Η γεωπολιτική υπεραξία της Κύπρου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η γεωπολιτική υπεραξία της Κύπρου

Η σημερινή συγκυρία και οι προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού

Ο τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, λόρδος Ντισραέλι, αναφώνησε ευτυχής με την ανάληψη του διοικητικού ελέγχου της Κύπρου πως «επιτέλους βρήκαμε τον κρίκο που έλειπε στην αλυσίδα που συνδέει την Μεσόγειο με το Γιβραλτάρ και τις Ινδίες». Ήταν οι δρόμοι του εμπορίου, που αποτελούσαν την δικαιολογητική βάση και το στρατηγικό περιεχόμενο της ύπαρξης της αυτοκρατορίας. Αυτό το γεγονός διατήρησε την εποπτεία και, από το 1925, την απόλυτη κυριαρχία του βρετανικού ιμπέριουμ επί της νήσου Κύπρου μέχρι και την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960.

Η Κύπρος έχασε ίσως μια ευκαιρία να ικανοποιήσει το ιστορικό της έλλειμμα και να ενωθεί με την Ελλάδα το 1912, όπως και το 1915, όταν με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Βρετανοί πρότειναν στην Ελλάδα να ενταχθεί στην συμμαχία εναντίον των Γερμανών, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της νήσου Κύπρου στην Ελλάδα, πράγμα που δεν έτυχε απαντήσεως, διότι η στιγμή της πρότασης βρήκε την Ελλάδα σε συνθήκες διαίρεσης και σύγκρουσης μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και Βασιλέως Κωνσταντίνου. Αυτή ίσως να ήταν και η μοναδική πραγματική ευκαιρία που είχε η Κύπρος να εκπληρώσει ένα ιστορικά διακηρυγμένο και δοκιμασμένο αίτημα του λαού της για ενσωμάτωση με την Ελλάδα, πράγμα που ήταν επίσης και από πλευράς ελλαδικού κράτους, ενταγμένο στην προσπάθεια των Αθηνών για εθνική ολοκλήρωση και εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, που ήταν η ένταξη όλων των πληθυσμών και περιοχών που ιστορικά και πληθυσμιακά ανήκαν στο ελληνικό έθνος σε μια ενιαία εθνική – κρατική στέγη.

Γρήγορα, όμως, αυτή η ιδέα ξεπεράστηκε από τις εξελίξεις και οι Βρετανοί για λόγους ακριβώς μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας που απέδιδαν στην Κύπρο σε σχέση με τα ευρύτερα βρετανικά συμφέροντα, δεν διανοούντο πλέον, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ενεργειακή ανάδειξη της Μέσης Ανατολής, την στρατηγική υπεραξία του Σουέζ, την επανάσταση του Νάσσερ στην Αίγυπτο και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, επ’ ουδενί να εγκαταλείψουν την Κύπρο και εν προκειμένω να την αφήσουν να αναδειχθεί σε ένα πλήρως ανεξάρτητο κράτος ή πολύ περισσότερο να ενωθεί με την Ελλάδα.

Αυτό δε παρά το γεγονός πως προηγήθηκαν της δεκαετίας του 1950 τα Δωδεκάνησα με την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική επικράτεια στην Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947 και παρά τις ελληνικές παραστάσεις προς την Βρετανία, σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως ορισμένοι Βρετανοί πολιτικοί και εμπειρογνώμονες συνιστούσαν περί τα τέλη της δεκαετίας του 1940 να αποδοθεί η Κύπρος στην Ελλάδα για να βοηθηθεί η νέα κυβέρνηση που ανεδείχθη με τον εμφύλιο και να ενισχυθούν οι δεσμοί της με τη Βρετανία. Οι Βρετανοί το τόνισαν και επίσημα και δημόσια μέσω του Υπουργού Αποικιών, Henry Hopkinson το 1954, θεωρώντας, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κύπρο ως μια αποικία, της οποίας η γεωπολιτική υπεραξία, δηλαδή η σημασία για τα ζωτικά τους στρατηγικά συμφέροντα, δεν επέτρεπε στο νησί να γίνει ανεξάρτητο ή να αποσπασθεί από την Αυτοκρατορία και να ενσωματωθεί σε άλλη χώρα. Επομένως, ούτε η πλήρης ανεξαρτησία, που σημαίνει άσκηση δικαιώματος αυτοδιάθεσης και ανεξαρτητοποίησης από την βρετανική κυριαρχία, ούτε και η Ένωση με την Ελλάδα, που ετίθετο ως άμεση συνέπεια της άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, ήταν ένα θέμα ως προς το οποίο η βρετανική κυβέρνηση επέτρεπε οποιαδήποτε συζήτηση διαπραγμάτευσης για παραχωρήσεις ή εκχώρηση εξουσιών και κυριαρχίας επί της νήσου.

Για αυτό και όλα τα σχέδια που πρότειναν οι Βρετανοί για την επίλυση του Κυπριακού στην διάρκεια της δεκαετίας του 1950, όπως ήταν οι προτάσεις του Βρετανού συνταγματολόγου Ράντκλιφ (1956) ή το σχέδιο του στρατάρχη και κυβερνήτη της Κύπρου Χάρτινγκ (1955), περιοριζόντουσαν στο δικαίωμα της Κύπρου για αυτοδιοίκηση και εσωτερική αυτοκυβέρνηση στην καλύτερη περίπτωση, υπό την υψηλή εποπτεία της βρετανικής διοίκησης και του κυβερνήτη σε όλες τις περιπτώσεις. Συνεπώς, οι διαπραγματεύσεις που γινόντουσαν για την επίλυση του Κυπριακού στην διάρκεια του δευτέρου ημίσεως της δεκαετίας του 1950, δεν άπτοντο του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, ούτε της πλήρους ανεξαρτησίας της Κύπρου, αλλά μιας περιορισμένης και ελεγχόμενης ανεξαρτησίας, διά της οποίας θα διατηρούνταν τα βρετανικά συμφέροντα και θα συνέχιζε η βρετανική παρουσία στην Κύπρο, ενώ στο κράτος θα ασκείτο ένα είδος συγκυριαρχίας με την συμμετοχή και της Τουρκίας, η οποία δολίως ενεπλάκη από τον βρετανικό παράγοντα στην επίλυση του Κυπριακού, ώστε η Τουρκία να καταστεί εταίρος της λύσης και συνεταίρος στο υπό σύσταση κράτος.

Στο ίδιο πλαίσιο ενεπλάκη η Τουρκία, δηλαδή αυτό της περιορισμένης και ελεγχόμενης ανεξαρτησίας της Κύπρου. Η Τουρκία μέχρι το 1954 δεν εκδήλωσε επίσημη διάθεση εμπλοκής στο Κυπριακό Πρόβλημα και σε κάθε περίπτωση είχε ούτως ή άλλως απεμπλακεί από την Κύπρο και τα δικαιώματα που είχε ως κατέχουσα δύναμη μέχρι το 1878 με την Συνθήκη του Βερολίνου. Στην συνέχεια δε, αποκόπηκε από την κυριαρχία που τύποις ασκούσε μέχρι το 1923, όπου διά της Συνθήκης της Λωζάνης απώλεσε κάθε δικαίωμα μελλοντικής διεκδίκησης επί της νήσου Κύπρου και παρεχωρήθη πλήρως η Κύπρος στην Βρετανία, ανακηρυχθείσα αποικία του στέμματος. Τον Αύγουστο του 1955 η Τουρκία ενεργοποιήθηκε από την Βρετανία, δηλαδή μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων για Ένωση, έτσι ώστε να μπορέσει να ελέγξει και να περιορίσει την ελληνική διεκδίκηση. Με αυτό τον τρόπο η Βρετανία επεχείρησε να καταστήσει την Τουρκία επίσημο εταίρο στην διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, να εξισώσει την ελληνική διεκδίκηση με την τουρκική και να μετατρέψει τον εαυτό της σε επιδιαιτητή της κυπρο-βρετανικής σύγκρουσης.