Ο οικονομικός λαϊκισμός του Ντούντα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο οικονομικός λαϊκισμός του Ντούντα

Ο νέος πρόεδρος της Πολωνίας και το μέλλον του νεοφιλελευθερισμού
Περίληψη: 

Αν το κόμμα του νέου προέδρου της Πολωνίας, Αντρέι Ντούντα, κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου, αν καταφέρει να αλλάξει την πορεία της οικονομικής πολιτικής, και φέρει στην Πολωνία μεγαλύτερη οικονομική ευημερία, τότε ίσως να δούμε μια νέα οικονομική εποχή να αναδύεται στην Ανατολική Ευρώπη, στην οποία οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές θα αντικαθίστανται από κρατικιστικές πολιτικές που στοχεύουν στην πληρέστερη απασχόληση, την μεγαλύτερη κοινωνική ασφάλεια και τις επενδύσεις που κατευθύνονται από το κράτος.

Η HILARY APPEL κατέχει την έδρα Podlich Family ως καθηγήτρια Διακυβέρνησης και την υποτροφία George R. Roberts στο Κολέγιο Claremont McKenna. Είναι επίσης η συγγραφεύς του βιβλίου με τίτλο Tax Politics in Eastern Europe: Globalization, Regional Integration and the Democratic Compromise.
Ο MITCHELL A. ORENSTEIN είναι καθηγητής και επικεφαλής του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Northeastern University και συνεργάτης του Davis Center for Russian and Eurasian Studies και του Minda de Gunzburg Center for European Studies στο Πανεπιστήμιο Harvard.

Στις 24 Μαΐου, ο 43χρονος συντηρητικός δικηγόρος, Andrzej Duda, ένα φρέσκο πρόσωπο στην πολιτική σκηνή της Πολωνίας, νίκησε τον νυν πρόεδρο της Πολωνίας Bronislaw Komorowski με μικρή διαφορά στις προεδρικές επαναληπτικές εκλογές. Η νίκη του Duda, βασισμένη σε μια πλατφόρμα οικονομικού λαϊκισμού, αποκαλύπτει την βαθαίνουσα δυσαρέσκεια για τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο στην Πολωνία, αλλά και σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Πρώτα η Ρωσία και στην συνέχεια η Ουγγαρία υιοθέτησαν κρατικίστικες και εθνικιστικές οικονομικές πολιτικές που διαφοροποιήθηκαν από τις υπέρ της ελεύθερης αγοράς πολιτικές των τελευταίων δύο δεκαετιών. Τώρα, η Πολωνία, μια από τις έξι μεγαλύτερες οικονομίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εμφανίζεται έτοιμη να ακολουθήσει επίσης αυτό το μονοπάτι.

Θα ήταν εξαιρετικά συμβολικό εάν η Πολωνία εγκαταλείψει τον νεοφιλελευθερισμό, δεδομένου ότι υπήρξε πρωτοπόρος της Ανατολικής Ευρώπης στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Το 1990, ο τότε υπουργός Οικονομικών Leszek Balcerowicz, μαχόμενος τις κληρονομιές του κομμουνισμού και αντιμετωπίζοντας την προοπτική του υπερπληθωρισμού, ενορχήστρωσε μια μετάβαση από την σοσιαλιστική οικονομία σε μια οικονομία της αγοράς σχεδόν στην διάρκεια μιας νύχτας, βάσει του δικού του «σχεδίου Balcerowicz». Οι τιμές, άλλοτε ελεγχόμενες, απελευθερώθηκαν. Το εμπόριο, άλλοτε μονοπωλιακό, αφέθηκε ελεύθερο. Το νόμισμα, άλλοτε άκαμπτο, ήταν ξαφνικά μετατρέψιμο. Οι επιχειρήσεις, άλλοτε κρατικές, πωλήθηκαν ή μεταφέρθηκαν σε ιδιωτικά χέρια.

03062015-1.jpg

Ο Duda ψηφίζει δίπλα στη γυναίκα του, Agata και την κόρη τους Kinga σε ένα εκλογικό κέντρο στην Κρακοβία, στην Πολωνία, στις 24 Μαΐου 2015. MATEUSZ SKWARCZEK / AGENCJA GAZETA VIA REUTERS
-----------------------

Ο Balcerowicz και άλλοι μεταρρυθμιστές στην Ανατολική Ευρώπη δεν περίμεναν ότι θα διαρκούσε πολύ η δημόσια αποδοχή των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Αντ’ αυτού προέβλεπαν ότι οι ξαφνικές και δραματικές αλλαγές που αυτοί ξεκίνησαν, θα δημιουργούσαν τεράστια οικονομική αναταραχή και αυτή με την σειρά της, θα προκαλούσε πολιτική αναταραχή. Ήταν πλήρως πεπεισμένοι ότι ένα θυμωμένο κοινό θα τους καταψήφιζε μετά από ένα ή δύο χρόνια. Αλλά έχοντας κατανοήσει το πόσο σημαντικές ήταν οι μεταρρυθμίσεις, τις προώθησαν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Σχεδίαζαν να σπρώξουν την οικονομία της αγοράς στην ζωή πριν οι πολιτικοί ταλαντευτούν πίσω στο status quo. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνά μας, που θα εμφανιστεί σε προσεχές ακαδημαϊκό άρθρο, δείχνει ότι το «παράθυρο ευκαιρίας» για τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην Ανατολική Ευρώπη έμεινε ανοιχτό για δεκαετίες περισσότερο από ό, τι ανέμεναν οι περισσότεροι ειδικοί.

Πράγματι, τυποποιημένες μετρήσεις της φιλελεύθερης οικονομικής μεταρρύθμισης, όπως οι δείκτες οικονομικής ελευθερίας του Fraser Institute ή του American Heritage Institute, συμπέραναν κατηγορηματικά ότι οι πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης βίωσαν αλματώδη πρόοδο προς την «οικονομική ελευθερία» από το 1990 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, πριν η ορμή των μεταρρυθμίσεων αρχίσει να μειώνεται μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008. Προηγούμενες θεωρίες μετάβασης, οι οποίες προέβλεπαν ότι η προθεσμία για την ριζική μεταρρύθμιση θα διαρκούσε μόνο ένα μικρό χρονικό διάστημα, σαφώς παράβλεψαν ορισμένες από τις πραγματικές αιτίες πίσω από την αντοχή των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα δε τα διεθνή κίνητρα για αλλαγή.

Πιστεύουμε ότι η κινητήρια δύναμη πίσω από τις μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν η «ανταγωνιστική σηματοδότηση» [competitive signaling]. Το 1989, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης άνοιξαν σε μια εποχή που η οικονομική φιλελευθεροποίηση ήταν ήδη σε εξέλιξη στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας. Η Κίνα άρχισε να απελευθερώνει την οικονομία της το 1979, και υποδέχθηκε ένα κύμα άμεσων ξένων επενδύσεων. Ανατολικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις όλου του πολιτικού φάσματος κατανόησαν ότι, για να πάρουν ξένα χρήματα, έπρεπε να κάνουν το ίδιο.

Για να δώσουν το «σήμα» ότι ήταν ανοικτές σε επενδύσεις, οι κυβερνήσεις της Ανατολικής Ευρώπης φιλελευθεροποίησαν τις οικονομίες τους και θέσπισαν πολλές πτυχές του προτύπου της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον [Washington Consensus], μιας μεταψυχροπολεμικής συνταγής για ταχύτερη ανάπτυξη, η οποία υποστήριζε τις μεταρρυθμίσεις υπέρ της ελεύθερης αγοράς και της παγκοσμιοποίησης. Εκτός από τον ανταγωνισμό με τις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, οι 27 νέες μετα-κομμουνιστικές χώρες άνοιξαν τις οικονομίες τους την ίδια στιγμή και, ως εκ τούτου, έπρεπε να ανταγωνιστούν και μεταξύ τους. Για να ξεχωρίσουν, οι χώρες αυτές πειραματίστηκαν με πρωτοποριακές [avant-garde] νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που δεν είχαν υιοθετηθεί ευρέως αλλού, όπως με την ιδιωτικοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, τον ενιαίο φόρο, και με δραστικές περικοπές των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων. Ενώ οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις συνέπεσαν με μια σημαντική αύξηση των ξένων επενδύσεων, αυτές εξυπηρέτησαν τους πλούσιους περισσότερο από τους φτωχούς, αυξάνοντας την ανισότητα.

Τελικά, οι Ανατολικο-ευρωπαίοι ηγέτες πήραν αυτό που ήθελαν: Τεράστιες εισροές ξένων κεφαλαίων. Δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια εισέρευσαν στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και τις Ευρασιατικές χώρες στην δεκαετία του 2000, καθιστώντας σύντομα την περιοχή τον μεγαλύτερο επενδυτικό στόχο στον κόσμο, ξεπερνώντας την Ασία, τόσο κατά κεφαλήν όσο και σε απόλυτους όρους.