Η Αμερική σε αποσύνθεση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική σε αποσύνθεση

Οι πηγές τής πολιτικής δυσλειτουργίας

Επιπλέον, ως αποτέλεσμα της αύξησης του πληθυσμού στην αμερικανική Δύση τις τελευταίες δεκαετίες τού 20ου αιώνα, πολλοί περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να ζουν σε περιοχές ευάλωτες σε πυρκαγιές. Όπως και οι άνθρωποι που επιλέγουν να ζουν σε πλημμυρικές περιοχές ή σε νησιά-φράγματα, έτσι και αυτά τα άτομα εξέθεταν τον εαυτό τους σε υπέρμετρους κινδύνους που μετριάζοντο από αυτό που ουσιαστικά ήταν κυβερνητικά επιδοτούμενη ασφάλιση. Μέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους, πίεσαν σκληρά για να βεβαιωθούν ότι, στην Δασική Υπηρεσία και σε άλλες ομοσπονδιακές Υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για την διαχείριση των δασών, δόθηκαν οι πόροι για να συνεχίσουν την καταπολέμηση των πυρκαγιών που θα μπορούσαν να απειλήσουν την περιουσία τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ορθολογική ανάλυση κόστους-οφέλους αποδείχθηκε δύσκολη, και αντί να προσπαθήσει να δικαιολογήσει την απόφασή της να μην αναλαμβάνει δράση, η κυβέρνηση εύκολα κατέληγε να δαπανά 1.000.000 δολάρια για να προστατεύσει ένα σπίτι αξίας 100.000 δολαρίων.

Ενώ όλα αυτά συνέβαιναν, η αρχική αποστολή τής Δασικής Υπηρεσίας διαβρωνόταν. Η συγκομιδή ξυλείας από εθνικούς δρυμούς, για παράδειγμα, βούτηξε, από περίπου 11 δισεκατομμύρια σε περίπου τρία δισεκατομμύρια πόδια ανά έτος και μόνο την δεκαετία τού 1990. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στις αλλαγές των οικονομικών τής βιομηχανίας ξυλείας, αλλά οφειλόταν επίσης στην μεταβολή των εθνικών αξιών. Με την αύξηση της περιβαλλοντικής συνείδησης, τα φυσικά δάση εκλαμβάνοντο ολοένα και περισσότερο ως καταφύγια που πρέπει να προστατευθούν για το δικό τους καλό, όχι ως οικονομικοί πόροι που πρέπει να αξιοποιηθούν. Και ακόμη και από την άποψη της οικονομικής εκμετάλλευσης, η Δασική Υπηρεσία δεν είχε κάνει καλή δουλειά. Η ξυλείας που διατίθετο στην αγορά τιμολογείτο πολύ χαμηλότερα από το κόστος των εργασιών˙ Η τιμολόγηση της ξυλείας τού οργανισμού ήταν αναποτελεσματική˙ Και όπως με όλες τις κυβερνητικές υπηρεσίες, η Δασική Υπηρεσία είχε κίνητρο να αυξήσει τις δαπάνες της, αντί να τις περιορίσει.

Με λίγα λόγια, οι επιδόσεις τής Δασικής Υπηρεσίας επιδεινώθηκαν επειδή έχασε την αυτονομία που είχε αποκτήσει υπό τον Pinchot. Το πρόβλημα ξεκίνησε με την υποκατάσταση μιας ενιαίας αποστολής με πολλαπλές άλλες και ενδεχομένως αντικρουόμενες. Στις μεσαίες δεκαετίες τού 20ου αιώνα, η πυρόσβεση άρχισε να εκτοπίζει την εκμετάλλευση της ξυλείας, αλλά στην συνέχεια η ίδια η πυρόσβεση έγινε αμφιλεγόμενη και εκτοπίστηκε από την διατήρηση [των δασών]. Ωστόσο, καμιά από τις παλιές αποστολές δεν απορρίφθηκε και κάθε μια προσήλκυε ομάδες συμφερόντων που υποστήριζαν διάφορες πτυχές τής Υπηρεσίας: Οι καταναλωτές τής ξυλείας, οι ιδιοκτήτες ακινήτων, οι κατασκευαστές ακίνητων, οι περιβαλλοντολόγοι, οι φιλόδοξοι πυροσβέστες και ούτω καθεξής. Το Κογκρέσο, εν τω μεταξύ, το οποίο είχε αποκλειστεί από την μικροδιαχείριση των πωλήσεων γης υπό τον Pinchot, επανατοποθετήθηκε με την έκδοση διαφόρων νομοθετικών εντολών, αναγκάζοντας την Δασική Υπηρεσία να ακολουθήσει πολλούς διαφορετικούς στόχους, μερικοί από αυτούς σε αντίθεση ο ένας με τον άλλο.

Έτσι, η μικρή, συνεκτική υπηρεσία που δημιουργήθηκε από τον Pinchot και επαινέθηκε από τους μελετητές, εξελίχθηκε σιγά-σιγά σε μια μεγάλη, «βαλκανοποιημένη» Υπηρεσία. Έγινε αντικείμενο πολλών από τις ασθένειες που επηρεάζουν τις κυβερνητικές Υπηρεσίες γενικότερα: Οι υπάλληλοί της κατέληξαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την προστασία των προϋπολογισμών και τις θέσεις εργασίας τους αντί για την αποτελεσματική εκτέλεση της αποστολής τους. Και επέμεναν στις παλιές εντολές τους ακόμη και όταν γύρω τους άλλαζαν τόσο η επιστήμη όσο και η κοινωνία.

Η ιστορία τής Δασικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση, αλλά εκπρόσωπος μιας ευρύτερης τάσης τής πολιτικής αποσύνθεσης˙ Ειδικοί για την δημόσια διοίκηση έχουν τεκμηριώσει μια σταθερή επιδείνωση της συνολικής ποιότητας της αμερικανικής κυβέρνησης για περισσότερο από μια γενιά. Με πολλούς τρόπους, η γραφειοκρατία των ΗΠΑ έχει απομακρυνθεί από το Βεμπεριανό ιδανικό μιας δυναμικής και αποτελεσματικής οργάνωσης στελεχωμένης από άτομα που επιλέγονται για την ικανότητά τους και τις τεχνικές τους γνώσεις. Το σύστημα στο σύνολό του είναι λιγότερο αξιοκρατικό: Αντί να προέρχεται από κορυφαίες σχολές, το 45% των πρόσφατων νέων προσλήψεων στις ομοσπονδιακές Υπηρεσίες είναι βετεράνοι, όπως επιτάσσει το Κογκρέσο. Και μια σειρά από έρευνες για το ομοσπονδιακό εργατικό δυναμικό ζωγραφίζει μιαν απογοητευτική εικόνα. Σύμφωνα με τον μελετητή Paul Light, «Οι ομοσπονδιακοί εργαζόμενοι φαίνεται να παρακινούνται περισσότερο από τον μισθό παρά από την αποστολή, παγιδευμένοι σε σταδιοδρομίες που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν με τις επιχειρήσεις και τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, προβληματισμένοι από την έλλειψη πόρων για να κάνουν την δουλειά τους, δυσαρεστημένοι με τις ανταμοιβές για την ολοκλήρωση μιας καλής δουλειάς και με την έλλειψη συνεπειών για μια δουλειά που δεν έγινε καλά, και δεν θέλουν να εμπιστεύονται τις δικές τους οργανώσεις».

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΘΕΣΜΟΙ ΠΑΡΑΚΜΑΖΟΥΝ