τις ξένες πετρελαϊκές εταιρείες. Σε αυτήν την περίπτωση, οι ξένοι επενδυτές λαμβάνουν κατά τα πρώτα έτη τής εκμετάλλευσης το σύνολο της παραγωγής («cost oil»), προκειμένου να αποσβέσουν την επένδυση. Άρα, το επενδυτικό ρίσκο αφορά σε μεγάλο βαθμό το κράτος υποδοχής, το οποίο κινδυνεύει να μην πάρει τίποτα από την δεύτερη φάση τής εκμετάλλευσης («profit oil»), όπου γίνεται καταμερισμός τής παραγωγής. Αυτό συνεπάγεται την αυξημένη αποφασιστική ισχύ του ως προς την υπόδειξη συγκεκριμένης όδευσης.