Πότε να γίνεται μια παρέμβαση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πότε να γίνεται μια παρέμβαση

Τι θα έκανε ο John Stuart Mill για την Συρία;
Περίληψη: 

Αν κάποιος όντως παρέμβει, θα πρέπει να οδηγεί σε μια αυτο-διατηρούμενη ειρήνη. Αυτό σημαίνει μια στρατηγική οικοδόμησης της ειρήνης που να περιλαμβάνει την δημιουργία ικανοτήτων για κυριαρχική διακυβέρνηση -αλλιώς, ο παρεμβαίνων θα είναι ηθικά υπεύθυνος για τον παρεπόμενο εμφύλιο πόλεμο, τον δεσποτισμό ή την αυτοκρατορία.

Ο MICHAEL W. DOYLE είναι καθηγητής πανεπιστημίου και διευθυντής του Global Policy Initiative στο Πανεπιστήμιο Columbia και πρώην επικεφαλής του United Nations Democracy Fund Advisory Board. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Question of Intervention: J.S. Mill and the Responsibility to Protect (Yale University Press, 2015).

Καθώς η Γαλλία εντείνει τις αεροπορικές επιθέσεις της εναντίον του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS) στην Συρία [1] μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι, το ζήτημα του πότε να παρέμβει κάποιος -δηλαδή, να παρεμβληθεί δια της βίας ανάμεσα σε μια άλλη κυβέρνηση και στα υποκείμενά της- είναι και πάλι ενδιαφέρον. Έχουμε ασχοληθεί με το θέμα αυτό και παλιότερα. Σκεφτείτε την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής [2] καθώς άρχισαν να εξοπλίζουν τους συμμάχους τους και να παρεμβαίνουν στην Συρία˙ ή την Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ στην Λιβύη το 2011 [3]˙ ή την αποτυχία μιας έγκαιρης και με επαρκή τρόπο παρέμβασης στην Ρουάντα το 1994 [4] ή στην Βοσνία πριν από το 1995 [5].

Αλλά το πού στέκεσαι σχετικά με την παρέμβαση [6] εξαρτάται εν μέρει από την προσέγγισή σου.

Αν πιστεύεις ότι υπάρχει μια ανθρωπιστική δέσμευση για την σωτηρία της ζωής των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, είσαι πιθανώς ένας παρεμβατιστής. Αν υποθέτεις ότι υπάρχει δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση και κυριαρχία, είναι πιθανό να είσαι ένας μη παρεμβατιστής. Και, αν θεωρείς την εθνική ασφάλεια ως μια ευθύνη που καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να εκχωρήσει πλήρως σε ένα διεθνή οργανισμό, θα θέλεις να παρεμβαίνεις όταν είναι απαραίτητο για την δική σου εθνική ασφάλεια, αλλά όχι αλλιώς.

Αλλά τι γίνεται αν νομίζεις ότι και οι τρεις αυτές προσεγγίσεις θα πρέπει να επηρεάσουν μιαν απόφαση για παρέμβαση; Τότε είσαι στην πολύ καλή παρέα του μεγάλου φιλόσοφου του 19ου αιώνα, Τζον Στιούαρτ Μιλ (John Stuart Mill) [7], ο οποίος έκανε μια προσπάθεια- ορόσημο να συμφιλιώσει αυτές τις αξίες με το δοκίμιό του το 1859, «A Few Words on Nonintervention» (Λίγα λόγια για την μη επέμβαση).

23112015-1.jpg

John Stuart Mill, 1872-1873.
-------------------------

Στο πρόσφατο βιβλίο μου, The Question of Intervention [8], αναλύω τα επιχειρήματα του Mill, υπερασπιζόμενος μερικά, απορρίπτοντας άλλα, και βελτιώνοντας λίγα. Ο κλασικός χειρισμός του για την μη παρέμβαση μας βοηθά να αρχίσουμε να διευκρινίζουμε δύο θεμελιώδεις γρίφους που προκύπτουν κατά τον προσδιορισμό του πότε να παρέμβει κάποιος και πότε όχι.

Ο ΓΡΙΦΟΣ ΤΗΣ ΜΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Ο πρώτος γρίφος συμφιλιώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την δημοκρατία με τη μη παρέμβαση, κάτι που ο Mill υποστηρίζει ότι θα πρέπει να είναι ο προεπιλεγμένος κανόνας. Γιατί να μην επιβάλλονται τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατική κυβέρνηση, και η ευεργετική διοίκηση στο εξωτερικό;

Η άποψη του Mill για την ανθρωπότητα βλέπει τους ανθρώπους ως συναισθανόμενα όντα που είναι ουσιαστικά παρόμοια, ικανά να βιώσουν ευχαρίστηση και πόνο, και να αναγνωρίζουν το καλό και το κακό. Η συμπόνια θα πρέπει, επομένως, να μας οδηγεί στην λήψη αποφάσεων που μεγιστοποιούν το μεγαλύτερο καλό για τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων.

Αυτή η φιλοσοφία οδηγεί, με τη σειρά της, σε δύο κατευθυντήριες αρχές, όταν πρόκειται για την διακυβέρνηση. Η πρώτη είναι να μεγιστοποιηθεί η ίση ελευθερία: Να επιτρέπεται σε όλα τα άτομα να ζουν χωρίς εξαναγκασμό και να αναπτύσσουν τις δυνατότητές τους ελεύθερα, εφ’ όσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τα δικαιώματα των άλλων. Δεύτερον, η υποστήριξη στην αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση: Οι συλλογικές αποφάσεις πρέπει να αντανακλούν έμμεσα την βούληση της πλειοψηφίας μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων.

Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι αυτές οι αρχές, όταν εφαρμόζονται σε ένα διεθνές πλαίσιο, θα μοιάζουν με μια καθολική έκδοση του «ρήτρας εγγυήσεως» (Guarantee Clause) του Συντάγματος των ΗΠΑ, η οποία υπόσχεται μια αντιπροσωπευτική, δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης σε όλες τις πολιτείες.

Αντ’ αυτού, ο Mill πιστεύει ότι η δια της βίας επιβολή μιας ελεύθερης δημοκρατικής κυβέρνησης σε μια άλλη χώρα παραβιάζει τις ίδιες τις αρχές της ελευθερίας και της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης. Αυθεντική ελευθερία σημαίνει ότι εμείς και οι γείτονές μας, επιλέγουμε τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται αυτή η ελευθερία. Για παράδειγμα, δείτε το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, δύο επισήμως φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η πρώτη έχει διατηρήσει την μοναρχία και αναγνωρίζει μια καθιερωμένη εκκλησία˙ η δεύτερη έχει έναν εκλεγμένο πρόεδρο και απαγορεύει την δημιουργία μιας κρατικής θρησκείας.

Επιπλέον, ο Mill απορρίπτει την ιδέα της παρέμβασης για να επιβληθεί η ελευθερία ή η δημοκρατία, γράφοντας ότι «το να πας σε πόλεμο για μια ιδέα, αν ο πόλεμος είναι επιθετικός, όχι αμυντικός, είναι τόσο εγκληματικό όσο το να πας σε πόλεμο για το έδαφος ή για έσοδα». Προχωρά για να πει ότι η παρέμβαση είναι αντιπαραγωγική για την προώθηση της ελευθερίας και της δημοκρατίας: Η παρέμβαση δεν θα κάνει κανένα πραγματικό καλό και ο πόλεμος που συνοδεύει την παρέμβαση κάνει πάντα κακό.

Είναι μόνο μέσα από αυτό που ο Mill αποκαλεί «arduous struggle», δηλαδή «δύσκολο αγώνα» (ή σε ακραίες περιπτώσεις, μια βίαιη επανάσταση), που ένας λαός φθάνει για να ορίσει την ελευθερία του, και κατά την διαδικασία, να αναπτύξει την ικανότητα να ασκεί αυτοδιοίκηση -να υπακούει στους νόμους, να πολεμά για την χώρα του και να πληρώνει φόρους.