Αντιτρομοκρατικός γρίφος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αντιτρομοκρατικός γρίφος

Ξαναβλέποντας την πολιτική ασφαλείας στην Αυστραλία και τη Νοτιο-ανατολική Ασία
Περίληψη: 

Η ομηρεία στην Αυστραλία χρησιμεύει ως υπενθύμιση ότι ακόμη και οι πιο αυστηροί και πιο ολοκληρωμένοι νόμοι κατά της τρομοκρατίας δεν μπορούν να απομονώσουν μια κοινωνία από τον κίνδυνο. Αυτό το μάθημα είναι πιο σημαντικό για χώρες τής Νοτιο-ανατολικής Ασίας, οι οποίες έχουν βιώσει πολλές υψηλού προφίλ τρομοκρατικές επιθέσεις.

Ο JOSEPH CHINYONG LIOW είναι βασικός συνεργάτης και κατέχει την έδρα Lee Kuan Yew Σπουδών Νοτιο-ανατολικής Ασίας στο Brookings Institution και είναι πρύτανης και καθηγητής Συγκριτικής και Διεθνούς Πολιτικής στην Σχολή Διεθνών Σπουδών S. Rajaratnam School of International Studies στο Nanyang Technological University.

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις τής 11η Σεπτεμβρίου 2001, η Αυστραλία θέσπισε μερικούς από τους σκληρότερους και πιο εκτενείς αντιτρομοκρατικούς νόμους στον κόσμο. Οι νόμοι δίνουν σαρωτικές εξουσίες στις Υπηρεσίες ασφαλείας και επιβολής τού νόμου, και φέρεται να έχουν βοηθήσει να ματαιωθούν αρκετές συνωμοσίες εμπνευσμένες από το Ισλαμικό Κράτος τού Ιράκ και της αλ-Σαμ (ISIS). Ωστόσο, στις 14 Δεκεμβρίου, ο Man Haron Monis, ένας αυτοαποκαλούμενος κληρικός από το Ιράν στον οποίο η Αυστραλία χορήγησε άσυλο το 1996, κατάφερε να πάρει ομήρους πάνω από μια ντουζίνα ανθρώπους σε μια καφετέρια στο κέντρο τής πόλης τού Σίδνεϊ. Η πολιορκία έληξε σε λιγότερο από 24 ώρες αργότερα, όταν Αυστραλοί κομάντος εισέβαλαν στο καφέ. Η εισβολή άφησε τον Monis [1] και δύο ομήρους νεκρούς.

Τα κίνητρα του Monis, καθώς και ο βαθμός στον οποίο είχε εμπνευστεί από τα γεγονότα στην Μέση Ανατολή, παραμένουν ένα θέμα πιθανολόγησης. Τώρα έχει ξεσπάσει μια συζήτηση για το αν ήταν τρομοκράτης ή απλώς ένας διανοητικά διαταραγμένος φανατικός. Η ίδια η ομηρεία, όμως, χρησιμεύει ως υπενθύμιση ότι ακόμη και οι πιο αυστηροί και πιο ολοκληρωμένοι νόμοι κατά της τρομοκρατίας δεν μπορούν να απομονώσουν μια κοινωνία από τον κίνδυνο. Αυτό το μάθημα είναι πιο σημαντικό για χώρες τής Νοτιο-ανατολικής Ασίας, οι οποίες έχουν βιώσει από το 2000 διάφορες υψηλού προφίλ τρομοκρατικές επιθέσεις σε δημόσιους χώρους.

Όπως έγραψα σε πρόσφατο άρθρο μου [2] στο Foreign Affairs, ο μεγάλος αριθμός των διεθνών μαχητών που εντάσσεται στον ISIS σήμερα υπενθυμίζει την ροή των Ασιατών τής Νοτιο-ανατολικής Ασίας που προσχώρησαν στην αφγανική τζιχάντ στην δεκαετία τού 1980. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, λόγω της προηγούμενης εμπειρίας τής περιοχής με αυτούς τους μαχητές όταν επιστρέφουν στην πατρίδα τους, οι κυβερνήσεις τους έχουν ένα πολύ πιο εκτεταμένο σύνολο εργαλείων για τον περιορισμό τής απειλής τής τρομοκρατίας. Ακόμα κι έτσι, επέστησα την προσοχή και προειδοποίησα εναντίον τού εφησυχασμού. Ανεξάρτητα από τα κίνητρα του Monis, τα συμβάντα στο Σίδνεϊ δίνουν την ευκαιρία μιας επανεξέτασης των τρόπων με τους οποίους η περιοχή παραμένει ευάλωτη.

Μια σημαντική ανησυχία επικεντρώνεται στο νότιο φιλιππινέζικο νησί τού Μιντανάο και της αλυσίδας νήσων τού αρχιπελάγους Σούλου. Αν και τα νησιά είναι στην επικράτεια των Φιλιππίνων, η Μανίλα έχει αγωνιστεί για να επιβάλει την εξουσία της πάνω τους. Οι περιοχές αυτές έχουν από καιρό προβλήματα από τους τοπικούς πολέμαρχους και συγκρούσεις συμμοριών, και παρέχουν έναν χώρο στους πιθανούς συμπαθούντες τού ISIS ώστε να επιχειρούν και να εκπαιδεύονται. Οι τρομοκράτες από την Ινδονησία, τη Μαλαισία και την Σιγκαπούρη συχνά χρησιμοποίησαν και στο παρελθόν τα νησιά ως καταφύγια. Και η Αμπού Σαγιάφ, μια εγκληματική συμμορία που επιχειρεί στα Σούλου, έχει ήδη ορκιστεί υποταγή στο ISIS. Για να ανακτήσει τον έλεγχο των νησιών, η Μανίλα θα πρέπει να συνεργάζεται στενά με το Ισλαμικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Μόρο, την πρώην μουσουλμανική ομάδα ανταρτών με την οποία υπέγραψε πρόσφατα μια ειρηνευτική συμφωνία-ορόσημο. Ωστόσο, υπάρχουν και όρια σε όσα μπορεί να κάνει μια επαναστατική οργάνωση: Αν και έχει ισχυρή παρουσία στο Κεντρικό Μιντανάο, η επιρροή της είναι πολύ ασθενέστερη στα Σούλου.

Το ISIS και όσοι το συμπαθούν αποτελούν απειλή στον κυβερνοχώρο, όπου έχουν χρησιμοποιήσει ιστοσελίδες και τα social media για την στρατολόγηση οπαδών και όπου οι κυβερνήσεις της Νοτιο-ανατολικής Ασίας έχουν αγωνιστεί για να αντιδράσουν. Ιδιαίτερα στην Ινδονησία, εξτρεμιστικές ιστοσελίδες, πολλές από τις οποίες πανηγυρίζουν ασύστολα τις νίκες τού ISIS στο πεδίο τής μάχης και συλλέγουν δωρεές, πολλαπλασιάζονται. Ινδονήσιοι εξτρεμιστές έχουν επίσης χρησιμοποιήσει το Διαδίκτυο για να κυκλοφορούν προπαγανδιστικά βίντεο, απεικονίζοντας συχνά προσεκτικά χορογραφημένες δημόσιες δηλώσεις υποταγής. Το ISIS, από την πλευρά του, έχει δημιουργήσει εφαρμογές και λογαριασμούς στο Twitter για την ενίσχυση του μηνύματός του -επιδεικνύοντας ένα επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης που το κάνει να ξεχωρίζει από τις άλλες μαχητικές ομάδες και καθιστά την ιδεολογία του πιο δύσκολο να περιοριστεί.

Οι κυβερνήσεις τής Νοτιο-ανατολικής Ασίας, εν τω μεταξύ, δεν έχουν βρει ακόμη έναν τρόπο να ανακόψουν την ελκυστικότητα του ISIS στους αλλοδαπούς. Αν και το ISIS πιστεύεται ότι στις προσπάθειες στρατολόγησης έχει ως προτεραιότητα την Ευρώπη και την άμεση περιοχή τής Μέσης Ανατολής, έχει ένα συγκριτικά μικρό αποτύπωμα στην Νοτιοανατολική Ασία. Δεν είναι ακόμα σαφές, για παράδειγμα, ότι η ISIS στέλνει ενεργά πράκτορες στην περιοχή για στρατολογικούς σκοπούς με τον τρόπο που υποτίθεται ότι έκανε η αλ Κάιντα στα τέλη τής δεκαετίας τού 1990. Επιπλέον, το ISIS έχει ακόμη να ενδυναμώσει μια άλλη ομάδα για να διαδραματίσει τον ρόλο συνεργάτη που έπαιξε η Jemaah Islamiyah [3] για την αλ Κάιντα, όταν και οι δύο μοιράζονταν μια παρόμοια ιδεολογία και επιχειρησιακές γνώσεις. Ούτε έχει εμφανίσει οτιδήποτε από την λεγόμενη τζιχάντ τής Νοτιο-ανατολικής Ασίας -δηλαδή, το Pattani στη νότια Ταϊλάνδη και το Μιντανάο στις νότιες Φιλιππίνες- σε οποιαδήποτε προεξάρχουσα ρητορική τού ISIS.