Φιμώνοντας τους Σιναουάτρα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Φιμώνοντας τους Σιναουάτρα

Πώς η πρόταση μομφής θα σταματήσει την πολιτική πρόοδο της Ταϊλάνδης

Μέχρι τον Ιανουάριο, οι πιθανότητες της Γινγκλάκ Σιναουάτρα να αποφύγει την πρόταση μομφής φαινόταν καλές. Το NCPO προσπάθησε να περιορίσει ελεγχόμενα την πολιτική θέρμη απαγορεύοντας την έκφραση πολιτικών διαφορών προς όφελος της τάξης και της συμφιλίωσης. Ακόμα και τα στρατιωτικά μέλη τής Εθνικής Νομοθετικής Συνέλευσης πίεσαν εναντίον τής πρότασης μομφής. Αλλά μερικοί υποστηρικτές τού πραξικοπήματος άρχισαν να απογοητεύονται με την αποτυχία τού NCPO να τιμωρήσει τους Σιναουάτρα. Οι αντίπαλοι του Τακσίν απαίτησαν από το NCPO να μη χαραμίσει το πραξικόπημα του 2014 (καθώς πιστεύουν ότι το πραξικόπημα του 2006 χάθηκε άσκοπα) με το να παραλείψει να εξαλείψει την επιρροή τής οικογένειας αυτής μια για πάντα. Η ψήφος πρόταση μομφής υποδήλωσε έντονα σε πολλούς παρατηρητές ότι το NCPO αποφάσισε πως θα μπορούσε να διαχειριστεί ευκολότερα την δυσαρέσκεια των υποστηρικτών των Σιναουάτρα από εκείνη των εχθρών της οικογένειας: Την αφρόκρεμα της παλιάς φρουράς και τους συμμάχους τους.

Η πρόταση μομφής έχει στροβιλίσει την πολιτική τής Ταϊλάνδης τόσο σε τοπική όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Επισκεπτόμενος την Μπανγκόκ στις 26 Ιανουαρίου, ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για ζητήματα ανατολικής Ασίας και Ειρηνικού, Ντάνιελ Ράσελ παρατήρησε πως η πρόταση μομφής θα μπορούσε να θεωρηθεί «πολιτικά παρακινούμενη» [8] και ζήτησε την άρση τού στρατιωτικού νόμου. Τα σχόλια αυτά προκάλεσαν οργισμένες επικρίσεις από τους υποστηρικτές του καθεστώτος, γεγονός που οδήγησε το Υπουργείο Εξωτερικών να καλέσει τον πρόξενο των ΗΠΑ, επανεπιβεβαιώνοντας την ανάγκη για στρατιωτικό νόμο μέχρι να κοπάσει η αναταραχή. Την 1η Φεβρουαρίου, δύο μικρές βόμβες εξερράγησαν στο κέντρο τής Μπανγκόκ [9], τραυματίζοντας ελαφρά ένα άτομο.

Χρησιμοποιώντας την περίοδο μετά το πραξικόπημα για να ξορκίσει την επιρροή των Σιναουάτρα, το μόνο που θα κάνει ο στρατός είναι να αυξήσει την πιθανότητα περαιτέρω αναταραχών. Το πραξικόπημα του 2006 και η ακόλουθη προσπάθεια για εξουδετέρωση της εκλεγμένης Αρχής εισήγαγε μια περίοδο πρωτοφανούς κρίσης και πολιτικής βίας. Το σύνταγμα των δημιουργών τού πραξικοπήματος του 2007 ενίσχυσε το δικαστικό σύστημα και τους οργανισμούς επιτήρησης σε μια μάταιη προσπάθεια να αποφευχθεί η επάνοδος των Shinawatra. Αλλά, κόμματα που είχαν την στήριξη του Τακσίν κέρδιζαν συνεχώς στις βουλευτικές εκλογές από το 2001ˑ η συνεχής προτίμηση των πολιτικών τους από τους ψηφοφόρους είναι τέτοια που κανείς δεν αμφισβητεί σοβαρά την ικανότητά τους να συνεχίσουν έτσι, αν τους επιτραπεί. Με όλη αυτή την συζήτηση περί «κοινοβουλευτικής δικτατορίας» κατά των Σιναουάτρα –και όντως ο Τακσίν έπαιξε ριψοκίνδυνα με την δέσμευσή του στην δημοκρατία- τα δικαστήρια και οι ανεξάρτητοι οργανισμοί κατάφεραν να αποδυναμώσουν τις φίλο-Shinawatra κυβερνήσεις. Το Συνταγματικό Δικαστήριο αφαίρεσε κάθε πρωθυπουργό υπέρ του Τακσίν [10] μετά το πραξικόπημα του 2006 και διασφάλισε ότι κανένα συμμαχικό κόμμα τού Τακσίν δεν θα κατάφερνε να πραγματοποιήσει την δέσμευση της προεκλογικής του εκστρατείας σχετικά με την τροποποίηση του συντάγματος του 2007.

Η επιλεγμένη επιτροπή μεταρρύθμισης και η επιτροπή σύνταξης συντάγματος του NCPO έχουν προς το παρόν διαμορφώσει την μελλοντική πολιτική τάξη τής Ταϊλάνδης. Τα μέλη τους είναι συντριπτικά υπέρ τού συστήματος και δύσπιστα απέναντι στην πλειοψηφική πολιτική. Οι προτάσεις τους αφήνουν το περιθώριο να γίνονται πρωθυπουργοί μη εκλεγμένα άτομα [11] διαλέγοντας υποψηφίους για το εκλεγμένο τμήμα μιας κατά το ήμισυ διορισμένης Γερουσίας, καθιερώνοντας ένα εκλογικό σύστημα που ενθαρρύνει τους εσωκομματικούς ανταγωνισμούς και δίνοντας την δυνατότητα στο Συνταγματικό Δικαστήριο να λύσει πολιτικά αδιέξοδα. Όλα αυτά δείχνουν ένα σύστημα αδύναμων πολιτικών κομμάτων και ασταθών συνασπισμών, που αποτελούν τυπικό τής λειψής δημοκρατίας τής δεκαετίας του 1980 στην οποία οι ελίτ τού στρατού και του συστήματος κινούν τα νήματα. Κάποιοι που θα ωφελούνταν από τέτοιες ρυθμίσεις νοσταλγούν αυτόν τον τρόπο άσκησης πολιτικής. Ένα προσχέδιο συντάγματος αναμένεται να ολοκληρωθεί στα μέσα Απριλίου και η τελική του εκδοχή θα εγκριθεί τον Αύγουστο, με τις γενικές εκλογές να ακολουθούν κατά το πρώτο τρίμηνο του 2016.

Η Ταϊλάνδη χρειάζεται ισχυρά θεσμικά όργανα για να εξασφαλίσει αποτελεσματική εκπροσώπηση και λογοδοσία. Πάνω απ’ όλα όμως, χρειάζεται ηγέτες αρκετά γενναίους για να συνειδητοποιήσουν ότι χωρίς συμβιβασμούς, το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι μια εντονότερη αστάθεια. Ο συμβιβασμός απαιτεί μια διαδικασία εθνικού διαλόγου για να καθοριστεί μια κοινή έννοια της δημοκρατίας και να διασφαλιστεί ότι η λαϊκή βούληση, που ενσωματώνεται σε μια δυνατή εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, γίνεται σεβαστή, προστατεύοντας παράλληλα τα συμφέροντα όλων. Αυτό είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθεί μέσω διατάγματος. Η διαδικασία πρέπει να είναι συμμετοχική και η αξιοπιστία της να αναγνωρίζεται από τον λαό. Η νοθεία τού συστήματος υπέρ των διορισμένων αξιωματούχων δεν λειτούργησε μετά το πραξικόπημα του 2006, και δεν θα λειτουργήσει τώρα.

Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/143018/matt-wheeler/silencing-the...