Η σύνδεση του Πεκίνου με το Βερολίνο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η σύνδεση του Πεκίνου με το Βερολίνο

Πώς η Κίνα και η Ευρώπη σφυρηλάτησαν ισχυρότερους δεσμούς
Περίληψη: 

Το παγκόσμιο ενδιαφέρον και η εμπλοκή με την Κίνα μπορεί να είναι σε υψηλό σημείο, αλλά όπως η Μέρκελ ρώτησε απροκάλυπτα τους μελλοντικούς ηγέτες της Κίνας το 2010, «Το ερώτημα είναι: Μπορεί ένα τέτοιο καλό πράγμα να διαρκέσει;».

Ο PARKE NICHOLSON είναι ανώτερος ερευνητικός συνεργάτης στο American Institute for Contemporary German Studies.

Είναι αιχμή της τουριστικής περιόδου στην Κίνα για τους Ευρωπαίους ηγέτες. Λίγο μετά το πρώτο πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα το 2010, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ γιόρτασε τα 56α γενέθλιά της με τους περίφημους πολεμιστές από τερακότα του Xi'an. Συνοδευόταν από την συνήθη παρέα των ηγετών της γερμανικής βιομηχανίας οι οποίοι υπέγραψαν συμβάσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων και έκτοτε έχει δελεάσει το σύνολο του υπουργικού συμβουλίου της να ενταχθεί στο ετήσιο προσκύνημα στο Πεκίνο. Η Μέρκελ έκανε την όγδοη πολυήμερη περιοδεία της φέτος το καλοκαίρι λίγες μόλις εβδομάδες μετά το τελευταίο επεισόδιο της οικονομικής κρίσης.

Η τελευταία επίσκεψη του Κινέζου προέδρου Xi Jinping στα πάτρια εδάφη της Μέρκελ ήταν το 2014, κατά την διάρκεια μιας υψηλού προφίλ επίσκεψης στο Βερολίνο, όπου επιδίωξε να ενισχύσει αυτό που ίσως είναι η ισχυρότερη συνεργασία της Κίνας στην Ευρώπη. Μιλώντας σε μια από τις μεγαλύτερες δεξαμενές σκέψης (think tank) της Γερμανίας [1], εξέφρασε τις ευχαριστίες του για τον ρόλο της χώρας στο να βοηθήσει το «Made in China» να μοιάζει περισσότερο με το «Made in Germany», ρητόρευσε για την ευρέως αναγνωρισμένη ποιότητα και δεξιοτεχνία των γερμανικών προϊόντων, και εξήρε τους δεσμούς που συνδέουν το Βερολίνο και το Πεκίνο ως τους «δύο πυλώνες της οικονομικής ανάπτυξης στην Ασία και την Ευρώπη». Το εμπόριο με την Κίνα βοήθησε την Γερμανία να ξεπεράσει την παγκόσμια οικονομική κρίση και να παγιώσει την δεσπόζουσα θέση της εντός της ευρωζώνης. Κατά την διάρκεια λίγων μόνο ετών, η Κίνα έχει μεταπηδήσει από το να είναι μεσαίος προορισμός εξαγωγών στο να είναι ο δεύτερος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Ευρώπης μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Ουάσιγκτον, όμως, έχει καθυστερήσει να αναγνωρίσει αυτές τις εξελίξεις. Το 2004, Αμερικανοί αξιωματούχοι ξαφνιάστηκαν από μια γαλλική και γερμανική προσπάθεια να άρουν την απαγόρευση εξαγωγών όπλων προς την Κίνα [2] που τέθηκε σε ισχύ μετά την σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν. Πιο πρόσφατα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατηγόρησαν το Βερολίνο ότι διατηρεί μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα [3] καθώς και ότι κρατά το ευρώ υποτιμημένο [4] – με λίγα λόγια, κατηγορώντας την Γερμανία ότι ενεργεί όπως η Κίνα της Ευρώπης [5]. Φέτος, ο ευρωπαϊκός ενθουσιασμός για την κυριαρχούμενη από την Κίνα Τράπεζα Επενδύσεων Ασιατικών Υποδομών (Asian Infrastructure Investment Bank, AIIB) έπιασε ξανά τους Αμερικανούς πολιτικούς εξαπίνης, κάτι που έκανε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα να υπαναχωρήσει από την φερόμενη αρχική αντίθεσή του στο ίδρυμα αυτό.

Ωστόσο, μετά από τέσσερις δεκαετίες συνεχούς ανάπτυξης, οι σινο-ευρωπαϊκές σχέσεις μπορεί τώρα να κινούνται στο μετά το αποκορύφωμά τους διάστημα. Η διεκδικητική εξωτερική πολιτική της Κίνας διαφέρει από τις προσδοκίες της Ευρώπης για την παγκόσμια τάξη. Οι παλιές κατασταλτικές τάσεις του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος που βιώνουν μια αναζωπύρωση [6], έχουν επίσης τρομάξει τις επενδύσεις στην οικονομία και την κοινωνία στις οποίες έχει βασιστεί η χώρα. Το παγκόσμιο ενδιαφέρον και η εμπλοκή με την Κίνα μπορεί να είναι σε υψηλό σημείο, αλλά όπως η Μέρκελ ρώτησε απροκάλυπτα τους μελλοντικούς ηγέτες της Κίνας [7] το 2010, «Το ερώτημα είναι: Μπορεί ένα τέτοιο καλό πράγμα να διαρκέσει;».

Ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης ακολούθησε το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών προς την επισημοποίηση των σχέσεων με την Κίνα την δεκαετία του 1970. Οι αμφίδρομες εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Κίνας έχουν αυξηθεί κατά 30 φορές από την εποχή εκείνη. Όταν οι σχέσεις ψυχράνθηκαν μετά την σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν, τα ευρωπαϊκά έθνη εντατικοποίησαν τον διάλογό τους με την Κίνα για να στηρίξουν την εγχώρια ανάπτυξή της και να διευκολύνουν τους αμοιβαίους εμπορικούς τους στόχους. Υπάρχουν τώρα πάνω από 60 επίσημες συνομιλίες σε επίπεδο ΕΕ, που κυμαίνονται από την γεωργική πολιτική, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας μέχρι την χρήση της δορυφορικής τεχνολογίας. Κατά την τελευταία δεκαετία, η Κίνα έχει επίσης θεσπίσει ξεχωριστές «στρατηγικές συνομιλίες» με την Γαλλία, την Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

19082015-1.jpg

Η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ κοιτάζει ένα άλογο από τον Πήλινο Στρατό κατά την διάρκεια μιας επίσκεψης στον Νο.1 λάκκο του Μουσείου Πήλινων Πολεμιστών και Αλόγων του Qin, στις παρυφές του Σιάν, στην επαρχία Shaanxi, στις 17 Ιουλίου 2010. REUTERS
--------------------

Η ταχεία ανάπτυξη των επαφών μεταξύ της Ευρώπης και της Κίνας ξάφνιασε. Πριν από μια δεκαετία, ο καθηγητής David Shambaugh στο Πανεπιστήμιο George Washington προέβλεψε ότι οι Βρυξέλλες και το Πεκίνο θα γίνουν κέντρα ενός «αναδυόμενου άξονα» [8]. Νωρίτερα φέτος, ο διευθυντής έρευνας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, Hans Kundnani,, υποστήριξε στο Foreign Affairs, ότι το εμπορικό μερίδιο της Γερμανίας στην Ανατολή ήταν η απόδειξη μιας «μετα-Δυτικής» [9] εξωτερικής πολιτικής. Αμφότερα τα επιχειρήματα, ωστόσο, υπερεκτιμούν σημαντικά τον χαρακτήρα της σχέσης. Οι σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών και της Κίνας έχουν γίνει όλο και πιο περιεκτικές αλλά απέχουν πολύ από το να είναι εξαιρετικές ή ακόμα και πραγματικά στρατηγικές. Οι διαφορές μεταξύ των προτιμήσεων και των στόχων των δύο πλευρών έχουν γίνει μόνο πιο εμφανείς. Η έλλειψη ενότητας της Ευρώπης σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, καθώς και η προθυμία του Πεκίνου να εκμεταλλευτεί αυτές τις διαφορές, υπονοούν ότι αυτή η συνεργασία θα παραμείνει άνιση.

ΙΣΧΥΣ ΣΤΑ ΝΟΥΜΕΡΑ;