Το παράδοξο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το παράδοξο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας

Το μέλλον των διμερών σχέσεων

Όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, έφτασε στον Λευκό Οίκο το 2009, η ομάδα του για τα ζητήματα της Ασίας συναντήθηκε με τον κινεζική ομόλογή της και αντάλλαξαν απόψεις σχετικά με το πώς η κάθε πλευρά οραματίζεται την εξέλιξη αυτής της διμερούς σχέσης στα επόμενα χρόνια. Οι Κινέζοι διπλωμάτες προσέφεραν την πρότασή τους: Με την ανύψωση της σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας σε μια λεγόμενη στρατηγική συνεργασία, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα δείξουν σεβασμό για το αυξανόμενο κύρος της Κίνας στον κόσμο και θα οικοδομήσουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των λαών των δύο χωρών. Μόνο τότε θα μπορούσαν η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο να αρχίσουν να εμπλέκονται και να συνεργάζονται με νέους και πιο ώριμους τρόπους. Οι Αμερικανοί είδαν την διαδικασία αντίστροφα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν να αλλάξει ο ορισμός της σχέσης έως ότου οι δύο χώρες αρχίσουν να ενεργούν και να συνεργάζονται σαν στρατηγικοί εταίροι.

Στα σχεδόν έξι χρόνια από αυτές τις αρχικές συζητήσεις, αυτό το παράδοξο εξακολούθησε να αποτελεί εμπόδιο στις σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, οι οποίες εστιάζονται τώρα στην πρόταση του πρόεδρου της Κίνας, Xi Jinping, να οικοδομηθεί ένα «νέο είδος σχέσεων των μεγάλων χωρών» με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν, κατά την ανεπίσημη σύνοδο κορυφής στην Καλιφόρνια το 2013, ο Xi πρότεινε αυτήν την ιδέα, ανέφερε τρεις θεμελιώδεις αρχές: Καμία σύγκρουση και καμία αντιπαράθεση ˑ αμοιβαίος σεβασμός, συμπεριλαμβανομένων των βασικών συμφερόντων (core interests) και των σημαντικών ανησυχιών των δύο χωρών ˑ και συνεργασία αμοιβαίου συμφέροντος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επαναλαμβάνουν εδώ και καιρό ότι η σχέση αυτή δεν πρέπει να βασίζεται σε συνθήματα, αλλά στην ποιότητα της συνεργασίας. Αρχικά, όμως, ο Ομπάμα εξέφρασε την προθυμία του να εξετάσει την πρόταση, τόσο διότι προήλθε κατευθείαν από τον Κινέζο ηγέτη, όσο και γιατί σκόπευε να αντιμετωπίσει την ιστορική τάση του αποσταθεροποιητικού ανταγωνισμού και του πολέμου μεταξύ των ανερχόμενων και των κατεστημένων δυνάμεων. Αλλά η έκκληση της Κίνας για σεβασμό των βασικών συμφερόντων αποτέλεσε εμπόδιο για την Ουάσιγκτον, καθώς θεωρείται ένδειξη ότι αυτό που επιδιώκει η Κίνα στην πραγματικότητα είναι παραχωρήσεις από την πλευρά των ΗΠΑ όσον αφορά τους τομείς στους οποίους υπάρχει μακροχρόνια διαφωνία μεταξύ των δύο χωρών.

Αυτό είναι προβληματικό για τους ηγέτες των ΗΠΑ, αρχικά γιατί τα βασικά συμφέροντα της Κίνας -ιστορικά η Ταϊβάν, το Θιβέτ και η (επαρχία) Xinjiang- είναι νεφελώδη και εξελισσόμενα. Τον Απρίλιο του 2014, για παράδειγμα, ο εκπρόσωπος Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας ανακοίνωσε για πρώτη φορά ότι τα νησιά Diaoyu (Σενκάκου) αποτελούν βασικό συμφέρον της Κίνας, αν και αυτή η αναφορά αργότερα διαγράφηκε από τα πρακτικά. Αν αυτό είναι αλήθεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με το να δείχνουν σεβασμό στα βασικά συμφέροντα της Κίνας, θα υπονομεύσουν τις αρχές της συμμαχίας των ΗΠΑ με την Ιαπωνία, η οποία διεκδικεί επίσης τα νησιά αυτά. Οι εικασίες ότι η Θάλασσα της Νότιας Κίνας θα προστεθεί -ή έχει ήδη προστεθεί- στη λίστα των βασικών συμφερόντων της Κίνας θα οδηγήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες στο ίδιο σύνολο προβλημάτων. Επιπλέον, αυτά τα βασικά συμφέροντα περιλαμβάνουν θέματα για τα οποία οι δύο χώρες έχουν συμφωνήσει ότι διαφωνούν από την εποχή της εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων το 1979. Η ιδέα ότι το σημείο εκκίνησης για ένα νέο τύπο σχέσεων μεταξύ των μεγάλων χωρών θα είναι να υποχωρήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες (ή η Κίνα), εν μία νυκτί, σε τομείς μακροχρόνιας διαφωνίας είναι ανησυχητική και ουτοπική.

Σε αυτό το πλαίσιο, μια πρόσφατη εξέλιξη από την κινεζική πλευρά είναι αξιοσημείωτη. Κατά την διάρκεια της συνάντησης του Ομπάμα και του Xi στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού, στις 12 Νοεμβρίου του περασμένου έτους, ο Xi έδωσε διευκρινίσεις σχετικά με τον ορισμό του νέου τύπου σχέσεων μεταξύ των μεγάλων χωρών, επεκτείνοντας τις βασικές αρχές από τρεις σε έξι.

Από μια θετική οπτική, οι Κινέζοι έχουν πλέον συμπεριλάβει συγκεκριμένους τομείς στους οποίους είναι ανοικτοί σε στρατηγική συνεργασία: Το ζήτημα των πυρηνικών όπλων του Ιράν, την αποπυρηνικοποίηση της Κορεατικής Χερσονήσου, το Αφγανιστάν, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την κλιματική αλλαγή, καθώς και τον έλεγχο των επιδημιών. Θα πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα για να διευκρινιστούν οι τρόποι με τους οποίους η Κίνα θα μπορούσε να συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με αυτές τις παγκόσμιες προκλήσεις. Αλλά η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αδράξει ευκαιρίες για την βελτίωση της ποιότητας της συνεργασίας και να καταστήσει λειτουργικό ένα νέο μοντέλο σχέσεων -ιδιαίτερα σε περιοχές όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα μπορούν να σημειώσουν πρόοδο που θα ωφελούσε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι πιθανό ότι η προσθήκη αυτή έγινε σε απάντηση της παρακίνησης των ΗΠΑ για οικοδόμηση συνεργασίας και από τις δύο πλευρές σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να το δουν με αυτόν τον τρόπο και να προσπαθήσουν να το κάνουν να πετύχει.

Από την αρνητική πλευρά, ο σεβασμός των βασικών συμφερόντων περιλαμβανόταν, για μια ακόμη φορά, στον κατάλογο της Κίνας, αν και αυτήν την φορά ήταν χωρισμένος σε δύο μέρη. Στην νέα του διατύπωση, το δεύτερο σημείο του Xi καλούσε και τις δύο χώρες να «δείξουν αμοιβαίο σεβασμό σε ό, τι αφορά την κυριαρχική και εδαφική ακεραιότητα τους». Λίγο πιο κάτω, στο τέταρτο σημείο, δήθεν για να δηλώσει χαμηλότερη προτεραιότητα, ο Xi πρότεινε οι χώρες «να μην ενεργούν η μια ενάντια στα βασικά συμφέροντα της άλλης». Παρά το γεγονός ότι αυτές οι αναθεωρήσεις είναι σημαντικές στο βαθμό που φανερώνουν μια αναγνώριση από την πλευρά της Κίνας των ανησυχιών των ΗΠΑ και μια προθυμία να γίνουν προσαρμογές με σκοπό την πραγμάτωση αυτού του νέου τύπου σχέσεων μεταξύ των μεγάλων χωρών, δεν φαίνεται πως είναι επαρκείς από την σκοπιά των ΗΠΑ. Η ρήτρα των βασικών συμφερόντων θα παραμείνει ένα κρίσιμο σημείο μέχρι να αφαιρεθεί η διατύπωση ή να διευκρινιστεί πλήρως.

Σε ιδιωτικό επίπεδο, οι Κινέζοι ειδικοί έχουν επισημάνει ότι ο φορτισμένος όρος των «βασικών συμφερόντων» εκλαμβάνεται ως λευκή επιταγή από την Ουάσιγκτον, και αυτή η αντίληψη είναι, ως εκ τούτου, πολιτικά τοξική. Οποιοδήποτε θέμα θεωρείται βασικό συμφέρον της Κίνας θα είναι εγγενώς δύσκολο να επιλυθεί και θα απαιτήσει προσεκτικό χειρισμό με το πέρασμα του χρόνου. Το να εστιάζουμε σε αυτές τις ευαίσθητες περιοχές ως σημείο εκκίνησης για ένα νέο είδος σχέσης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πρόοδο που έχει σημειωθεί και από τις δύο χώρες στα 35 χρόνια από την εγκαθίδρυση επίσημων διπλωματικών σχέσεων και ως εκ τούτου μια τέτοια προσέγγιση δεν θα ήταν παραγωγική. Πράγματι, κάτι τέτοιο είναι αντιπαραγωγικό για τους κινεζικούς στόχους, καθώς θα καθιστούσε δυσκολότερο για τους ηγέτες των ΗΠΑ να συνεργαστούν με τους Κινέζους ομολόγους τους σχετικά με την πρόταση αυτή, ενώ θα ήταν πιθανόν να προκαλέσει κάποια προβλήματα στο Κογκρέσο των ΗΠΑ και στο πολιτικό σύστημα ώστε να κάνουν περαιτέρω βήματα, είτε μέσω της νομοθεσίας είτε με άλλον τρόπο, για να απωθήσουν κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί από το αμερικανικό κοινό ως προθυμία των ΗΠΑ να κάνουν παραχωρήσεις στους Κινέζους.

Βέβαια, κανείς δεν θα μπορούσε να περιμένει από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα να συμφωνήσουν σε όλα τα ζητήματα. Όμως, στο παρελθόν, οι δύο χώρες έχουν βρει δημιουργικούς τρόπους για να αντιμετωπίσουν τις διαφωνίες τους χωρίς να παρεμποδίζεται η πρόοδος σε τομείς αμοιβαίου συμφέροντος. Στο ανακοινωθέν στην Σαγκάη το 1972, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν τις διαφορετικές απόψεις τους σχετικά με το θέμα της Ταϊβάν, χωρίς να απαιτείται άμεση αποδοχή από οποιαδήποτε πλευρά της αντίθετης θέσης. Αν η κινεζική πλευρά βλέπει σοβαρά το θέμα της χρήσης του νέου αυτού τύπου σχέσεων μεταξύ μεγάλων χωρών, καλά θα κάνει να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους θα κερδίσει τον σεβασμό που επιδιώκει, χωρίς να επιβάλει σκόπιμα συζητήσεις σχετικά με ευαίσθητα σημεία διαφωνίας. Όπως έχει αποδειχθεί από την πρόοδο του παρελθόντος, τα θέματα αυτά αντιμετωπίζονται καλύτερα αθόρυβα και σταδιακά ενώ οι ηγέτες οικοδομούν παράλληλα εμπιστοσύνη. Εάν οι Κινέζοι δεν είναι σε θέση να προσφέρουν αυτήν την ευελιξία και προωθούν επίμονα τα «βασικά τους συμφέροντα», η Κίνα διακινδυνεύει να απορρίψουν οι Ηνωμένες Πολιτείες εντελώς την πρόταση του Xi.

Εάν, όμως, οι Κινέζοι ηγέτες είναι πρόθυμοι να διαγράψουν τις αναφορές τους σε βασικά συμφέροντα, οι ηγέτες των ΗΠΑ δεν θα έπρεπε να βιαστούν να απορρίψουν την πρόταση. Το ζήτημα του νέου τύπου σχέσεων μεταξύ των μεγάλων χωρών έχει ιδιαίτερη σημασία για τους Κινέζους και τον Xi προσωπικά. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κάνει την στρατηγική εκτίμηση ότι η δημιουργία μιας πιο εποικοδομητικής και θετικής σχέσης με την ενίσχυση της συνεργασίας σε κοινά συμφέροντα είναι προς το εθνικό συμφέρον της ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, κι αν γνωρίζουμε ότι το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό για τους Κινέζους ηγέτες, τότε προκειμένου να αυξηθούν οι πιθανότητες επίτευξης των στόχων μας, σύμφωνα με τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ, θα πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στην συμμετοχή των Κινέζων σε μια τέτοια ιδέα.

Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/143167/stephen-hadley-and-paul-ha...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr