Φιμώνοντας τους Σιναουάτρα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Φιμώνοντας τους Σιναουάτρα

Πώς η πρόταση μομφής θα σταματήσει την πολιτική πρόοδο της Ταϊλάνδης
Περίληψη: 

Η πρόταση μομφής κατά της πρώην πρωθυπουργού τής Ταϊλάνδης Γινγκλάκ Σιναουάτρα απειλεί με εκτροχιασμό κάτι περισσότερο από την πολιτική της καριέρα: θα καταστήσει ακόμα δυσκολότερο για το στρατιωτικό καθεστώς να καταστείλει την πολιτική διχόνοια.

Ο ΜΑΤ WHEELER είναι αναλυτής της νοτιοανατολικής Ασίας στο International Crisis Group.

Η πρόταση μομφής τής 23ης Ιανουαρίου εναντίον τής πρώην πρωθυπουργού τής Ταϊλάνδης Γινγκλάκ Σιναουάτρα για την αποτυχία περιορισμού της υποτιθέμενης διαφθοράς [1] στο πρόγραμμα του καθεστώτος της σχετικά με την επιδότηση ρυζιού, απειλεί να εκτροχιάσει κάτι περισσότερο από την πολιτική της καριέρα ˑ θέτει επίσης σε κίνδυνο την προσπάθεια του στρατιωτικού καθεστώτος να καταστείλει την πολιτική διχόνοια. Με την πρόταση μομφής, το νομοθετικό σώμα, το οποίο διορίστηκε από τον στρατό μετά τον Μάιο του 2014 απέπεμψε την κυβέρνηση της Yingluck, υποβάθμισε τον διακηρυγμένο μη κομματισμό του υπέρ της οργάνωσης κατά του Τακσίν σε μια όλο και πιο έντονη βεντέτα σε βάρος τής μελλοντικής πορείας τής Ταϊλάνδης. Σε μια εποχή που το έθνος χρειάζεται συμβιβασμό, σταθερότητα και δέσμευση σε όλο το πολιτικό φάσμα, η πρόταση μομφής κατά της Yingluck φαίνεται σε πολλούς σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών, και οι κομματικές συνέπειες, κάνουν την προοπτική προόδου να φαίνεται πιο μακρινή από ποτέ.

Για τους εχθρούς τής Yingluck και εκείνους του αδελφού της, πρώην πρωθυπουργού και νυν παρασκηνιακού παράγοντα Τακσίν Σιναουάτρα, η πρόταση μομφής κατέδειξε μια νέα αποφασιστικότητα για την πάταξη της δωροδοκίας. Το πρόγραμμα επιδότησης του ρυζιού [2] είχε σκοπό να ανεβάσει τα εισοδήματα των αγροτών και να αυξήσει τις παγκόσμιες τιμές των σιτηρών με το να πληρώνει τους γεωργούς διπλάσια τιμή από εκείνη της αγοράς και να αποθηκεύει τις σοδειές τους. Από την στιγμή που η Ινδία και το Βιετνάμ γέμισαν το επακόλουθο κενό στον παγκόσμιο εφοδιασμό [3], η Ταϊλάνδη συσσώρευσε απώλειες που εκτιμώνται σε 15 δισεκατομμύρια δολάρια [4]. Η απόφαση κατά της Yingluck περιλαμβάνει πενταετή απομάκρυνση από την πολιτική, ενώ ένα εν αναμονή κατηγορητήριο για εγκληματική αμέλεια θα μπορούσε να την οδηγήσει σε ποινή φυλάκισης δέκα ετών.

Από την άλλη πλευρά, για τους υποστηρικτές τής Yingluck η πρόταση μομφής ήταν ένα ακόμη παράδειγμα του απέραντου θράσους των εχθρών της. Πιστεύουν ότι οι λαϊκιστικές πολιτικές τού κόμματός της, όπως είναι οι επιδοτήσεις ρυζιού, έχουν επιβαρύνει τους αντιπάλους της, όχι επειδή είναι ηθικά αμφιλεγόμενες, αλλά μάλλον λόγω της δημοτικότητάς τους με μια αγροτική τάξη που έχει αποκτήσει νέα δύναμη, ένα αυξανόμενο σύνολο ψηφοφόρων για τις μελλοντικές εκλογές. Η επίσημη απομάκρυνση της Yingluck από μια θέση που δεν καταλαμβάνει πλέον σύμφωνα με τους κανόνες ενός συντάγματος που δεν βρίσκεται πια σε ισχύ, θα μπορούσε να θεωρηθεί επίσης μια μάλλον πολιτικά υποκινούμενη δολοφονία και όχι πρακτική καθαρής διακυβέρνησης.

Η σύγκρουση μεταξύ της οικογένειας Σιναουάτρα και των πολιτικών τους επικριτών έχει μακρά παράδοση. Αποτελεί κοινότοπη σύγκρουση μέσα στο πλαίσιο μιας ελίτ, που δημιουργεί ανταγωνισμό από την πλευρά τού Τακσίν, της οικογένειας και των συμμάχων του εναντίον των παραδοσιακών ελίτ που συνδέονται με τα ανάκτορα, τον στρατό, την γραφειοκρατία και το Δημοκρατικό Κόμμα. Η σύγκρουση σε επίπεδο ελίτ ενσαρκώνει έναν βαθύτερο αγώνα που σχετίζεται με ένα θεμελιώδες πολιτικό ερώτημα: Πώς θα πρέπει να αποκτάται και να ασκείται η πολιτική εξουσία; Από το τέλος τής απόλυτης μοναρχίας το 1932, η λαϊκή κυριαρχία και η παραδοσιακή ιεραρχία που βασίζεται στην βουδιστική κοσμολογία έχουν αποτελέσει ανταγωνιστικές αρχές τής πολιτικής νομιμότητας. Η 19η επιτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στην Ταϊλάνδη (και κάθε παρεπόμενο σύνταγμα) πιστοποιεί τις άλυτες εντάσεις μεταξύ εκλεγμένων και διορισμένων Αρχών.

Απαντώντας στην πρόταση μομφής εναντίον της, η Yingluck ανέφερε μια ομιλία που έδωσε στην Μογγολία [5] τον Απρίλιο του 2013, η οποία αποτέλεσε σημείο καμπής στην πρωθυπουργία της. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων της στα μέσα του 2011, η Yingluck έκανε ό, τι καλύτερο μπορούσε υπό αυτές τις συνθήκες υιοθετώντας ένα προσωπείο αταραξίας και διαλλακτικότητας, προκειμένου να κατευνάσει τα πνεύματα. Στην ομιλία στην Μογγολία, αποτίναξε τον χαρακτηριστικό συμφιλιωτικό της τόνο και επιτέθηκε στο «αντιδημοκρατικό καθεστώς» [6] που ανέτρεψε τον Τακσίν με πραξικόπημα το 2006, που αποτίναξε δύο πρωθυπουργούς πριν από τον Τακσίν το 2008, και που, όπως είπε, συνεχίζει να απειλεί την διακυβέρνησή της. Οι αντίπαλοι της, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών τής αντιπολίτευσης και των διορισμένων γερουσιαστών, εξοργίστηκαν που τους επέκρινε ανεπιφύλακτα και δημόσια από το εξωτερικό. Από εκείνο το σημείο και μετά, δημιουργήθηκε ένα σφοδρό λαϊκό κίνημα με σκοπό την εκδίωξή της. Η απερίσκεπτα προκλητική προσπάθειά της να χορηγήσει αμνηστία στον αδελφό της [7], που βρισκόταν σε αυτοεξορία μετά την καταδίκη του για κατάχρηση εξουσίας το 2008, πυροδότησε μήνες διαδηλώσεων με αποκορύφωμα την απομάκρυνσή της από την εξουσία από το Συνταγματικό Δικαστήριο και, αμέσως μετά, το στρατιωτικό πραξικόπημα στις 22 Μαΐου 2014.

Το εγκατεστημένο στρατιωτικό καθεστώς, που αυτοαποκαλείται ως Εθνικό Συμβούλιο για την Ειρήνη και την Τάξη (NCPO), υποσχέθηκε να «επιστρέψει την ευτυχία» στους ανθρώπους τής Ταϊλάνδης, ξεπερνώντας κοινωνικές διχόνοιες και πολιτικές αντιπαλότητες. Η πρόταση μομφής εναντίον τής Yingluck υπάρχει κίνδυνος να υποδηλώσει ότι ο στρατός έχει εγκαταλείψει κάθε προσποίηση αμεροληψίας, αυξάνοντας τις πιθανότητες μιας μελλοντικής κρίσης. Η πρόταση αυτή ενισχύει επίσης την αντίληψη ότι οι ανεξάρτητοι οργανισμοί παρατήρησης λειτουργούν με δύο σταθμά: Ένα για την οικογένεια Σιναουάτρα και τους υποστηρικτές της και ένα άλλο για τους αντιπάλους της. Οι υποστηρικτές τής Yingluck υπογραμμίζουν την αντίθεση της γρήγορης και μονόπλευρης έρευνας και της εκστρατείας πρόταση μομφής από την Εθνική Επιτροπή Καταπολέμησης της Διαφθοράς, με την επί μακρών καθυστερημένη έρευνα του υποτιθέμενου χρηματισμού τού συστήματος εγγύησης ρυζιού τής προηγούμενης κυβέρνησης του Δημοκρατικού Κόμματος. (Το NACC εξήγησε ότι τα σχετικά έγγραφα είχαν χαθεί ή καταστραφεί στις καταστροφικές πλημμύρες τού 2011).