Βραχείας κεφαλής τα αποτελέσματα στο Ισραήλ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Βραχείας κεφαλής τα αποτελέσματα στο Ισραήλ

Η αγάπη του Νετανιάχου και του Χέρτζογκ στις μικρές διαφορές
Περίληψη: 

Όσοι ελπίζουν ότι σε περίπτωση εκλογής του ο Herzog θα επιφέρει μια βαρυσήμαντη αλλαγή στην εξωτερική πολιτική του Ισραήλ θα απογοητευτούν. Ανεξάρτητα από το ποιος θα ανακηρυχτεί νικητής μετά τις εκλογές και τις αναπόφευκτες εβδομάδες διαπραγματεύσεων και παζαρέματος που θα οδηγήσουν στον σχηματισμό συνασπισμού, η εξωτερική πολιτική του Ισραήλ σε ό, τι έχει να κάνει με τα μεγάλα ζητήματα θα χαρακτηριστεί από συνέπεια κι όχι από μετασχηματισμό.

Ο MICHAEL J. KOPLOW είναι διευθυντής προγράμματος στο Israel Institute. Γράφει σε μπλογκ στο Ottomans and Zionists. Ακολουθήστε τον στο Twitter @mkoplow

Αυτές τις μέρες, ο ηγέτης της ισραηλινής αντιπολίτευσης, Yitzhak "Buji" Herzog, είναι στο μυαλό όλων και δικαιολογημένα. Η εκλογική ομάδα Zionist Camp του Herzog αποτελεί τον αδιαφιλονίκητο πρώτο των τελευταίων δημοσκοπήσεων [1], οι οποίες επιτράπηκε να δημοσιευθούν πριν από τις εκλογές της Τρίτης, αυξάνοντας έτσι την προοπτική ανατροπής από υποψήφιο της αντιπολίτευσης του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου -ο οποίος έρχεται [στις εκλογές μετά] από δύο συνεχόμενες θητείες που ακολούθησαν την πρώτη του θητεία σχεδόν δύο δεκαετίες νωρίτερα.

Ωστόσο, οι εκλογικές προοπτικές του Χέρτζογκ δεν είναι οι μόνες που δημιουργούν εντύπωση. Για όσους αντιτίθενται στις επιθετικές θέσεις του Νετανιάχου για το Ιράν και τους Παλαιστινίους -καθώς και την γενική του κοσμοθεωρία για ένα Ισραήλ που περιβάλλεται παντού από εχθρούς (συμπεριλαμβανομένης, σε ορισμένες περιπτώσεις, της κυβέρνησης Ομπάμα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης)- ο Χέρτζογκ φαίνεται να αντιπροσωπεύει την δυνατότητα μιας γνήσιας αλλαγής. Έχει χαρακτηριστεί ως το «άκρως αντίθετο» του Νετανιάχου [2] και θα αποτελέσει τον πρώτο αληθινά αριστερό πρωθυπουργό του Ισραήλ μετά τον Εχούντ Μπαράκ το 1999. Έτσι, πολλοί ελπίζουν ότι η εκλογή του θα μπορούσε να επιφέρει μια σημαντική στροφή στην ισραηλινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, περιλαμβανομένου του τερματισμού των ισραηλινών αντιρρήσεων σε μια πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και μια ανανεωμένη ώθηση προς ένα παλαιστινιακό κράτος.

Εκείνοι που ελπίζουν να δουν μια βαρυσήμαντη αλλαγή στην εξωτερική πολιτική του Ισραήλ, ωστόσο, θα απογοητευτούν. Ανεξάρτητα από το ποιος θα αναδειχθεί πρωθυπουργός μετά τις εκλογές και τις αναπόφευκτες εβδομάδες διαπραγματεύσεων και παζαρέματος που θα οδηγήσουν στον σχηματισμό [κυβερνητικού] συνασπισμού, η εξωτερική πολιτική του Ισραήλ σε ό, τι αφορά τα μεγάλα ζητήματα θα χαρακτηριστεί από συνέπεια και όχι από μετασχηματισμό. Παρά το γεγονός ότι κανείς δεν πρέπει να απορρίπτει επιπόλαια τον αρκετά διαφορετικό τόνο και την προσέγγιση με τα οποία ο Χέρτζογκ αντιμετωπίζει τον κόσμο, τα πεδία διαφωνίας ανάμεσα σε εκείνον και τον Νετανιάχου δεν είναι τόσο μεγάλα όσο θα πίστευε κανείς. Επιπλέον, αναλαμβάνοντας την εξουσία, θα ήταν αμφότεροι εγκλωβισμένοι σε καταστάσεις πέρα από τον έλεγχό τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι η εκλογική εκστρατεία του Χέρτζογκ, όπως κι η προηγούμενη εκστρατεία των Εργατικών το 2013, αφορά σε μεγάλο βαθμό τα εγχώρια ζητήματα. Όχι μόνο τα οικονομικά και κοινωνικά θέματα [3] είναι τα πιο πιεστικά στο μυαλό των ψηφοφόρων, αλλά το περιθώριο διαφοράς μεταξύ του Λικούντ και του Εργατικού κόμματος σε ό, τι αφορά την εξωτερική πολιτική μπορεί να μετρηθεί σε ίντσες αντί για μίλια. Το μεγάλο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής από το οποίο έχει αρπαχθεί ο Herzog είναι η παραπαίουσα σχέση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ, την οποία ορκίζεται να βελτιώσει. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Λευκός Οίκος θα αντιμετώπιζε αμέσως ευνοϊκά τον πρωθυπουργό Herzog, δεδομένου ότι είναι λιγότερο επιθετικός από ό, τι ο Νετανιάχου και θα προσπαθήσει να αμβλύνει τις εντάσεις, αλλά αυτό θα ήταν κάτι που θα συνέβαινε με οποιοδήποτε άλλον υποψήφιο. Η προσωπική σχέση μεταξύ του Ομπάμα και του Νετανιάχου είναι τόσο παγωμένη που μια πιθανή βελτίωση των διμερών σχέσεων θα αφορά περισσότερο την απουσία του Νετανιάχου αντί στην αντικατάστασή του.

Σε ό, τι αφορά το μεγαλύτερο ζήτημα πολιτικής που διαχωρίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, όμως, ο Νετανιάχου και ο Herzog συμφωνούν. Η αποδοκιμασία του Χέρτζογκ για την ομιλία του Νετανιάχου στο Κογκρέσο [4] δεν πρέπει να επισκιάζει το γεγονός ότι, όπως και ο Νετανιάχου, ο Χέρτζογκ δεν θα δέχονταν ποτέ ένα πυρηνικό Ιράν σαν τετελεσμένο γεγονός και ότι η αντίληψη του Χέρτζογκ σχετικά με την ιρανική απειλή είναι πολύ πιο έντονη από εκείνη του Ομπάμα. Η πιθανότητα ότι ο Herzog θα προσπαθήσει σίγουρα να κρατήσει τις διαφωνίες του με τον Λευκό Οίκο πίσω από κλειστές πόρτες, δεν σημαίνει ούτε ότι δεν θα υπάρξουν διαφωνίες ούτε ότι ο Herzog θα ανοίξει τον δρόμο για μια πυρηνική συμφωνία. Στην πραγματικότητα, δεν θα επιφέρει κάποια αλλαγή στον φόβο του Ισραήλ απέναντι στις ιρανικές πυρηνικές φιλοδοξίες ή την αντίστοιχα επιθετική στάση της χώρας.

Σχετικά με την ειρηνευτική διαδικασία και τους συμβιβασμούς, όμως, η θέση του Χέρτζογκ είναι αναμφισβήτητα διαφορετική από εκείνη του Νετανιάχου. Ακόμα κι έτσι, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι πιθανότατα το ίδιο. Ο Herzog θα προσπαθήσει σίγουρα να επαναφέρει τις διαπραγματεύσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή, αλλά ο ίδιος δεν φαίνεται έτοιμος να αντιμετωπίσει τις ειρηνευτικές συνομιλίες με την βαρύτητα που πολλοί της αριστερά πιστεύουν ότι έχουν. Δεν χρησιμοποίησε την λέξη Shalom (η οποία στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει ειρήνη και αποτελεί ένα κοινό σύνθημα της αριστεράς στις εκστρατείες της) στην προεκλογική του εκστρατεία. Επιπλέον, ο Χέρτζογκ εξήγησε την περασμένη εβδομάδα [5] ότι «πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και όχι αφελείς σχετικά με αυτό το θέμα. Δεν θέλω να ενθαρρύνω την ανάπτυξη προσδοκιών. Θέλω απλά να κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ και να προχωρήσουμε». Όμως, ακόμη κι αν ο Χέρτζογκ σκόπευε να θέσει τις διαπραγματεύσεις στην κορυφή της ατζέντας του, ίσως να έχει ξεμείνει από χρόνο, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα η δύστροπη Παλαιστινιακή Αρχή να αισθανθεί αδικημένη από τις προηγούμενες ειρηνευτικές συνομιλίες, να δείξει πως επιθυμεί να εγκαταλείψει εντελώς την ειρηνευτική διαδικασία και αντ’ αυτής να επιλέξει την διεθνή νομοθεσία[6], ανεξάρτητα από την έκβαση των εκλογών του Ισραήλ. Κάθε διαπραγμάτευση χρειάζεται δύο πλευρές, και αν η παλαιστινιακή πλευρά δεν βλέπει πια το όφελος στην συμμετοχή της, η επιθυμία του Herzog να καταλήξει σε συμφωνία θα πέσει στο κενό, ανεξάρτητα από το πόσο δυνατά μπορεί να προωθήσει το ζήτημα.