Τι πραγματικά συνέβη στην Ελλάδα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι πραγματικά συνέβη στην Ελλάδα

Και τι έρχεται μετά
Περίληψη: 

Ο πόνος θα είναι τεράστιος. Πριν έρθει ο Τσίπρας στην εξουσία, η Ελλάδα είχε μόλις αρχίσει να είναι σε θέση να αξιοποιεί τις διεθνείς αγορές ομολόγων και πάλι μετά από τέσσερα χρόνια, οι τράπεζες είχαν ρευστότητα , η ανεργία μειωνόταν και η χώρα αναπτυσσόταν ξανά. Τώρα η Ελλάδα είναι σε ύφεση, που αναμένεται να διαρκέσει για τουλάχιστον δύο ακόμη χρόνια και η απώλεια του ΑΕΠ φθάνει στο 4%. Η ανεργία είναι υψηλή και πάλι σημαντική.

Ο ΣΤΑΘΗΣ Ν. ΚΑΛΥΒΑΣ είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στην έδρα Arnold Wolfers και Διευθυντής στο Program on Order, Conflict, and Violence στο Πανεπιστήμιο Yale.

Όταν το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς ΣΥΡΙΖΑ νίκησε στις πρόωρες εκλογές στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2015, πολλοί παρατηρητές χαιρέτισαν την νίκη ως μια μεγάλη πρόκληση για την πολιτική της λιτότητας στην ευρωζώνη και την ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη.

Ας πάμε γρήγορα προς τα εμπρός μερικούς μήνες: Μια έντονη διαπραγμάτευση πέντε μηνών οδήγησε σε μια δραματική στιγμή, με τις ελληνικές τράπεζες να κλείνουν, με ένα δημοψήφισμα-έκπληξη στο οποίο μια μεγάλη πλειοψηφία απέρριψε την λιτότητα, και ένα Grexit φαινομενικά πιο κοντά από ποτέ. Και τότε, η κυβέρνηση στην Ελλάδα έκανε μια στροφή 180 μοιρών και αποδέχθηκε μια νέα συμφωνία διάσωσης, η οποία θα επεκτείνει την δημοσιονομική προσαρμογή και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ήταν μέρος των προηγούμενων συμφωνιών και προβλέπει εκτεταμένη εποπτεία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ (με την προσθήκη τώρα και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας). Επιπλέον, το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε το πακέτο με μια άνευ προηγουμένου συντριπτική πλειοψηφία. Η απόφαση ελήφθη με αισθητή την απουσία κοινωνικής αναταραχής.

Το τελευταίο επεισόδιο αυτού του έπους είναι μια ακόμη αιφνιδιαστική εκλογή, για τις 20 Σεπτεμβρίου, μετά την παραίτηση του Έλληνα πρωθυπουργού και ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα.

16092015-1.jpg

Ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας χαιρετά κατά την διάρκεια συνάντησης με μέλη του κόμματός του στην Αθήνα, στις 29 Αυγούστου, 2015. STOYAN NENOV / REUTERS
--------------------

Για να καταλάβουμε το γιατί και το πώς η κυβέρνηση αντέστρεψε την πορεία της και το τι θα συμβεί στην συνέχεια, αξίζει να επανεξετάσουμε τρεις κρίσιμες στιγμές: Όταν, τον Οκτώβριο του 2014 ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς απέτυχε να ανταποκριθεί στους όρους του δεύτερου πακέτου διάσωσης˙ όταν, τον Ιανουάριο του 2015, με αιφνιδιαστικές εκλογές προωθήθηκε στην εξουσία ο Τσίπρας, ένας νέος και αδοκίμαστος ριζοσπάστης αριστερός πολιτικός, ακολουθούμενος από μια μακρά διαπραγμάτευση ανάμεσα στην Ελλάδα και την ευρωζώνη˙ και όταν, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ένα δημοψήφισμα στην Ελλάδα απείλησε να ανατινάξει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αλλά αντ’ αυτού οδήγησε στην συνθηκολόγηση του Τσίπρα.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΔΟΚΙΜΗΣ

Την 24η Μαΐου του 2014, οι Έλληνες πήγαν στις κάλπες για να επιλέξουν τους εκπροσώπους τους στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Η ψηφοφορία θεωρήθηκε ως μια δοκιμασία για την κυβέρνηση συνασπισμού, αποτελούμενη από το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και το κεντροαριστερό κόμμα ΠΑΣΟΚ, που είχε κυβερνήσει την Ελλάδα από το καλοκαίρι του 2012. Η κυβέρνηση, υπό τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, απέτυχε. Ο συνασπισμός κέρδισε μόνο το 22,71% των ψήφων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, στις ευρωπαϊκές βουλευτικές εκλογές του 2009 είχε πάρει απλώς 4,16%, κέρδισε 26,58%. Το αποτέλεσμα σήμανε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν έτοιμος να έρθει στην εξουσία την επόμενη φορά που η Ελλάδα θα διεξήγαγε εθνικές εκλογές.

Η ήττα Σαμαρά αντανακλούσε την ευρέως διαδεδομένη δυσαρέσκεια όχι μόνο με την λιτότητα γενικά, αλλά και με έναν ευρέως μισητό φόρο ακίνητης περιουσίας, ειδικότερα. Το ποσοστό των ατόμων που έχουν δικό τους σπίτι στην Ελλάδα είναι υψηλότερο από ό, τι στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και έτσι ο έκτακτος φόρος περιουσίας που πρωτοεπιβλήθηκε το 2011 αλλά έκτοτε μονιμοποιήθηκε, προκάλεσε μια μαζική αποστασία από τον πυρήνα των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας. Ο Σαμαράς, ξαφνιασμένος από τις εκλογές, έκανε ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου του, αντικαθιστώντας διάφορους μεταρρυθμιστές υπουργούς του με πιο λαϊκιστές αλλά λιγότερο ικανούς. Η απόφαση αυτή θα γίνει μπούμερανγκ γι’ αυτόν˙ απέτυχε να κερδίσει την εύνοια του εκλογικού σώματος και προκάλεσε σημαντικό ερεθισμό σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, καθώς σηματοδότησε ένα πρόωρο τέλος στην μεταρρυθμιστική κίνηση της κυβέρνησης.

Ο πανικός του Σαμαρά ήταν άκαιρος και με έναν άλλο τρόπο. Παρά την έλλειψη δημοφιλίας των οικονομικών πολιτικών του, αυτές είχαν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς. Για πρώτη φορά από το 2009 η Ελλάδα αναπτυσσόταν και πάλι˙ είχε επίσης, ενάντια σε όλες τις προσδοκίες, αξιοποιήσει με επιτυχία τις χρηματοπιστωτικές αγορές, με την έκδοση των πρώτων ομολόγων της μετά το περίφημο κούρεμα που είχε επιβληθεί σε ιδιώτες επενδυτές το 2011. Ακόμα καλύτερα, η Ελλάδα είχε δημιουργήσει ένα μικρό δημοσιονομικό πλεόνασμα (με φορολογικά έσοδα που υπερέβαιναν τις δημόσιες δαπάνες, εξαιρουμένων των τόκων του χρέους).

Το κοινό, βέβαια, ήταν ευλόγως ακόμα ανήσυχο. Έτσι, ο Σαμαράς αποφάσισε να βάλει ένα δεύτερο στοίχημα για να ξεμπλέξει την Ελλάδα από τους αυστηρούς όρους της τρόικας των πιστωτών της (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ΔΝΤ) και αντι γι’ αυτούς να στηριχθεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές για την αναχρηματοδότηση του χρέους της χώρας. Αν μπορούσε να ισχυριστεί ότι ξεφορτώθηκε την τρόικα και την ενοχλητική συνεχή εποπτεία επί της ελληνικής οικονομίας, τότε θα μπορούσε να πάει πίσω στον λαό και να απαιτήσει μια νέα εντολή με εύλογες πιθανότητες επιτυχίας.