Μετά το ιταλικό δημοψήφισμα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μετά το ιταλικό δημοψήφισμα

Τι θα επακολουθήσει
Περίληψη: 

Το τέλος αυτής της έντονης εκστρατείας για το δημοψήφισμα στην Ιταλία, απέχει πολύ από το να είναι και το τέλος της πολιτικής αναταραχής της χώρας. Ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, το τέλος της αρχής. Ο Renzi κατέστησε σαφές ότι αναγνώρισε την ήττα του. Εκείνοι που εκστράτευσαν εναντίον των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, υποστήριξε, πρέπει τώρα να αποδεχθούν τις υποχρεώσεις της νίκης τους.

Ο ERIK JONES είναι διευθυντής Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins και ανώτερος ερευνητικός συνεργάτης στο Nuffield College στην Οξφόρδη. Είναι ο συν-συγγραφέας του The Oxford Handbook of Italian Politics (Oxford University Press, 2015).

Μερικές φορές οι δημοσκοπήσεις έχουν δίκιο. Στην Ιταλία, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν πριν από το δημοψήφισμα της Κυριακής έδειξαν μια διευρυνόμενη αντίθεση στο προτεινόμενο πακέτο συνταγματικών μεταρρυθμίσεων του πρωθυπουργού Matteo Renzi [1]. Αν και υπήρχαν φήμες ότι η απόσταση μίκραινε τις τελευταίες δύο εβδομάδες, όταν δεν μπορούσαν να δημοσιεύονται δημοσκοπήσεις νομίμως, η κυβέρνηση τελικά έχασε με μεγάλη διαφορά [2]. Μόλις κάτω από το 60% του ιταλικού εκλογικού σώματος ψήφισε ενάντια στο πακέτο του Renzi, ενώ μόλις πάνω από το 40% το υποστήριξε (η προσέλευση ήταν στο ιστορικά υψηλό 65,5%). Ο Renzi, μιλώντας λίγο μετά τα μεσάνυχτα, τα ξημερώματα της Δευτέρας [3] αναγνώρισε την ήττα. Ευχαρίστησε την χώρα για την συμμετοχή της στην συζήτηση και για το υψηλό επίπεδο συμμετοχής. Κατέστησε επίσης σαφές ότι θα υποβάλει την παραίτησή του.

Ωστόσο, ενώ η παραίτηση Renzi θα προσελκύσει τα πρωτοσέλιδα, δεν είναι καθόλου το τέλος της ιστορίας. Η Ιταλία χρειάζεται τώρα μια νέα κυβέρνηση και πιθανώς κάποια εκλογική μεταρρύθμιση, αλλά υπάρχουν και κάποια πιο πιεστικά και πολύπλοκα ζητήματα. Τώρα που το δημοψήφισμα έχει αποτύχει, η επόμενη ιταλική κυβέρνηση -η οποία θα πρέπει να προσελκύσει υποστήριξη από το Δημοκρατικό Κόμμα του Renzi για να κυβερνήσει- θα πρέπει να αντιμετωπίσει πέντε προκλήσεις, κυρίως: Μια επιδείνωση στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους, ένα ασταθές τραπεζικό σύστημα, μπερδεμένα δημόσια οικονομικά, τη μετανάστευση και την απογοήτευση της νεολαίας της χώρας.

ΕΝΑ ΚΟΥΒΑΡΙ

Η πιο πιεστική αιτία ανησυχίας είναι το δημόσιο χρέος της Ιταλίας [4]. Κατά την διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα, κυρίως μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου, η πολιτική αβεβαιότητα συνέβαλε στην διεύρυνση του spread [5] μεταξύ των αποδόσεων των μακροπρόθεσμων ιταλικών και γερμανικών ομολόγων, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι επενδυτές έβλεπαν τα ιταλικά ομόλογα ως ένα όλο και πιο επικίνδυνο στοίχημα. Αλλά οι αποδόσεις έχουν επίσης ανοδική τάση λόγω της περιορισμένης δυνατότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ενεργεί ως αγοραστής έσχατης καταφυγής [6] της Ιταλίας. Το μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού από την ΕΚΤ, το οποίο ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2015, είχε εξασφαλίσει τα τελευταία δύο χρόνια ότι θα υπήρχε μια σταθερή ζήτηση για ιταλικά ομόλογα. Ωστόσο, το πρόγραμμα έχει οριστεί να τελειώσει τον Μάρτιο του 2017, οπότε σε εκείνο το σημείο η ζήτηση για ιταλικά ομόλογα θα μπορούσε να πέσει. Και παρ’όλο που η ΕΚΤ είναι πιθανό να επεκτείνει το πρόγραμμα για τουλάχιστον άλλους έξι μήνες μετά τον Μάρτιο, κατά πάσα πιθανότητα θα το πράξει σε μειωμένη κλίμακα.

Η ιταλική κυβέρνηση εν τω μεταξύ αντιμετωπίζει ένα δύσκολο ημερολόγιο εξαγοράς (χρέους) [7] το 2017, με κρατικές πληρωμές περισσότερων από 211 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε κατόχους ομολόγων που θα έχουν ωριμάσει. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Mario Draghi, έχει ήδη υποσχεθεί [8] ότι η τράπεζα θα εντείνει τις αγορές ιταλικών ομολόγων κατά τις προσεχείς εβδομάδες στην περίπτωση που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αυξήσει την μεταβλητότητα της αγοράς ομολόγων. Αλλά η ικανότητα της ΕΚΤ να αγοράζει περιορίζεται από μια νομική προϋπόθεση να αγοράζει περιουσιακά στοιχεία από τις χώρες ανάλογα με την συνεισφορά τους στο ίδιο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι από τα περίπου 85 δισεκατομμύρια δολάρια μηνιαίων αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ, μόνο περίπου 12% ή 13 δισεκατομμύρια δολάρια, μπορεί να είναι ιταλικά. Αυτό σημαίνει επίσης ότι οποιαδήποτε αύξηση πάνω από αυτόν τον αριθμό θα πρέπει να αντισταθμίζεται με μειωμένες αγορές του ιταλικού χρέους κάποια στιγμή στο μέλλον. Η Ιταλία πρέπει να μετακυλήσει πάνω από 52 δισεκατομμύρια δολάρια τον Φεβρουάριο του 2017 και μόνο, και υπάρχει ο κίνδυνος ότι η αγορά θα κοιτάξει πέρα από τις επιδράσεις της υποστήριξης της ΕΚΤ, στους φόβους για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους της Ιταλίας. Όλα αυτά δείχνουν την πιθανότητα ότι το ιταλικό κόστος δανεισμού θα διευρυνθεί σημαντικά, με αρνητικές συνέπειες τόσο για την οικονομική ανάπτυξη όσο και για τα δημόσια οικονομικά.

Το δεύτερο πρόβλημα, η χρηματοπιστωτική αστάθεια στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα της Ιταλίας, είναι πιθανό να κάνει τις αγορές ακόμα πιο νευρικές. Τα τελευταία χρόνια, οι τράπεζες της Ιταλίας έχουν προσπαθήσει να καλύψουν τα κεφάλαιά τους για να ανταποκριθούν στις νέες κανονιστικές απαιτήσεις της ΕΕ και να απαλλαγούν από μη εξυπηρετούμενα περιουσιακά τους στοιχεία [9], αλλά πολλοί εξακολουθούν να κατέχουν πάρα πολλά τοξικά στοιχεία ενεργητικού εν μέσω μιας στάσιμης οικονομίας στην οποία υπάρχει μικρή ζήτηση για νέα δάνεια. Δύο από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ιταλίας, η Monte dei Paschi di Siena και η UniCredit, αμφότερες έχουν ανάγκη να προσελκύσουν δισεκατομμύρια σε φρέσκα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από την πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Αυτό σημαίνει ότι η στήριξη της εμπιστοσύνης της αγοράς πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για τη νέα κυβέρνηση.

05122016-3.jpg

Ο Matteo Renzi και η σύζυγός του Agnese περιμένουν να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα της Κυριακής, τον Δεκέμβριο του 2016. REUTERS
----------------------------------------------