Η διψήφιου ποσοστού αμυντική ανάπτυξη της Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διψήφιου ποσοστού αμυντική ανάπτυξη της Κίνας

Ποια είναι η σημασία της για μια ειρηνική ανάπτυξη

Ως αποτέλεσμα αυτής της ίσης κατανομής των δαπανών, τα έξοδα της Κίνας για εξοπλισμούς είναι ιδιαίτερα μεγάλα. Το 1997, για παράδειγμα, οι εξοπλιστικές δαπάνες ανήλθαν σχεδόν στα 3 δισεκατομμύρια δολάρια, ή περίπου 32% του συνολικού κινεζικού αμυντικού προϋπολογισμού. Το 2009 (τον τελευταίο χρόνο που το Πεκίνο προσέφερε μια κατηγοριοποίηση των στοιχείων των δαπανών του), ο εξοπλισμός κυμαινόταν ακόμα κοντά στο 32% του συνολικού στρατιωτικού προϋπολογισμού των 58,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αν αυτό το ποσοστό του σχεδόν ενός τρίτου ισχύει και για τον προϋπολογισμό του 2015, τότε οι εξοπλιστικές δαπάνες του PLA φέτος θα μπορούσαν να φτάσουν κάπου κοντά στα 48 δισεκατομμύρια δολάρια. Συγκριτικά, η Ιαπωνία ξοδεύει περίπου 8,3 δισεκατομμύρια δολάρια για εξοπλισμό, και Έρευνα και Ανάπτυξη˙ το Ηνωμένο Βασίλειο, περίπου 10 δισεκατομμύρια δολάρια˙ και η Γαλλία, 12 δισ. δολάρια. Οι δαπάνες της Κίνας για εξοπλισμούς ενδέχεται να περιλαμβάνουν έως και 10 δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτικές δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη, που είναι περισσότερο από το διπλάσιο του ποσού που ξοδεύει όλη η Δυτική Ευρώπη, αθροιστικά.

Στην πραγματικότητα, ο προϋπολογισμός της Κίνας για τον εξοπλισμό και μόνο είναι μεγαλύτερος από ό, τι το σύνολο των αμυντικών προϋπολογισμών της Ιαπωνίας, της Ινδίας, ή οποιασδήποτε άλλης αντιπάλου της στις περιοχές της Ασίας και του Ειρηνικού. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Κίνα έγινε ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς όπλων στον κόσμο: Αγόρασε προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη, υποβρύχια, αντιτορπιλικά και μεταφορικά αεροπλάνα από την Ρωσία, πυραύλους από την Ουκρανία και τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη από το Ισραήλ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Κίνα έχει αρχίσει να εγκαταλείπει σταδιακά τις εισαγωγές όπλων και να προτιμά τα όπλα που κατασκευάζονταν στο εσωτερικό της χώρας. Τροφοδοτούμενη από την έκρηξη δαπανών στον τομέα της Έρευνας και Ανάπτυξης, καθώς και την εισφορά νέων κεφαλαίων για τον εκσυγχρονισμό των εργοστασίων όπλων, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία της Κίνας έχει αρχίσει να δημιουργεί μεγάλο αριθμό νέων, ιδιαίτερα προηγμένων οπλικών συστημάτων. Κατά την τελευταία δεκαετία, ο PLA έχει παράγει εκατοντάδες τοπικά δημιουργημένα μαχητικά J-10 και J-11 (αντιγράφοντας το ρωσικό Su-27)˙ δεκάδες σύγχρονα αντιτορπιλικά, φρεγάτες και υποβρύχια˙ διάφορους τύπους νέων πυραυλικών συστημάτων (συμπεριλαμβανομένου ενός μοναδικού βαλλιστικού πυραύλου για χρήση σε ναυμαχίες)˙ και, φυσικά, ένα αεροπλανοφόρο (που αγοράστηκε από την Ουκρανία, αλλά ανακατασκευάστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Κίνα).

Εν τω μεταξύ, έχουν απομείνει αρκετά χρήματα στον PLA για να αυξήσει τους μισθούς των στρατιωτών, να κατασκευάσει νέους στρατώνες και άλλες εγκαταστάσεις και να βελτιώσει την επιμέλεια της στρατιωτικής εκπαίδευσης, όπως την προετοιμασία για σύγχρονες, ολοκληρωμένες κοινές επιχειρήσεις.

Λόγω αυτής της σημαντικής αύξησης στην στρατιωτική του ισχύ, ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το Πεκίνο έγινε πιο μυστικοπαθές και αμυντικό τα τελευταία χρόνια σε ό, τι αφορά την αποκάλυψη της κατανομής των δαπανών του. Από την μια πλευρά, η κινεζική κυβέρνηση είναι προφανώς απρόθυμη να αποκαλύψει τις λεπτομέρειες των στρατιωτικών δαπανών της, διότι οι ξένες μυστικές Υπηρεσίες θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν αυτές τις πληροφορίες. Ή, ακόμα πιο πιθανό θα ήταν να βρίσκει απλώς ιδιαίτερα άβολο το να αποκαλύψει τον γιγάντιο προϋπολογισμό των προμηθειών και της αμυντικής Έρευνας και Ανάπτυξης, που έρχεται δεύτερος μόνο μετά από εκείνον των Ηνωμένων Πολιτειών -ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη την προσπάθεια που έχει καταβάλει το Πεκίνο για να προωθήσει τις πολιτικές του για «ειρηνική ανάπτυξη».

Η άρνηση του Πεκίνου να αποκαλύψει πληροφορίες συνοδεύεται με μια όλο και πιο σκληροτράχηλη και ανυποχώρητη υπεράσπιση των στρατιωτικών δαπανών της. Σε μια έξαρση αρθρογραφίας, η κινεζική κυβέρνηση έχει υπερασπιστεί την πρόσφατη αύξηση, υποστηρίζοντας ότι είναι «μετριοπαθής και λογική» και μέρος του «νέου φυσιολογικού» στον συνεχή εκσυγχρονισμό του PLA. Ένα άρθρο από το κρατικά ελεγχόμενο πρακτορείο ειδήσεων, Xinhua, υποστήριξε ότι οι Δυτικές χώρες θέλουν η Κίνα να παραμείνει ένας «στρατιωτικός νάνος» και ότι «ορισμένες Δυτικές χώρες και μέσα ενημέρωσης είναι τόσο παραπλανημένα που ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να εκλάβουν τον στρατιωτικό προϋπολογισμό της Κίνας θα ήταν ως απειλή». Στα ανατολικά, η Κίνα υποστήριξε πως η ασφάλειά της αμφισβητείτο ολοένα και περισσότερο από την Ιαπωνία, έναν «κατά συρροή ταραξία» με «διογκούμενη στρατιωτική φιλοδοξία».

Ταυτόχρονα, το Πεκίνο υποστηρίζει ότι οι στρατιωτικές του δαπάνες είναι ακόμα σχετικά χαμηλές. Η τελευταία αύξηση στις αμυντικές δαπάνες αποτελεί την χαμηλότερη αύξηση σε διάστημα πέντε χρόνων, υποστηρίζουν οι υπεύθυνοι, ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1,5% του ΑΕΠ της χώρας. Βεβαιώνουν επίσης ότι από την άποψη των κατά κεφαλήν στρατιωτικών δαπανών, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας εξακολουθεί να είναι μόνο το ένα πέμπτο εκείνου της Ιαπωνίας, το ένα ένατο του Ηνωμένου Βασιλείου και λιγότερο από το ένα εικοστό των Ηνωμένων Πολιτειών. «Οι τρέχουσες κινεζικές στρατιωτικές δαπάνες δεν είναι καθόλου μεγάλες», δηλώνει ο Xinhua, «για την υπεράσπιση μιας χώρας που έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο, καθώς και μιας περιοχής άνω των 9 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων».