Η γεωπολιτική σημασία του 1821 | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η γεωπολιτική σημασία του 1821

Το ιστορικό νόημα της Ελληνικής Επανάστασης

Η διασφάλιση της επιτυχίας της Επανάστασης επιβεβαιώθηκε με την αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο (1828-33). Η αγγλο-γαλλική επέμβαση και η μεταστροφή του αγγλικού παράγοντα από το 1829 υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας υπήρξε αποτέλεσμα του ρωσο-τουρκικού πολέμου των ετών 1828-29, καθώς οι δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις επεδίωκαν την διασφάλιση του ελληνικού παράγοντα προτού η Ρωσία επιβάλει την δική της διευθέτηση και απειλήσει τα Στενά του Βοσπόρου, αποκτώντας πρόσβαση στις θερμές θάλασσες και αποκόπτοντας τις ευρωπαϊκές οθωμανικές επαρχίες.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΝΟΗΜΑ

Η Επανάσταση υπήρξε αποτέλεσμα ιδεολογικών διεργασιών, οι οποίες εδράστηκαν στην πολεμική παράδοση του υποτελούς ελληνικού πληθυσμού, το υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο, την αύξηση του βαθμού αυτοπεποίθησης των Ελλήνων και την επιτεινόμενη αποδιοργάνωση της οθωμανικής κυριαρχίας στον ευρωπαϊκό χώρο. Η Επανάσταση υπήρξε η απόπειρα αποκατάστασης της πολιτικής κυριαρχίας των Ελλήνων, μιας εθνοτικής ομάδος με υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο, η οποία είχε υπάρξει ο ιστορικός φορέας ενός αυτοκρατορικού πολιτειακού σχηματισμού, της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η τελευταία, ως ο κύριος αντίπαλος στην εξάπλωση του dar-al-Islam είχε αποτελέσει κύριο στόχο και γεωπολιτικό αντίπαλο της ισλαμικής -αραβικής και τουρκικής (σελτζουκικής και οθωμανικής)- εξάπλωσης ήδη από τον 7ο αιώνα.

Τα πρωτεύοντα αίτια της Επανάστασης δεν είναι οικονομικά, αλλά πολιτικά και πολιτισμικά. Η Επανάσταση αποτελούσε την απόπειρα αποκατάστασης της ελληνικής πολιτικής κυριαρχίας στον ιστορικό χώρο ανάπτυξης των Ελλήνων. Θεμελιώδες επίσης κίνητρο της απόφασης για την υιοθέτηση της πλέον ριζοσπαστικής εκδοχής, της Επανάστασης, υπήρξε η αναγνώριση της ταυτότητος του υποτελούς πληθυσμού. [2] Οι Έλληνες ως υποτελής χριστιανικός πληθυσμός εντός μιας ισλαμικής πολιτικής Αρχής υπέκειντο σε σειρά θεσμοθετημένων ανισωτικών διακρίσεων και πρακτικών, ορισμένες εκ των οποίων (όπως το devşirme, γνωστό στην νεοελληνική ιστορική μνήμη ως παιδομάζωμα) ισοδυναμούσαν με μεθόδους εθνοτικής εκκαθάρισης. Τέλος, σε οικονομικό επίπεδο η Επανάσταση συνέβαλε στην υποβάθμιση της πλειονότητος του αγροτικού πληθυσμού και μεγάλου τμήματος των εμπορικών στρωμάτων. Στην περίπτωση των δευτέρων, η Επανάσταση αναίρεσε τον ενιαίο οικονομικό χώρο Αιγαίου Πελάγους και Μαύρης Θάλασσας, ο οποίος είχε δημιουργηθεί με την Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774).

Η Επανάσταση ήταν, επομένως, πρωτίστως εθνική και θρησκευτική, ένα πολεμικό εγχείρημα, το οποίο αποσκοπούσε στην δημιουργία ενός κράτους-κελύφους για το χριστιανικό ελληνικό έθνος, όχι έναν πολυεθνοτικό ή πολυθρησκευτικό κρατικό σχηματισμό, καθώς αποτελούσε ιδεολογική τομή με το οθωμανικό παρελθόν. Από αυτήν την άποψη η Επανάσταση είναι περισσότερο σύμφωνη με τον γερμανικό ρομαντικό εθνικισμό παρά με τον γαλλικό Διαφωτισμό.

Από μακρο-ιστορικής απόψεως, η Επανάσταση υπήρξε το πρώτο εθνικό κίνημα το οποίο αναπτύχθηκε εντός της ισλαμικής πολιτισμικής περιοχής. Ο αντικειμενικός στόχος και το τελικό αποτέλεσμα της Επανάστασης, δηλαδή η ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αποτελούσε επίσης ιστορική τομή για την περιοχή της ανατολικής Ευρώπης, αλλά και της ανατολικής Μεσογείου. Το ελληνικό κράτος ήταν το πρώτο και έως τον ύστερο 19ο αιώνα το μόνο Δυτικού τύπου σύγχρονο κράτος στην ανατολική Μεσόγειο, διαθέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εγγενές συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες πληθυσμιακές χριστιανικές ομάδες, οι οποίες διεκδικούσαν εδάφη του ευρωπαϊκού οθωμανικού χώρου.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Στις 3 Φεβρουαρίου 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου ιδρύθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος με έκταση 47.476 τετραγωνικών χιλιομέτρων, σηματοδοτώντας την πολιτική οργάνωση του ελεύθερου πλέον ελληνικού έθνους, το οποίο αναζητούσε έναν νέο ιστορικό ρόλο στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.

Το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε εξ αρχής με βάση ένα πρόταγμα ιδεολογικής υφής, το οποίο θα αποτελούσε την raison d’ être του κράτους αυτού για περίπου έναν αιώνα, έως το 1922. Το πρόταγμα αυτό ήταν να αποτελέσει το νέο ελληνικό κράτος νησίδα ή ακόμη και προκεχωρημένο φυλάκιο της προηγμένης Δύσης εν μέσω της προσλαμβανομένης ως οπισθοδρομικής και ανεπαρκώς ανεπτυγμένης (σε σχέση με την Δύση) Ανατολής. [3] Η Ελλάδα καθίστατο πλέον αντιληπτή ως ένας πολιτικός φορέας μιας διακριτής ιστορικής-πολιτισμικής κοινότητας, ως μια μονάδα με συγκεκριμένη ιστορική αποστολή, η οποία, μάλιστα, χρησίμευε για τον διαχωρισμό των Ελλήνων τόσο στο μέγεθος του χώρου όσο και σε αυτό του χρόνου.

Ο χωρικός διαχωρισμός του Ελληνισμού αφορούσε στην σχετική με τις άλλες πληθυσμιακές ομάδες ανάδειξη της ελληνικής ιστορικής και πολιτισμικής κοινότητας και στην αποδέσμευσή της όχι απλώς από το οθωμανικό τουρκικό περιβάλλον, αλλά και από τους γειτονικούς λαούς των Βαλκανίων. [4] Ο χρονικός διαχωρισμός συνίστατο στην υπέρβαση του πρόσφατου παρελθόντος της υποτέλειας στον τουρκικό/οθωμανικό παράγοντα και στην αντίληψη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ως μιας σαφούς θεσμικής αλλά και ιδεολογικής καινοτομίας, ως μιας ξεκάθαρης ρήξης με το ιστορικό παρελθόν της οθωμανικής κυριαρχίας. Το ελληνικό κράτος, επομένως, αποτελούσε καθ’ εαυτό ένα επαναστατικό και καινοτόμο στην εποχή του εγχείρημα στην αντίληψη του ελληνικού πληθυσμού. [5]

Το φιλόδοξο αυτό εγχείρημα είναι δυνατόν να διακριθεί σε τρεις βασικές παραμέτρους:

α. τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, ο οποίος ταυτιζόταν με την εξομοίωση της Ελλάδος με τα προηγμένα έθνη της Δυτικής Ευρώπης σε επίπεδο υποδομών, τεχνογνωσίας και χαρακτηριστικών.

β. την πολιτισμική ενότητα του Ελληνισμού, η οποία αφορούσε αφενός στην ενσωμάτωση των επιμέρους περιόδων της ελληνικής ιστορίας, με αφετηρία την αρχαιότητα, σε ένα ενιαίο σχήμα συνέχειας.