Η θεωρία παιγνίων των Trump και Πούτιν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η θεωρία παιγνίων των Trump και Πούτιν

Γιατί η συνεργασία δεν θα διαρκέσει

Τι συμβαίνει όταν μια ασταμάτητη δύναμη συναντά μια άλλη; Θα το δούμε στην πρώτη κατά πρόσωπο συνάντηση Τραμπ-Πούτιν, η οποία θα πραγματοποιηθεί κατά πάσα πιθανότητα εντός των προσεχών μηνών. Παρά τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του στυλ διακυβέρνησης των δύο ανδρών, γνωρίζουμε τουλάχιστον ένα πράγμα που είναι αληθινό γι’ αυτούς: Και οι δύο έχουν μια χαλαρή σχέση με την αλήθεια. Εκμεταλλεύονται εύκολα ψευδείς ειδήσεις, και πιστεύουν ότι η πραγματικότητα είναι αυτή που λένε οι ίδιοι ότι είναι. Ακόμη χειρότερα, αμφότεροι οι άνδρες έχουν ένα ισχυρό παρανοϊκό χαρακτηριστικό, με τον Τραμπ κυρίως να βλέπει εχθρούς εγχωρίως και τον Πούτιν να βλέπει κυρίως εχθρούς στο εξωτερικό. Και οι δύο είναι, επίσης, βέβαιοι για το δικό τους μεγαλείο: Ο Trump ισχυρίζεται τακτικά ότι αυτός θα είναι ο μεγαλύτερος πρόεδρος από αμνημονεύτων χρόνων, ενώ ο Πούτιν υποστηρίζει ότι εκείνος και η Ρωσία είναι ένα και το αυτό.

Είναι δύσκολο να δούμε πώς τέτοια άτομα μπορούν να έρθουν κοντά σε οτιδήποτε επί της ουσίας. Φανταστείτε προς χάριν συζητήσεως ότι η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες πράγματι μοιράζονται μια ποικιλία κοινών εθνικών συμφερόντων. Φανταστείτε, επίσης, ότι θα καταλήξουν σε συμφωνία: Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κάνουν το Α, το Β, και το Γ σε αντάλλαγμα επειδή η Ρωσία θα κάνει το Δ, το E, και το Ζ.

Λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά που μοιράζονται, ένας λογικός Trump δεν θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει ότι ο Πούτιν θα τηρήσει τον λόγο του, ακριβώς όπως ένας ορθολογικός Πούτιν δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι θα τηρήσει ο Trump τον δικόν του. Αυτό θα ήταν αλήθεια ακόμη και αν, αντικειμενικά, μια συμφωνία θα μπορούσε να ωφελήσει και τις δύο πλευρές: Η κάθε πλευρά θα προσπαθήσει να κερδίσει ακόμη περισσότερα αν παραλείψει να κάνει εκείνα που συμφώνησε στο παζάρι, ενώ ο συνομιλητή της θα τηρεί τα δικά του. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ronald Reagan, το κατανόησε αυτό όταν δήλωσε περίφημα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να «εμπιστεύονται, αλλά να επαληθεύουν» την Μόσχα σε σχέση με την μείωση των πυρηνικών όπλων. Όμως τα πυρηνικά όπλα μπορούν να μετρηθούν, και η μείωση τους μπορεί, συνεπώς, να επαληθευθεί. Αντίθετα, θα ήταν δύσκολο να εξακριβωθεί τυχόν ρωσική αποχώρηση των στρατευμάτων από το κατεχόμενο Donbass, δεδομένου μάλιστα ότι ο Πούτιν επιμένει ότι δεν υπάρχουν καθόλου στρατεύματα εκεί. Ομοίως, ο Πούτιν θα το βρει δύσκολο να εξακριβώσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματικά διέκοψαν όλες τις ενισχύσεις προς την Ουκρανία.

Ως εκ τούτου, οι δύο άνδρες θα πρέπει να συμπεράνουν -ορθώς- ότι ο συνομιλητής τους δεν έχει καμία πρόθεση να εκπληρώσει το δικό του κομμάτι της συμφωνίας. Εάν αμφότεροι οι άνδρες ήταν έστω και οριακά εξοικειωμένοι με την προηγούμενη συμπεριφορά ο ένας του άλλου, η αμοιβαία δυσπιστία τους θα μπορούσε μόνο να αυξηθεί. Ο Πούτιν έχει υπεροπτικά αναστείλει, αγνοήσει ή παραβιάσει πολλές από τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ρωσίας, με μια από τις βασικές να είναι το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, που υποτίθεται ότι υποχρέωνε την Ρωσία να εγγυηθεί την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Ουκρανίας. Εν τω μεταξύ, ο Trump έχει επιδείξει στις πρώτες ημέρες της θητείας του ότι σκοπεύει να τερματίσει την συμμετοχή της Αμερικής σε συμφωνίες και συμμαχίες ελεύθερου εμπορίου.

Αυτό που περιπλέκει τα πράγματα ακόμη περισσότερο είναι ότι δεν υπάρχει κυρίαρχη εξουσία να επιβάλει τις διεθνείς συμφωνίες. Και κανένας από τους δύο άνδρες δεν θα ήθελε να καλέσει διεθνείς οργανισμούς, άλλα έθνη, ή συμμαχίες εθνών να το πράξουν, αφού αμφότεροι έχουν αποκηρύξει το δικαίωμα αυτών των μερών να παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας τους. Ως αποτέλεσμα, η συμφωνία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει.

Δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές θα ήταν πιθανόν να συμπεράνουν ότι η άλλη θα παραβιάσει τις δεσμεύσεις της μόλις στεγνώσει το μελάνι, λογικά θα έφθαναν στο συμπέρασμα ότι θα ήταν παράτολμο να μην παραβιάσουν την συμφωνία επίσης. Φυσικά, και οι δύο πλευρές θα κατηγορούν την άλλη για ψευδολογία και ότι είναι υπεύθυνη για την αποτυχία να ριζώσει η συμφωνία. Πολύ γρήγορα, οι αρχικοί ισχυρισμοί περί εμπιστοσύνης και φιλίας θα ακολουθηθούν από κατηγορίες περί κακής πίστης. Το «bromance» [στμ: το φιλικό φλερτ] θα τελειώσει, και οι ρωσο-αμερικανικές σχέσεις θα είναι χειρότερες από ό, τι ήταν πριν ο Πούτιν και ο Trump προσπαθήσουν να ξεγελάσουν ο ένας τον άλλον.

Υπάρχει ένα ευρύτερο ηθικό δίδαγμα για αυτή την ιστορία, ένα που αφορά ειδικά στο τι θα πρέπει να είναι η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ρωσία. Ρεαλιστές αναλυτές όπως ο Χένρι Κίσινγκερ, ο John Mearsheimer και ο Stephen Walt επιμένουν ότι τα κράτη αλληλεπιδρούν με βάση τα εθνικά τους συμφέροντα˙ υπ’ αυτήν την έννοια, η ανάλυσή τους φαίνεται να συμπίπτει με τις απόψεις του Πούτιν και του Τραμπ περί διεθνών σχέσεων. Αλλά τα εθνικά συμφέροντα ανακαλύπτονται από πολιτικούς όπως ο Trump και ο Πούτιν, οι οποίοι έχουν τις δικές τους ιδιορρυθμίες προσωπικότητας, ιδεολογίας, κουλτούρας και τα παρόμοια. Μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε ότι η επιβίωση, η σταθερότητα, η ισχύς και ο πλούτος θα μπορούσαν να οριστούν ως μόνιμα εθνικά συμφέροντα. Αλλά το πραγματικό ερώτημα είναι το πώς θα αποφασιστεί τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις, τόσο γενικά όσο και σε συγκεκριμένες περιστάσεις.

Αμφότεροι ο Trump και ο Πούτιν ισχυρίζονται ότι τοποθετούν τις χώρες τους πρώτα, και ότι θέλουν να κάνουν τις χώρες τους μεγάλες και πάλι. Η προσέγγισή τους στην διεθνή πολιτική έχει συχνά αποκληθεί εθνικιστική, αλλά ο όρος του Λένιν «σοβινισμός της μεγάλης δύναμης» θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλος. Μπορεί ο σοβινισμός της μεγάλης δύναμης να εξισωθεί με τον ρεαλισμό; Ο πρώτος έχει τις ρίζες του σε μια ιδιόμορφη ιδεολογία και νοοτροπία˙ ο δεύτερος φιλοδοξεί να είναι μια αντικειμενική αξιολόγηση των εθνικών συμφερόντων.

Σε έναν ιδανικό ρεαλιστικό κόσμο, ο Πούτιν δεν θα ήταν ένας «σοβινιστής μεγάλης-δύναμης» αφοσιωμένος στο αυτοκρατορικό μεγαλείο, και ο Trump δεν θα ήταν ταραχοποιός. Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία δεν θα βρίσκονταν καν σε αντίθεση, δεδομένου ότι η Ρωσία δεν θα επεδίωκε ιμπεριαλιστική επιθετικότητα στην Γεωργία και την Ουκρανία, και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα δημιουργούσαν στρατηγικές καταστροφές στην Μέση Ανατολή.

Στην πραγματικότητα, η Ρωσία του Πούτιν είναι ένας επικίνδυνος αντίπαλος. Έχει ξεκινήσει ήδη δύο πολέμους -στην Γεωργία και την Ουκρανία. Επίσης, απειλεί να καταλάβει την Λευκορωσία, κροταλίζει τα σπαθιά και παραβιάζει τα σύνορα των κρατών της Βαλτικής, και οπλίζει το Καλίνινγκραντ και την Κριμαία με πυραύλους μέσου και μεγάλου βεληνεκούς˙ επιπλέον, έχει δηλώσει επίσημα ότι θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα ως απάντηση σε μια συμβατική απειλή και υποστηρίζει ενεργά αντι-Δυτικά, αντι-αμερικανικά και αντι-ευρωπαϊκά κόμματα στην Δύση. Τέτοιες δραστηριότητες είναι βαθιά αποσταθεροποιητικές για την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα χειρότερο από την συντριβή της δημοκρατίας, τις πιθανές ροές των προσφύγων από την Ουκρανία και την Λευκορωσία, καθώς και την διάχυση του πολέμου στην Πολωνία, την Φινλανδία, την Ουγγαρία και άλλες χώρες, είναι το γεγονός ότι η Ρωσία θα μπορούσε σύντομα να υπερεπεκταθεί και να βρεθεί στο χείλος της κατάρρευσης.

Τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ απειλούνται από τον Πούτιν -όχι επειδή είναι το αντικειμενικό συμφέρον της Ρωσίας να τα απειλήσει, αλλά επειδή ο Πούτιν και το καθεστώς και η ιδεολογία που έχει δημιουργήσει απαιτούν μια τέτοια εχθρική πολιτική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ανησυχούν και πρέπει να προσπαθήσουν να αποτρέψουν την επιθετικότητά του. Ωστόσο, ο Trump φαίνεται να πιστεύει ότι ο Πούτιν είναι παρεξηγημένος, ή ότι οι πρόσφατες επιθέσεις του σχετίζονται με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με αυτή την γραμμή σκέψης, ο Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία λόγω κάποιας πιθανότητας η Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ (μια δυνατότητα που κανείς, ούτε στους πολιτικούς κύκλους της Ουκρανίας ούτε στο ΝΑΤΟ δεν θα εξέταζε ρεαλιστικά). Αν ήταν αυτή η περίπτωση, τότε με το να ξεδοντιάσουν το ΝΑΤΟ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να κάνουν τον Πούτιν ειρηνικό.

Εναλλακτικά, αν πάρει κανείς τα λόγια του Πούτιν τοις μετρητοίς και εξετάσει την φύση του καθεστώτος του, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η ρωσική επιθετικότητα είναι σε μεγάλο βαθμό υποκινούμενη από μια ιμπεριαλιστική ιδεολογία που εξυπηρετεί την εξουσία του Πούτιν και έχει βαθιές ρίζες στην ρωσική πολιτική κουλτούρα. Και αν κάποιος εξετάσει ψύχραιμα την στρατιωτική ικανότητα των κρατών του ΝΑΤΟ και δει ότι δεν συνιστούν κατανοητή αντικειμενική απειλή για την Ρωσία, μπορεί επίσης να συνειδητοποιήσει ότι η επίκληση του Πούτιν για την απειλή του ΝΑΤΟ είναι είτε ένα κυνικό τέχνασμα είτε το σύμπτωμα μιας παρανοϊκής μεγαλομανίας. Το ΝΑΤΟ είναι, ως εκ τούτου οτιδήποτε άλλο παρά «παρωχημένο», όπως το αποκαλεί Trump. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ωφελούνται άμεσα από μια ισχυρή και υπερασπίσιμη Ευρώπη -όπως και μια ισχυρή και υπερασπίσιμη Ουκρανία- γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορούν να αναχαιτιστούν οι φιλοδοξίες του Πούτιν.

Τόσο ο Trump όσο και ο Πούτιν θέλουν να κάνουν τον εαυτό τους και τις χώρες τους νούμερο ένα. Αυτό είναι αδύνατο. Αργά ή γρήγορα, οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις θα κάνουν μια σοβαρή στροφή προς το χειρότερο. Σε εκείνο το σημείο, ο Πούτιν θα νοσταλγήσει την μετριοπάθεια και την προβλεψιμότητα του Μπαράκ Ομπάμα.

Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-02-01/trump-a...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition