Ο μύθος του Ισλαμικού Κράτους | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο μύθος του Ισλαμικού Κράτους

Η ιστορία μιας πολιτικής ιδέας
Περίληψη: 

Αυτό που δείχνουν τα ιστορικά και σύγχρονα παραδείγματα είναι ότι δεν υπάρχει συναίνεση για το πώς θα έπρεπε να μοιάζει ένα ιδανικό ισλαμικό κράτος, ούτε υπάρχει κάποια πειστική απόδειξη ότι οι «δίκαιοι πρόγονοι» διατύπωσαν ποτέ ένα τέτοιο όραμα. Αντί γι’ αυτό, το Ισλάμ χρησιμοποιείτο και χρησιμοποιείται και κακοποιείται από τους κυβερνήτες, προκειμένου να αυξήσουν την νομιμοποίησή τους.

Ο MOHAMMED AYOOB είναι ομότιμος διακεκριμένος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και ιδρυτικός διευθυντής (2006–2012) του Προγράμματος Μουσουλμανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Πολιτείας Μίσιγκαν (Michigan State University) και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Many Faces of Political Islam.

Η ανακήρυξη του ISIS περί ενός ισλαμικού κράτους [1] θέτει ένα θεμελιώδες ερώτημα: Πότε και πώς αυτή η ιδέα έγινε μέρος του πολιτικού λεξιλογίου [2] των μουσουλμανικών κοινωνιών; Στο κάτω-κάτω, η ιδέα δεν ήταν πάντα τριγύρω, και η δημοτικότητά της αυξο-μειωνόταν με την πάροδο του χρόνου. Στην πραγματικότητα, η ανάδειξη και η δημοτικότητά της είναι συνδεδεμένη με τις ειδικές συνθήκες στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι μουσουλμανικές κοινωνίες αντέδρασαν στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία.

Όσο οι Μουσουλμάνοι ηγεμόνες κυβερνούσαν επί μουσουλμανικών εδαφών, ανεξάρτητα του πόσο αυθαίρετα, η έννοια ενός ισλαμικού κράτους ήταν αδρανής, αν όχι ανύπαρκτη. Αν και η έννοια της σαρία υπήρχε στο μουσουλμανικό πολιτικό λεξιλόγιο, ο νόμος της σαρία συνήθως περιοριζόταν σε προσωπικά θέματα όπως ο γάμος, το διαζύγιο και η κληρονομιά. Το σώμα του ποινικού και αστικού δικαίου θεωρήθηκε ότι ορθώς δημιουργήθηκε και έτυχε διαχείρισης από τα κράτη. Σε έναν από τους μεγαλύτερους Οθωμανούς Σουλτάνους, τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, μέχρι που δόθηκε ο τίτλος Qanuni (νομοθέτης) ως απόδειξη του γεγονότος ότι μεγάλο μέρος της νομικής σφαίρας φυσικά εξέφευγε από το πεδίο εφαρμογής της σαρία.

Η κανονική τάξη των πραγμάτων χάλασε μόλις οι μη μουσουλμανικές δυνάμεις ήρθαν να κυβερνήσουν επί των περισσότερων μουσουλμανικών κοινωνιών στην εποχή της αποικιοκρατίας. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έθεσαν ως στόχο να καθορίσουν αυστηρά αποικιακά σύνορα, εκεί όπου τα σύνορα ήταν προηγουμένως ρευστά, και έθεσαν νομική ιερότητα στις γραμμές που χάραξαν στους χάρτες. Στα προ-σύγχρονα κράτη, η νομιμότητα είχε βασιστεί στην κατάκτηση και την ικανότητα υπεράσπισης των εδαφών. Τα κράτη ήταν επίσης μινιμαλιστικά από την άποψη της εισβολής τους στην ζωή των υπηκόων τους. Αντιθέτως, η νομιμότητα του αποικιακού κράτους στηριζόταν όχι μόνο στην κατάκτηση και την κατοχή του εδάφους, αλλά και στην ικανότητά του, σύμφωνα με το πρότυπο των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών, να συνδέει διαφορετικά θέματα σε μια ομοιογενή μάζα μέσω μιας κοινής γλώσσας, ενός κοινού νομικού συστήματος, και της παροχής βασικών υπηρεσιών, ως αντάλλαγμα για φόρους και άλλους πόρους.

06042016-1.jpg

Ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας συλλαμβάνουν ύποπτο ως μαχητή του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) κατά την διάρκεια μιας επιδρομής και αναζήτησης όπλων στην Hawija, στις 24 Απριλίου 2014. YAHYA AHMAD / REUTERS
----------------------------------------------

Η άφιξη της αποικιοκρατίας ξεκίνησε την αναζήτηση της απάντησης στο τι πήγε στραβά στα μουσουλμανικά εδάφη, δηλαδή, το πώς η φυσική τάξη των πραγμάτων -δηλαδή, η μουσουλμανική εξουσία πάνω σε μουσουλμανικά εδάφη- ανατράπηκε. Μια από τις πιο δημοφιλείς απαντήσεις, αλλά και η πιο απλοϊκή, ήταν ότι η φυσική τάξη κατέρρευσε γιατί οι Μουσουλμάνοι δεν ήταν πλέον πιστοί στις βασικές αρχές του Ισλάμ. Ο μόνος τρόπος για να διορθωθεί αυτή η κατάσταση, έλεγε το σκεπτικό, ήταν να επιστρέψουν στην αγνή εποχή του Ισλάμ, την περίοδο των Σαλαφ-αλ-Σαλίχ (δίκαιων προγόνων), που καλύπτουν τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες από την ίδρυση της μουσουλμανικής πολιτείας το 622 , όταν ο προφήτης Μωάμεθ και οι άμεσοι διάδοχοί του άσκησαν την εξουσία. Αυτή η λαχτάρα για επιστροφή στο αγνό Ισλάμ περιλαμβάνει την επαναδημιουργία του εν λόγω πολιτικού συστήματος της ονειρικής χρυσής εποχής. Αυτές οι ιδέες μπολιάστηκαν στο (όλο και πιο κυρίαρχου ευρωπαϊκού στυλ) έθνος-κράτος, δημιουργώντας την υβριδική έννοια του ισλαμικού κράτους, ή μάλλον του ισλαμικού έθνους-κράτους.

Η παρόρμηση να δημιουργηθεί ένα ισλαμικό κράτος ενισχύθηκε περαιτέρω κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, καθώς κοσμικά, μετά την ανεξαρτησία καθεστώτα στον μουσουλμανικό κόσμο -πολιτικά αυταρχικά, οικονομικά αναποτελεσματικά και ηθικά πτωχευμένα- απέτυχαν να προσφέρουν ισχύ, πλούτο ή αξιοπρέπεια στους λαούς τους. Το σύνθημα «Το Ισλάμ είναι η λύση» κέρδισε αξία ακριβώς επειδή κάθε άλλο μοντέλο διακυβέρνησης φάνηκε να έχει αποτύχει. Και έτσι η «χρυσή εποχή» και το «χαλιφάτο» παρεισέφρησαν στον πολιτικό λόγο του μουσουλμανικού κόσμου.

ΚΡΑΤΟΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΝ

Κατά την διαδικασία της κατασκευής σύγχρονων ισλαμικών κρατών, όμως, οι υποστηρικτές των ιδεών αυτών έτειναν να αποσιωπούν τα εγγενή προβλήματα και τις εσωτερικές αντιφάσεις του σχεδίου. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν, φυσικά, το γεγονός ότι το ισλαμικό κράτος είναι μια ιδέα δανεισμένη από τις εμπειρίες της Δύσης και, ως εκ τούτου, δεν είχε καμία βάση στις ιστορικές εμπειρίες του μουσουλμανικού κόσμου. Περαιτέρω, αγνόησαν το πρόβλημα ότι η φαντασιακή χρυσή εποχή ήταν ουσιαστικά μη-αναπαραγόμενη επειδή όλες οι [θεϊκές] αποκαλύψεις έληξαν με τον θάνατο του προφήτη και έτσι η θεία καθοδήγηση στις πολιτικές και κοινωνικές υποθέσεις δεν ήταν πλέον δυνατή.

Ίσως ακόμα πιο ανησυχητικά, η χρυσή εποχή δεν ήταν καν ιδιαίτερα χρυσή. Τρεις από τους τέσσερις πρώτους χαλίφηδες (τους Rashidun, ή «ορθώς καθοδηγούμενους») δολοφονήθηκαν, κάτι που είναι από μόνο του ένας δείκτης υψηλής πολιτικής αστάθειας. Πολιτικές και κοινωνικές ρωγμές μεταξύ των ιθαγενών της Μεδίνα και των μεταναστών από την Μέκκα, και, πιο σημαντικό, οι διαφορές μεταξύ των ελίτ της Μέκκας -ειδικά μεταξύ των Banu Umayya και των Banu Hashim, των δύο ισχυρών οικογενειών της Qureish, της φυλής του προφήτη- μαστίζουν την περίοδο, και οι εμφύλιοι πόλεμοι σύντομα έγιναν καθημερινή συνήθεια. Τελικά, οι συγκρούσεις αυτές κατέληξαν στην δημιουργία του θεολογικού χάσματος μεταξύ σουνιτών και σιιτών [3].