Συμβουλές από την αρχαιότητα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Συμβουλές από την αρχαιότητα

Οικονομικά μαθήματα από την αρχαία Ελλάδα
Περίληψη: 

Στον 21ο αιώνα, παραμένει ανοικτό το ερώτημα αν η Ελλάδα ή η υπόλοιπη Ευρώπη μπορούν να βρουν έναν δρόμο επιστροφής προς το είδος των δημοκρατικών και νομικών θεσμών που θα μπορούσε να προωθήσει μια σύγχρονη άνθηση, ικανή να ανταγωνιστεί εκείνη της ελληνικής αρχαιότητας.

Ο JOSIAH OBER είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Stanford. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Rise and Fall of Classical Greece (Princeton, 2015)

Η δημοσιονομική και οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει οξύνει τις συζητήσεις μεταξύ οικονομολόγων, πολιτικών επιστημόνων και πολιτικών για τους πολιτικούς θεσμούς και την οικονομική ανάπτυξη. Προωθούν όντως οι καλοί θεσμοί -η δημοκρατία και το κράτος δικαίου- την ανάπτυξη; Ή οι καλοί θεσμοί κατέστησαν δυνατοί μόνο λόγω της προηγούμενης ανάπτυξης μιας ακμάζουσας οικονομίας; Σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της Ελλάδας είναι πιθανό να προκύψουν αρκετά διαφορετικές, ανάλογα με το πώς θα απαντήσουν οι πολιτικοί σε αυτήν την ερώτηση.

Η ιστορία είναι το προφανές πεδίο δοκιμών για τις ανταγωνιστικές θεωρίες. Αλλά οι περισσότερες ιστορικές δοκιμές των βασικών ιδεών στην πολιτική οικονομία είχαν, μέχρι πρόσφατα, επικεντρωθεί στις τελευταίες αρκετές εκατοντάδες χρόνια της κυρίως ευρωπαϊκής ιστορίας. Ωστόσο, ο περιορισμός του δείγματος για την μελέτη της σχέσης ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική ανάπτυξη στα σύγχρονα κράτη είναι προβληματικός, επειδή άλλοι παράγοντες εκτός από την θεσμική καινοτομία, όπως η αξιοποίηση του Νέου Κόσμου και της τεχνολογικής προόδου, έχουν επηρεάσει τις σύγχρονες οικονομίες. Ίσως ειρωνικά, ο δρόμος προς μια λύση οδηγεί πίσω στην Ελλάδα -μάλιστα, πίσω στην αρχαία Ελλάδα, η ιστορία της οποίας προσφέρει μια λεπτομερή «εκτός δείγματος» επίδειξη του πώς οι καλοί θεσμοί προωθούν την οικονομική ανάπτυξη.

06082015-1.jpg

Η σημαία της ΕΕ και η ελληνική σημαία ανεμίζουν με φόντο τον Παρθενώνα, στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 2015. ALKIS KONSTANTINIDIS/REUTERS
---------------------------

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ

Χάρη σε μια πρόσφατη μνημειώδη συλλογή δεδομένων από το Polis Center της Κοπεγχάγης και στην πρόοδο της επιτόπιας και της εργαστηριακής αρχαιολογίας, έχουμε τώρα τα στοιχεία για να εντοπίσουμε σημαντικές τάσεις στην δημογραφία και την οικονομία των αρχαίων ελληνικών πόλεων-κρατών. Όπως γνωρίζουμε πλέον, από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη τον 4ο αιώνα π.Χ., υπήρχαν πάνω από χίλιες, περισσότερο ή λιγότερο ανεξάρτητες, ελληνικές πόλεις. Διέφεραν δραματικά σε μέγεθος και δύναμη. Τα μεγαλύτερα κράτη προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν επί των γειτόνων τους και τα μικρότερα κράτη οργανώνονταν σε ομοσπονδιακές ομάδες. Αλλά δεν υπήρξε ποτέ κάτι που να προσεγγίζει μια κεντρική κυβέρνηση της «Ελλάδας». Τα ελληνικά κράτη ανταγωνίζονταν σκληρά μεταξύ τους και με τους αυτοκρατορικούς γείτονές τους, ιδίως την Περσία. Οι πόλεμοι ήταν συχνοί και αιματηροί. Αλλά εν μέσω της σύγκρουσης ήρθαν νέες μορφές κοινωνικής συνεργασίας και μια παρατεταμένη περίοδος ταχείας οικονομικής ανάπτυξης.

Ο συνολικός πληθυσμός των ομιλούντων ελληνικά αυξήθηκε από κάπου 330.000 άτομα το 1000 π.Χ. σε 8-10 εκατομμύρια μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Κατά την ίδια περίοδο, η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση φαίνεται να είχε σχεδόν διπλασιαστεί σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, και πιθανώς τριπλασιάστηκε στην Αθήνα, την πιο προηγμένη και από τις πιο δημοκρατικές πόλεις-κράτη. Ο συνολικός ρυθμός ανάπτυξης ήταν χαμηλός σε σύγκριση με σύγχρονα υψηλής απόδοσης κράτη, αλλά ο ρυθμός ήταν πολύ γρήγορος σε σύγκριση με άλλους αρχαίους πολιτισμούς. Μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, τον 4ο αιώνα π.Χ., σχεδόν το ένα τρίτο των Ελλήνων ζούσαν στις πόλεις των 5.000 κατοίκων ή περισσότερο˙ ο αριθμός αυτός δεν θα επιτευχθεί και πάλι στην Ευρώπη παρά τον 17ο αιώνα. Το μέσο μέγεθος των κατοικιών αυξήθηκε επίσης δραματικά. Στην εποχή του Ομήρου, οι Έλληνες συνήθως ζούσαν σε μικρές και ανεπαρκώς χτισμένες καλύβες. Μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, ζούσαν σε σπίτια διώροφα, συγκρίσιμα σε μέγεθος με τις σύγχρονες κατοικίες στα προάστια των αμερικανικών πόλεων. Η οικονομία αποτιμάτο ολοένα και περισσότερο σε χρήμα, με εκδιδόμενα από το κράτος αργυρά νομίσματα συγκεκριμένου βάρους και καθαρότητας, παρεχόμενα ως ένα έτοιμο μέσο ανταλλαγής. Κρίνοντας από τον αριθμό των κερμάτων που είναι γνωστά στους αρχαιολόγους, η προσφορά χρήματος αυξήθηκε απότομα μεταξύ του 6ου και του 4ου αιώνα π.Χ. Οι συναλλαγές εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένων των σκλάβων), βιομηχανικών προϊόντων και ειδών πολυτελείας ανθούσε στο ελληνικό κόσμο και μεταξύ των Ελλήνων και των γειτόνων τους.

Ανάμεσα στα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της αρχαίας οικονομίας της δημοκρατικής Αθήνας ήταν το σχετικά χαμηλό επίπεδο της εισοδηματικής ανισότητας. Η Αθήνα ήταν τόπος κατοικίας πολλών ξένων «εργαζομένων επισκεπτών» και οι Αθηναίοι απασχολούσαν μεγάλο αριθμό σκλάβων. Αλλά υπολογίζοντας ακόμη και τους δούλους και τους ξένους, η κατανομή του αθηναϊκού εισοδήματος ήταν πολύ λιγότερο άνιση σε σχέση με τις περισσότερες αρχαίες κοινωνίες. Οι αθηναϊκοί μισθοί για τους μη ειδικευμένους εργάτες ήταν υψηλοί -συγκρινόμενοι με τους μισθούς που καταβάλλονταν στην πιο προηγμένη οικονομία της πρώιμης σύγχρονης Ευρώπης, την Ολλανδία κατά την διάρκεια της Χρυσής Εποχής της τον 17ο αιώνα. Ο αθηναϊκός Δείκτης Ανισότητας (Inequality Extraction Ratio), ένα μέτρο που βασίζεται στην εκτίμηση του μέγιστου εφικτού επιπέδου ανισότητας για μια συγκεκριμένη κοινωνία, που επινοήθηκε από μια ομάδα με επικεφαλής τον Μπράνκο Μιλάνοβιτς (πρώην επικεφαλής ερευνητή οικονομολόγο στην Παγκόσμια Τράπεζα), είναι μικρότερος από εκείνον οποιασδήποτε άλλης αρχαίας οικονομίας για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε δεδομένα για να μετρήσουμε τον Δείκτη Ανισότητας σε άλλα αρχαία ελληνικά κράτη, τα θρεπτικά αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την επιστημονική μελέτη των οστών και από μελέτες των συγκριτικών μεγεθών των οικιών είναι συνεπή με ένα ιστορικά χαμηλό επίπεδο ανισότητας. Όπως έχουν από καιρό επισημάνει ο Μιλάνοβιτς και άλλοι οικονομολόγοι, υπάρχει μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της σχετικά χαμηλής ανισότητας και της ισχυρής και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.