Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον

Η αδυναμία της Ευρώπης και ο Αμερικανός σύμμαχος

Όμως, η συνεχιζόμενη αστάθεια στην πρώην Γιουγκοσλαβία οδήγησε σε μια ακόμη παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, αυτή την φορά στο Κόσοβο. Το Κόσοβο αποτελούσε αυτόνομη επαρχία της Σερβίας με κυρίως αλβανικό πληθυσμό (90%). Το 1989 οι Σέρβοι επέβαλαν δραστικές αλλαγές στο καθεστώς αυτονομίας της περιοχής, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις στον αλβανικό πληθυσμό. Τα Χριστούγεννα του 1992 η κυβέρνηση Μπους προειδοποίησε τον Μιλόσεβιτς ότι «σε περίπτωση σύγκρουσης στο Κόσοβο που θα προκληθεί από σερβικές ενέργειες, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι έτοιμες να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική ισχύ εναντίον των Σέρβων στο Κόσοβο και στην ίδια την Σερβία» [3]. Η ειρηνική αντίσταση των Κοσοβάρων στην άρνηση των Σέρβων να αποδεχθούν την εθνική τους αυτοδιάθεση, τερματίστηκε το 1996 με την δημιουργία του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου (KLA). Οι συγκρούσεις και οι βιαιοπραγίες με ένοχες και τις δύο πλευρές εξαπλώθηκαν σε όλο το Κόσοβο. Κατά την διάρκεια του 1998 1500 αλβανοί έχασαν τη ζωή τους και 400.000 εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους. Τον Ιούνιο του 1998 ο Trent Lott, επικεφαλής της πλειοψηφίας στην Γερουσία, ζήτησε από τον Clinton να κάνει «κάτι γρήγορα, πιο δραστικό απ’ ότι έχουμε κάνει ως τώρα» για την προστασία του αλβανικού πληθυσμού.

Οι ανησυχίες των Δυτικών συμμάχων για την επιδεινούμενη ανθρωπιστική κρίση και την πιθανή εξάπλωση της σύρραξης – θεωρούνταν απαράδεκτο στο κατώφλι του 21ου αιώνα η Ευρώπη να δοκιμάζεται από μια κρίση που έφερνε στο νου φρικαλεότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – οδήγησαν σε κοινή δράση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Στις 30 Ιανουαρίου 1999 η Συμμαχία διακήρυξε πως ήταν διατεθειμένη να διεξαγάγει αεροπορικές επιδρομές κατά Σερβικών στόχων αν δεν βρίσκονταν μια πολιτική λύση [4]. Τον επόμενο μήνα στο Rambouillet, κοντά στο Παρίσι, η Ομάδα Επαφής που είχε διαπραγματευτεί την ειρήνη στη Βοσνία, με την προσθήκη της Ιταλίας, πρότεινε στον Μιλόσεβιτς την αυτονομία του Κοσόβου ως τμήμα της Γιουγκοσλαβίας, υπό ΝΑΤΟική διοίκηση και με την παρουσία ΝΑΤΟικής ειρηνευτικής δύναμης 30.000 ανδρών. Ο Μιλόσεβιτς απέρριψε την πρόταση –που εν πάση περιπτώσει περιόριζε σημαντικά την εθνική ανεξαρτησία της χώρας του– υπολογίζοντας στην υποστήριξη των Ρώσων, που επίσης αρνήθηκαν να υπογράψουν. Οι Αλβανοί Κοσοβάροι την αποδέχθηκαν.

Στις 24 Μαρτίου, ο Clinton ανακοίνωσε την έναρξη αεροπορικών βομβαρδισμών στη Σερβία, δεσμευόμενος όμως ότι δεν επρόκειτο να χρησιμοποιήσει χερσαίες δυνάμεις. Η Συμμαχία δεν επιδίωξε την έγκριση της επιχείρησης από τον ΟΗΕ, γιατί ήταν βέβαιο πως θα αντιμετώπιζε το βέτο της Ρωσίας και της Κίνας στο Συμβούλιο Ασφαλείας [5]. Οι βομβαρδισμοί επιδείνωσαν την κατάσταση. Μόνο τον Απρίλιο η επιχείρηση εθνοκάθαρσης των Σέρβων εξανάγκασε 800.000 Κοσοβάρους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Εν τω μεταξύ οι βομβαρδισμοί παρατείνονταν, χωρίς να φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Λάθη στην επιλογή των στόχων, όπως ο βομβαρδισμός Κοσοβάρων προσφύγων, Σέρβων αμάχων αλλά και της κινεζικής πρεσβείας στο Βελιγράδι επιβάρυναν την κατάσταση και δημιούργησαν προβλήματα στις ηγεσίες των χωρών του ΝΑΤΟ. Προβλήματα επίσης παρουσιάστηκαν και στην διεξαγωγή της επιχείρησης. Η ανάγκη επιχειρησιακής συναίνεσης όλων των κρατών-μελών δυσκόλεψε την επιλογή των κατάλληλων στόχων αλλά και τη χρήση του στρατιωτικού δυναμικού. Παρά την δυσαρέσκεια που αυτό προκάλεσε στην αμερικανική στρατιωτική ηγεσία, η ενότητα της Συμμαχίας διατηρήθηκε και η επιχείρηση συνεχίσθηκε.

Η έλλειψη αποτελέσματος οδήγησε ήδη από τον Απρίλιο σε συζητήσεις για χερσαία στρατιωτική επέμβαση. Κύριος υπέρμαχος της ιδέας ήταν ο Βρετανός πρωθυπουργός Tony Blair. Τον ενθουσιασμό του δεν συμμερίζονταν ο πρόεδρος Clinton, που δεν ήθελε να ταυτιστεί με τις διακηρύξεις του Blair για ένα νέο δόγμα διεθνούς τάξης με παρεμβάσεις για την προάσπιση των Δυτικών ανθρωπιστικών ιδεωδών, αλλά και φοβόταν μια αδιέξοδη, με αναπόφευκτες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, εμπλοκή αμερικανικών δυνάμεων. Οι πολιτικές συγκυρίες στο εσωτερικό και το εξωτερικό επίσης φαινόταν δυσοίωνες. Στις 28 Απριλίου με απόφασή της η Βουλή των Αντιπροσώπων απαίτησε από τον Πρόεδρο την πρότερη έγκρισή της για την αποστολή χερσαίων δυνάμεων. Μεγάλες επίσης αντιδράσεις φαίνονταν πιθανές στις χώρες του ΝΑΤΟ. Ειδικά στην Γερμανία όπου η συμμετοχή στις χερσαίες επιχειρήσεις μπορούσε να «ρίξει» την κυβέρνηση και στην Ελλάδα όπου η αντίθεση στους βομβαρδισμούς έφτανε στο 96% του πληθυσμού.

Η λύση επιτεύχθηκε με την εξασφάλιση της διπλωματικής υποστήριξης των Ρώσων που στέρησε από τον Μιλόσεβιτς τον σημαντικότερο σύμμαχό του. Παράλληλα, στην δημόσια συζήτηση κέρδιζε έδαφος η άποψη για χερσαία παρέμβαση, ενώ μέχρι το τέλος Μαΐου σημαντικές ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί γύρω από το Κόσοβο (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν βέβαιο πως θα παρέμβουν). Στις 3 Ιουνίου ο Μιλόσεβιτς αποδέχτηκε ένα νέο σχέδιο ειρήνευσης που προέβλεπε αποχώρηση όλων των Σερβικών Δυνάμεων από το Κόσοβο. Την διοίκηση της περιοχής θα αναλάμβανε ο ΟΗΕ με την βοήθεια ειρηνευτικής δύναμης 48.000 ανδρών που θα συνεισέφερε το ΝΑΤΟ. Τυπικά το Κόσοβο θα παρέμενε τμήμα της Γιουγκοσλαβίας.

Η κρίση στο Κόσοβο απέδειξε και πάλι την ανάγκη συνέχισης του αμερικανικού ηγετικού ρόλου στην Ευρώπη. Παρά την επιθυμία Γάλλων, Βρετανών και Γερμανών να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, η συμμετοχή τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν αναπόφευκτα περιορισμένη γιατί στερούνταν τα κατάλληλα μέσα, την δυνατότητα (για παράδειγμα βομβαρδισμών ακριβείας, αντίστοιχη εκείνης των Αμερικανών) που ήταν απαραίτητη για την συγκεκριμένη επιχείρηση [6]. Ιδιαίτερη επίσης βαρύτητα είχε ο διπλωματικός ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών. Φαινόταν ότι προβλήματα ασφάλειας ακόμη και στον ευρωπαϊκό χώρο δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν χωρίς την ανάληψη πρωτοβουλίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΝΑΤΟ