Η κοιλάδα με τις κούκλες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η κοιλάδα με τις κούκλες

Τα υπό εξαφάνιση χωριά της Ιαπωνίας
Περίληψη: 

Η αστικοποίηση υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή με την μικρή πόλη του Nagoro, με πληθυσμό που αποτελείται από 35 κατοίκους. Μια γυναίκα πολεμά την απουσία δημιουργώντας κούκλες φυσικού μεγέθους για κάθε κάτοικο που πεθαίνει ή φεύγει.

Ο FRITZ SCHUMANN είναι φωτορεπόρτερ και κινηματογραφιστής ντοκιμαντέρ από την Γερμανία. Έζησε και εργάστηκε στην Ιαπωνία κατά την περίοδο 2009-2014 κι έχει δημοσιεύσει τρία βιβλία για την χώρα. Ακολουθήστε τον στο Twitter @fotografritz.

Η μικρή πόλη του Nagoro πεθαίνει. Μόνο 35 άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν σε αυτό το απομακρυσμένο μέρος του Σικόκου, ενός από τα τέσσερα κύρια νησιά της Ιαπωνίας. Το Nagoro είναι ένα από 10.000 χωριά σε ολόκληρη την χώρα που αναμένεται να εξαφανιστεί τις επόμενες δεκαετίες λόγω της αστικοποίησης. Μια κάτοικος, ωστόσο, προσπαθεί να αντιταχθεί στο κενό που χαρακτηρίζει πλέον την γενέτειρά της, δημιουργώντας κούκλες φυσικού μεγέθους που αντιπροσωπεύουν εκείνους που είτε πέθαναν, είτε μετανάστευσαν. Οι κούκλες της Ayano Tsukimi υπερτερούν πλέον αριθμητικά των χωρικών κατά ένα προς δέκα.

Επισκέφθηκα το Nagoro τον Νοέμβριο του 2013 για τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ μου, «Η κοιλάδα με τις κούκλες», και για να παρουσιάσω τις παράξενες δημιουργίες της Tsukimi για πρώτη φορά στο Δυτικό ακροατήριο. Όταν έφτασα, το Nagoro ήταν απόκοσμα σιωπηλό. Δεν υπήρχαν ψίθυροι ή συνομιλίες, βουητά μηχανημάτων ή κραυγές παιδιών που παίζουν. Μόνο ο ποταμός Iya έκανε έναν σταθερό θόρυβο, ρέοντας κατά μήκος της κοιλάδας του. Ο μοναχικός δρόμος προς την πόλη αποτελείται από μια μόνο λωρίδα, που δημιουργεί γυρίσματα και στροφές παράλληλα με το βουνό και βυθίζεται στο απόλυτο σκοτάδι την νύχτα. Κάποιο αυτοκίνητο επισκέπτη είναι σπάνιο θέαμα σε αυτό το χωριό, που βρίσκεται ψηλά στα βουνά και μια ώρα μακριά από την επόμενη οδική διασταύρωση. Ωστόσο, σχεδόν όλοι οι ταξιδιώτες που περνούν από εκεί σταματούν μόλις δουν τις κούκλες.

Η Tsukimi έφτιαξε όλες τις κούκλες της στο χέρι από ξύλο, βαμβάκι, παλιό χαρτί και ρούχα που της έχουν δωρίσει. Λέει ότι για εκείνη, τα χείλη είναι ένα από τα δυσκολότερα μέρη για να το πετύχει. «Ένα μικρό τσίμπημα και μπορούν να φανούν θυμωμένες», μου είπε. Αλλά, «είμαι πολύ καλή στο να δημιουργώ γιαγιάδες. Τοποθετώ τα νήματα στο στόμα και χαμογελούν». Τουλάχιστον 70 από τις κούκλες της κάθονται, στέκονται ή σκύβουν ακριβώς έξω από το σπίτι της, ενώ έχει τοποθετήσει κι άλλες 20 μέσα στο σαλόνι της. Οι υπόλοιπες είναι διάσπαρτες σε όλο το χωριό και στην ανατολική πλευρά της κοιλάδας του Iya. Συνολικά, η Tsukimi υπολογίζει πως έχει δημιουργήσει τουλάχιστον 350 κούκλες τα τελευταία έντεκα χρόνια. Αλλά δεν κρατάει λογαριασμό με αποτέλεσμα να μην είναι σίγουρη αν ο αριθμός αυτός είναι σωστός. Οι κούκλες, οι οποίες χρησιμοποιούνταν αρχικά ως σκιάχτρα, αντέχουν έως και τρία χρόνια κι έτσι είναι αναγκασμένη να τις επιδιορθώνει και να τις αντικαθιστά αρκετά συχνά. Μερικές φορές, ξεχνάει ακόμη και πού τις έχει τοποθετήσει.

Οι κούκλες αποτελούν φύλακες των άδειων κατοικιών του Nagoro, των οποίων οι κάτοικοι έχουν φύγει εδώ και καιρό για να μετοικήσουν στις γειτονικές πόλεις. Στα 65 της χρόνια, η Tsukimi είναι ένας από τους νεότερους ανθρώπους στην κοιλάδα, όπου σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εξακολουθούν να κατοικούν 2.000 άτομα. Περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Ιαπωνίας ξεπερνάει την ηλικία των 65 χρόνων. Με την μείωση των γεννήσεων, το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί κατά 50%. Είναι πιθανό ότι μέχρι το 2060 ο πληθυσμός της Ιαπωνίας να συρρικνωθεί κατά 42 εκατομμύρια ανθρώπους, με τους περισσότερους να ζουν στις μεγάλες πόλεις.

Η αύξηση της αστικοποίησης στην Ιαπωνία, όπως και σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, έχει προκαλέσει πτώση στην ανάπτυξη της υπαίθρου. Είναι σύνηθες στην Ιαπωνία όσοι πηγαίνουν σε κολέγιο να μετοικούν και να παραμείνουν στην πόλη. Στην πραγματικότητα, θεωρείται αποτυχία για κάποιον να επιστρέψει στην πατρίδα του όσο είναι ακόμα νέος. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι το άτομο αυτό δεν θα μπορούσε να «τα καταφέρει» στην μεγάλη πόλη.

Ακόμα κι η ίδια η Tsukimi εγκατέλειψε μια φορά το Nagoro. Μετά το γυμνάσιο, πήγε στην Οσάκα, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη στην Ιαπωνία, για να βοηθήσει στην οικογενειακή επιχείρηση. Παντρεύτηκε, απέκτησε μια κόρη και επέστρεψε στο Nagoro μόλις πριν από 12 χρόνια, μόνη της, για να αναλάβει την φροντίδα του άρρωστου πατέρα της. Πρόκειται για μια δυνατή, δημιουργική γυναίκα που δεν φοβάται τις απόψεις των άλλων. Ενώ οι γείτονές της περνούν τις μέρες τους καταναλώνοντας αλκοόλ ή παίζοντας τυχερά παιχνίδια, εκείνη μάχεται την άχαρη καθημερινότητα του Nagoro με την βελόνα ραπτικής της. Η μια δεκαετία που πέρασε δημιουργώντας κούκλες δεν μετρίασε την ενέργεια, το πάθος και την πειθαρχία της, αν και είπε ξεκάθαρα πως «δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνω».

Η Tsukimi είναι παντρεμένη, αλλά ο σύζυγος κι η κόρη της εξακολουθούν να ζουν στην Οσάκα. Αρκετές φορές τον χρόνο, ταξιδεύει για πέντε έως έξι ώρες βορειοανατολικά και τους επισκέπτεται. Την ρώτησα γιατί ζει μακριά από την οικογένειά της. Εκείνη μου εξήγησε ευγενικά ότι ο σύζυγός της έχει προβλήματα με το υψόμετρο, αλλά υποψιάζομαι κάτι διαφορετικό. Στην Tsukimi αρέσει η μοναξιά της και η ιδιαίτερη πατρίδα της προσφέρεται για απομόνωση. Παρά το γεγονός ότι απολαμβάνει την προσοχή που φέρνουν οι κούκλες της, προτιμά να είναι μόνη της.

Η ιαπωνική κυβέρνηση έχει επίγνωση του δυσοίωνου προβλήματος των «πόλεων- φάντασμα» -της συρρίκνωσης των κοινοτήτων στις ορεινές περιοχές ή τα νησιά- από την δεκαετία του 1960, όταν άρχισε η μαζική αστικοποίηση για πρώτη φορά. Με την πάροδο των χρόνων, το Τόκιο πέρασε μια σειρά νόμων και μεταρρυθμίσεων για να αντιμετωπίσει την έλλειψη ανάπτυξης στις απομακρυσμένες περιοχές. Αλλά οι περισσότεροι από αυτούς ήταν αποτυχημένοι ή κοντόφθαλμοι.

Η αρχική προσέγγιση της κυβέρνησης στην δεκαετία του 1960 αφορούσε την δημιουργία δυνατότητας αυτο-υποστήριξης των κοινοτήτων, οι οποίες δεν θα χρειάζονταν εξωτερική βοήθεια ή εργασία για να επιβιώσουν. Στην περίπτωση του Nagoro, οικοδομήθηκε ένα φράγμα με σκοπό την ηλεκτροδότηση της κοιλάδας, η οποία σε ένα μεγάλο μέρος της δεν είχε ηλεκτρική ενέργεια ακόμη και στα τέλη του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Για ένα διάστημα, η έννοια της αυτο-βιωσιμότητας πέτυχε. Αρκετές εκατοντάδες άνθρωποι επέστρεψαν στο Nagoro κι η πόλη άκμασε. Αλλά μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής, έφυγαν όλοι για να μετοικήσουν ξανά στις πόλεις. Το φράγμα εξακολουθεί να υπάρχει.