Η πυρηνική ώθηση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πυρηνική ώθηση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων

Και οι δυνητικές παράπλευρες επιπτώσεις για την Μέση Ανατολή
Περίληψη: 

Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα είναι σύντομα το πρώτο αραβικό κράτος με πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας και το πρώτο που θα ενταχθεί στην πολιτική πυρηνική λέσχη σε περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα. Μαζί με αυτή την πρόοδο έχουν έρθει και οι ανησυχίες σχετικά με την χρήση των επικείμενων πυρηνικών δυνατοτήτων τους από τα αραβικά κράτη ώστε να κατασκευάσουν ένα πυρηνικό όπλο κάποια στιγμή στο μέλλον.

Ο YOEL GUZANSKY είναι ερευνητής στο Ινστιτούτο Μελετών Εθνικής Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, εθνικός υπότροφος στο Ινστιτούτο Hoover στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, μεταδιδακτορικός υπότροφος το 2016-17 στο Ινστιτούτο Ισραήλ, και υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright.

Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα είναι σύντομα το πρώτο αραβικό κράτος με πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας και το πρώτο που θα ενταχθεί στην πολιτική πυρηνική λέσχη σε περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα. Εκτός από τυχόν καθυστερήσεις, ο πρώτος αντιδραστήρας της χώρας έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε λειτουργία τον Μάιο του 2017 [1], μετά από περαιτέρω ελέγχους από τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας για την διασφάλιση ότι το καύσιμο θα χρησιμοποιείται μόνο για ειρηνικούς σκοπούς [2]. Μέχρι στιγμής, το έργο είναι εντός προϋπολογισμού και εντός χρονοδιαγράμματος. Οι υπόλοιποι τρεις αντιδραστήρες των 1.400 μεγαβάτ νοτιοκορεάτικης σχεδίασης είναι υπό κατασκευή και θα συνδεθούν σταδιακά με το δίκτυο τον Μάιο του 2020.

Μαζί με αυτή την πρόοδο έχουν έρθει και οι ανησυχίες σχετικά με την χρήση των επικείμενων πυρηνικών δυνατοτήτων τους από τα αραβικά κράτη ώστε να κατασκευάσουν ένα [πυρηνικό] όπλο κάποια στιγμή στο μέλλον. Πέρυσι, ο πρώην υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, Moshe Yaalon [3], δήλωσε πως «Βλέπουμε σημάδια ότι οι χώρες του αραβικού κόσμου ετοιμάζονται να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα, ότι δεν είναι πρόθυμες να επαναπαυθούν με το Ιράν να βρίσκεται στα πρόθυρα μιας πυρηνικής ή ατομικής βόμβας». Έναν χρόνο πριν, ο πρώην υπουργός άμυνας των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Γκέιτς, δήλωσε [4] ότι «η συμφωνία με το Ιράν θα προκαλέσει άλλες χώρες της περιοχής να ακολουθήσουν ισοδύναμες πυρηνικές δυνατότητες, σχεδόν σίγουρα η Σαουδική Αραβία». Και κατά την διάρκεια μιας από τις ομιλίες της στην Goldman Sachs το 2013, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν από το Wikileaks [5], η πρώην υπουργός Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, δήλωσε ότι «Οι Σαουδάραβες δεν πρόκειται να περιμένουν. Ήδη προσπαθούν να βρουν το πώς θα αποκτήσουν τα δικά τους πυρηνικά όπλα. Μετά, τα Εμιράτα δεν πρόκειται να αφήσουν τους Σαουδάραβες να έχουν τα δικά τους πυρηνικά όπλα ... και τότε ο αγώνας ξεκινά».

Αλλά τα ΗΑΕ (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), τα οποία έχουν προχωρήσει περισσότερο μεταξύ των αραβικών κρατών στην επίτευξη των στόχων τους περί πυρηνικής ισχύος, έχουν χτίσει μια πειστική υπόθεση ότι χρειάζονται την πυρηνική ενέργεια για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη ζήτηση για ενέργεια, να μειώσουν την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και να ελευθερώσουν περισσότερο πετρέλαιο για εξαγωγές. Για να κατευνάσουν τις ανησυχίες για τις προθέσεις τους, σε ένα ενημερωτικό έγγραφο (white paper) τον Απρίλιο του 2008 [6], το Abu Dhabi δεσμεύτηκε να παραιτηθεί από τον εμπλουτισμό ουρανίου. Το ίδιο αντανακλάται στην συμφωνία πυρηνικής συνεργασίας του 2009 [7] με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό το όνομα «123» (το όνομά της το πήρε από το τμήμα 123 του νόμου Ατομικής Ενέργειας των ΗΠΑ του 1954, του οποίου η γλώσσα απαγόρευσης εμπλουτισμού και επανεπεξεργασίας αναφέρεται συχνά στην πυρηνική κοινότητα ως ο «χρυσός κανόνας της μη διάδοσης») [8]. Αυτή η συμφωνία άνοιξε τις πόρτες στην διεθνή συνεργασία, και κατά την διάρκεια της περιόδου 2008-13 τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα υπέγραψαν συμφωνίες με την Αργεντινή, την Αυστραλία, τον Καναδά, την Γαλλία, την Ιαπωνία, την Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο [9] για μεταφορά τεχνολογίας, ειδικών, πυρηνικών υλικών και συσκευών. Το 2009, η Korea Electric Power Corporation κέρδισε ένα συμβόλαιο για την κατασκευή των αντιδραστήρων.

Τα επιχειρήματα των ΗΑΕ για το πυρηνικό τους πρόγραμμα έχουν νόημα. Παρά το γεγονός ότι η πλούσια σε πετρέλαιο χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα και κατά παράδοση προτιμούσε έναν αποπυρηνικοποιημένο Κόλπο [10], αισθάνεται την πίεση να διαφοροποιήσει το ενεργειακό της μείγμα για να προστατεύσει τούς φυσικούς πόρους της χώρας και για να διατηρήσει τις εξαγωγές της. Εκτιμάται ότι, μόλις ολοκληρωθούν, οι νέοι αντιδραστήρες της χώρας θα καλύψουν πάνω από το ένα τέταρτο της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΑΕ [11]. Επιπλέον, υπάρχει μεγάλη δημόσια υποστήριξη για την ανάπτυξη της πυρηνικής τεχνολογίας ως έναν τρόπο για την δημιουργία θέσεων εργασίας και την μείωση της ρύπανσης. (Τα ΗΑΕ είναι σήμερα όγδοα στην λίστα της Παγκόσμιας Τράπεζας [12] των χωρών με εκπομπές CO2 ανά κάτοικο.) Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της κοινής γνώμης σχετικά με την πυρηνική τεχνολογία, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2012, το 82% των Εμιράτων ευνοεί την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας και το 89% υποστηρίζει την κατασκευή ενός πυρηνικού εργοστασίου. Επιπλέον, το 89% θεωρεί ότι η ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας ήταν «εξαιρετικά σημαντική», «πολύ σημαντική», ή «σημαντική» για τα ΗΑΕ [13].

Φυσικά, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και άλλα αραβικά κράτη δεν είναι αδιάφορα απέναντι στην ιρανική πυρηνική απειλή, ειδικά υπό το φως του Κοινού Γενικού Σχεδίου Δράσης [14] (Joint Comprehensive Plan of Action, JCPOA). Μια δημοσκόπηση διαπίστωσε ότι οι κάτοικοι των Εμιράτων είναι ακόμη πιο επιφυλακτικοί από τους Σαουδάραβες απέναντι στο JCPOA, με το 91% να δηλώνει ότι δεν υποστηρίζει την συμφωνία και το 71% να λέει ότι η συμφωνία είναι «καλή μόνο για το Ιράν, αλλά κακή για τα αραβικά κράτη» [15]. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η πυρηνική συμφωνία επιτρέπει στο Ιράν να συνεχίσει χωρίς περιορισμούς στο μέλλον τον εμπλουτισμό ουρανίου για ειρηνικούς σκοπούς, άλλες χώρες της περιοχής έχουν δικαιολογία για τα δικά τους προγράμματα εμπλουτισμού.