Από τον Κάλβιν στο χαλιφάτο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Από τον Κάλβιν στο χαλιφάτο

Τι μας λένε οι θρησκευτικοί πόλεμοι της Ευρώπης για την σύγχρονη Μέση Ανατολή

«Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται», λέει η παροιμία, «αλλά κάνει ομοιοκαταληξία». Παρά το γεγονός ότι η άνοδος του Ισλαμισμού στην Μέση Ανατολή είναι ένα μοναδικό σύγχρονο φαινόμενο, το μονοπάτι που ακολούθησε και η κρίση που έχει κεντρίσει, αντηχούν κομμάτια του παρελθόντος της Δύσης. Αυτό που ξεκίνησε ως ένας απλός ανταγωνισμός μεταξύ του Ισλαμισμού και της εκκοσμίκευσης στον μουσουλμανικό κόσμο έχει εξελιχθεί σε έναν σύνθετο αγώνα, αλλά η ουσία του ζητήματος είναι το ποιος ή τι είναι κυρίαρχο στην κοινωνία, και η θρυαλλίδα είναι η πηγή και το περιεχόμενο του νόμου. Οι Ισλαμιστές επιμένουν ότι πρέπει να είναι η σαρία, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να προέρχεται από τα ιερά κείμενα του Ισλάμ: Οι άμεσες αποκαλύψεις από τον Αλλάχ στον προφήτη Μωάμεθ που συνθέτουν το Κοράνι, και οι ρήσεις του Προφήτη (ή χαντίθ). Οι κοσμικοί αντίθετα λένε ότι ο νόμος θα πρέπει να προέρχεται από την ανθρώπινη λογική και εμπειρία, όχι από το Ισλάμ -ή, για τους μετρίως κοσμικούς, όχι μόνο από το Ισλάμ.

Η εκκοσμίκευση ήρθε στην Μέση Ανατολή με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Πολλές μουσουλμανικές ελίτ την υιοθέτησαν μετά την ανεξαρτησία, ακριβώς επειδή τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη είχαν ξεπεράσει και ταπεινώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, γενικά θεωρούμενη ως χαλιφάτο ή κυρίαρχη ισλαμική πολιτεία. Αλλά η εκκοσμίκευση αντιμετώπισε αντίδραση: Τον Ισλαμισμό. Παρά το γεγονός ότι οι Ισλαμιστές παρουσιάζουν την ιδεολογία τους όχι ως «ισμό», αλλά ως απλά το Ισλάμ, την καθαρή θρησκεία του Προφήτη, το σύστημα των πεποιθήσεών τους έχει πιο σύγχρονη προέλευση. Κατά το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα, οι αρχικοί Ισλαμιστές πείθονταν όλο και περισσότερο ότι θα ήταν δύσκολο να ζήσουν ως ευσεβείς Μουσουλμάνοι κάτω από ένα κοσμικό καθεστώς και άρχισαν να οργανώνουν κινήματα αντίστασης. Στην δεκαετία του 1950, οι Ισλαμιστές έγιναν πιο ριζοσπαστικοί και άρχισαν να συνηγορούν υπέρ μιας επιστροφής στην επιβληθείσα από το κράτος σαρία. Η εκκοσμίκευση είχε το πάνω χέρι μέχρι το 1960, αλλά κάποιες στιγμές-κλειδιά στις επόμενες δεκαετίες -η ήττα της κοσμικής Αιγύπτου από το Ισραήλ το 1967, η Ισλαμική Επανάσταση το 1979 στο Ιράν, και ο πόλεμος του Κόλπου το 1990-1991- γύρισαν την δυναμική υπέρ του Ισλαμισμού.

Κατά μια έννοια, λοιπόν, το πολιτικό Ισλάμ έχει ήδη θριαμβεύσει. Παρ’όλο που οι σύγχρονοι Μουσουλμάνοι δεν είναι ούτε καθαρά κοσμικοί ούτε καθαρά Ισλαμιστές, ο μέσος Μουσουλμάνος στην Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική κλίνει προς τους Ισλαμιστές. Μια δημοσκόπηση από το Pew Research Center το 2013 έδειξε ότι μεγάλες πλειοψηφίες στην Αίγυπτο, το Ιράκ, την Ιορδανία, το Μαρόκο, και τα παλαιστινιακά εδάφη επιθυμούσαν να δουν την σαρία ως την επικρατούσα νομοθεσία. Μια δημοσκόπηση από την Gallup το 2012 έδειξε ότι σε πέντε χώρες της περιοχής -την Αίγυπτο, την Λιβύη, την Συρία, την Τυνησία και την Υεμένη- οι γυναίκες είχαν τις ίδιες πιθανότητες με τους άνδρες να ευνοήσουν την σαρία. Και παρότι βαθιές εσωτερικές διαιρέσεις παραμένουν στο εσωτερικό του ισλαμικού στρατοπέδου - για παράδειγμα, για τον ρόλο της θρησκείας στην δημόσια ζωή και τον ρόλο του κλήρου στην κυβέρνηση- ακόμη και κοσμικοί άρχοντες τώρα αγκαλιάζουν στοιχεία του Ισλαμισμού.

Παρά τις επιτυχίες αυτές, όμως, το πολιτικό Ισλάμ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σκεπτικισμό σχετικά με την ικανότητά του να επιβιώσει. Τα πρώτα χρόνια, εξωτερικοί παρατηρητές το απέρριψαν ως μια ιδέα που ήταν σε αναντιστοιχία με τον νεωτερισμό. Πιο πρόσφατα, ειδικοί έχουν διαβεβαιώσει ο ένας τον άλλο ότι η αύξηση της βίας στην Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκτονικής τρομοκρατίας και των αποκεφαλισμών από ομάδες τζιχαντιστών όπως το ISIS, αποτελεί σημάδι ενός απελπισμένου κινήματος που πνέει τα λοίσθια.

Ωστόσο, εάν η ιστορία της ιδεολογικής διαμάχης της ίδιας της Ευρώπης παρέχει ένα βασικό μάθημα για την Μέση Ανατολή, αυτό είναι το εξής: Μην υποτιμάτε τον Ισλαμισμό. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι της Ευρώπης καταδεικνύουν γιατί το να υποτιμάται μια φαινομενικά ξεπερασμένη ιδεολογία είναι τόσο επικίνδυνο. Σε πολλά σημεία κατά την διάρκεια αυτών των πολέμων, η λογική και η πρόοδος φαίνεται να υπαγορεύουν έναν τερματισμό των εχθροπραξιών, καθώς η αντιπαλότητα Καθολικών-Προτεσταντών έπληττε τους τοπικούς πληθυσμούς και τις οικονομίες. Σε πολλές και διάφορες συγκυρίες (συμπεριλαμβανομένης εκείνης το 1555, όταν κορυφαία πριγκιπάτα της Γερμανίας συμφώνησαν με την θρησκευτική αυτοδιάθεση, και την δεκαετία του 1590, όταν ο Γαλλικός Θρησκευτικός Πόλεμος έληξε και η προτεσταντική Ολλανδική Δημοκρατία εξασφάλισε την ανεξαρτησία της από την καθολική Ισπανία) φάνηκε ότι η κρίση είχε περάσει. Πρίγκιπες, ευγενείς, δημοτικά συμβούλια, και τα υποκείμενά τους φάνηκε να έχουν διευθετηθεί σε μια πρακτική ειρήνη. Ο ρεαλιστικός πολιτικός ορθολογισμός φάνηκε να βασιλεύει, αυξάνοντας τις ελπίδες για μια νέα Ευρώπη στην οποία τα κράτη θα φρόντιζαν τα υλικά συμφέροντά τους και όχι τα ιδεολογικά.

Αλλά η Ευρώπη δεν είχε τελειώσει με την ιδεολογική βία, επειδή η κρίση νομιμοποίησης που είχε τροφοδοτήσει παρέμεινε άλυτη. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι συνέχισαν να πιστεύουν ότι η μόνιμη πολιτική σταθερότητα απαιτούσε θρησκευτική ομοιομορφία. Εφ’ όσον νόμιζαν έτσι, η παραμικρή σπίθα θα μπορούσε να τους ξαναπολώσει σε ριζικά αντίθετες ομάδες –κάτι που είναι ακριβώς αυτό που συνέβη όταν μια προτεσταντική εξέγερση στην Βοημία έριξε την Ευρώπη στον Τριακονταετή Πόλεμο το 1618. Ήταν όταν οι Ευρωπαίοι ξεχώρισαν τις ερωτήσεις περί πίστης από εκείνες περί πολιτικής, προς το τέλος του αιώνα, που τα θρησκευτικά δόγματα έχασαν την εμπρηστική δύναμή τους.